Fractal

40 ιστορίες μικρής φόρμας

Γράφει η Δήμητρα Γ. Μπεχλικούδη // *

 

Ζωή Κατσιαμπούρα, «Οδός Άνω Κάτω», εκδόσεις Νίκας, Αθήνα 2021

 

Η Ζωή Κατσιαμπούρα σπούδασε φιλολογία και εργάστηκε ως εκπαιδευτικός σε διάφορες θέσεις και βαθμίδες. Έγραψε βιβλία και άρθρα σχετικά με τη φιλολογία και την εκπαίδευση και συμμετείχε σε συγγραφικές ομάδες εκπόνησης βιβλίων και εκπαιδευτικού υλικού. Στη διδακτορική της διατριβή με θέμα Ιστορίες και μύθοι της γυναικείας πεζογραφίας στην Ελλάδα (1974-1990) αναζητά και αναγνωρίζει την καινούργια φωνή των ελληνίδων λογοτεχνών, καθώς μέσα από τη γραφή τους ιχνογραφούν το πρόσωπο της νέας ελληνίδας στα συμφραζόμενα της εποχής. Έτσι, ίσως δεν είναι τυχαίο για έναν άνθρωπο του λόγου και της γραφής, ότι  το 2013 και 2015 αντιστοίχως εξέδωσε τα πεζογραφήματα Ιστορίες της Μανιάς και Μαθαίνεται η ζωή; (εκδόσεις Γαβριηλίδης). Στο πρώτο της βιβλίο ανασύρει τις μνήμες της προγιαγιάς Παρασκευής και μέσα από αυτές τη ζωή στο κεφαλοχώρι του θεσσαλικού κάμπου, από όπου και αναδύεται με τρόπο μαγικό και έξοχη γλώσσα (ας σημειωθεί η συγγραφέας διασώζει έναν θησαυρό λέξεων από το τοπικό ιδίωμα) και μαζί με όλα αυτά η ζωή μιας “άλλης” Ελλάδας. Στο δεύτερο βιβλίο της, που κινείται στη χρονική περίοδο της Κατοχής, του Εμφυλίου και της μετεμφυλιακής περιόδου, η αφήγηση καταγράφει την αποτύπωση της οδύνης, αλλά και της καθημερινότητας, μέσα από τις ιστορίες των ανθρώπων που τη συγκροτούν.

Σήμερα έρχεται και πάλι στο προσκήνιο με ένα τρίτο βιβλίο με τον τίτλο Οδός Άνω Κάτω, στο οποίο συγκεντώνει σαράντα “ιστορίες” μικρής φόρμας, πολλές από τις οποίες έχουν δημοσιευθεί σε διάφορα έντυπα και διαδικτυακά περιοδικά και εφημερίδες. Ο τίτλος, Ηρακλείτειας πνοής, αντλημένος από το απόφθεγμα (“ὁδὸς ἄνω κάτω μία καὶ ὡυτή”, που θα πει “ο δρόμος που ανεβαίνει και ο δρόμος που κατεβαίνει είναι ένας και ο αυτός”) συνομιλεί θαυμάσια με το περιεχόμενο. Διόλου τυχαίο και το ότι το πρώτο και το τεσσαρακοστό κείμενο τιτλοφορούνται “Ο κατήφορος” και “Ο ανήφορος” αντιστοίχως. Στον “Ανήφορο” μάλιστα αποκαλύπτεται το “μυστικό” του τίτλου, κι αυτό μαζί με μια σύντομη εξομολόγηση για τη γραφή και την ανάγνωση, τις ανάγκες που τις υπαγορεύουν και εξασφαλίζουν  αναμφίβολα στον συγγραφέα ή στον αναγνώστη τη χαρά του μοιράσματος με τον άλλον, οριοθετώντας με κάποιο τρόπο την ανθρώπινη ύπαρξη και δίνοντας την ευκαιρία, τόσο στον συγγραφέα όσο και στον αναγνώστη, να θέτουν και να βρίσκουν το στίγμα τους μέσα στον σύντομο και πολυσύνθετο ανθρώπινο βίο. Εκεί, που το άνω κάτω της ζωής ηρεμεί και οι ψυχές γαληνεύουν στο αντάμωμά τους. Και καθώς γειτονεύουν με άλλες ζωές, που  κινούνται μέσα στις μικρές ιστορίες, ανακαλύπτουν το καθρέφτισμα της δικής τους ζωής και μαγικά, λες, μια γλύκα τις κατακλύζει.

 

1

Πού κινούνται αυτές οι “ιστορίες”; Ποια είναι τα θέματα που πραγματεύονται;

Ένας περίπατος προς την Καρθαία της Τζιας, η σύντομη επίσκεψη μιας οικογένειας προσφύγων στο σπίτι τους στην Κερύνεια, μια βόλτα στα παλιατζίδικα, όπου μέσα από τα φύγδην μίγδην εκτεθειμένα αντικείμενα ξυπνούν εικόνες και μνήμες του παρελθόντος, ο “γατόκοσμος” του σπιτιού στο χωριό, μια μετακόμιση, ένα ατύχημα που αλλάζει την οπτική του αναγκαίου και αναθεωρεί τη σχέση με τον χρόνο, μια διαδήλωση στην Αθήνα, μια σκηνή στο μετρό.

Η απόδοση των μικροϊστοριών άρτια δομημένη, σφιχτή η αφήγηση, τίποτε περιττό, γρήγοροι, αυθεντικοί και ζωντανοί οι διάλογοι, όπου απαντώνται, ανταποκρίνονται με ακρίβεια στις περιστάσεις, στα πρόσωπα, στην προέλευσή τους. Η γλώσσα εναρμονισμένη στις απαιτήσεις της προφορικότητας του λόγου, όπου απαιτείται, ευρηματική, αληθινή, συνταιριασμένη με τα περιεχόμενα υπηρετεί άριστα τον μικροπερίοδο λόγο, ο οποίος και αποτελεί σπουδαία αρετή, ιδίως όταν για παράδειγμα βρισκόμαστε μπροστά σε μια συγκλονιστική ιστορία από τον Εμφύλιο, έκτασης μόλις δύο παραγράφων ( “Ο Ζίκας” σ. 82).

Ιστορίες που στάζουν πίκρα, σαν την προηγούμενη, κι άλλες γλυκόπικρες, κι άλλες που ιχνογραφούν ανθρώπινους τύπους του περιθωρίου, ντύνοντας τον πόνο και τις ταλαιπωρίες τους με μια δόση χιούμορ, όπως η ιστορία της Λένως του Ταμπουρατζή στο χωριό, προ ηλεκτροδότησης, που αποτελεί ταυτόχρονα ένα υπέροχο σχόλιο για τη γλώσσα, όχι μόνο μέσα από την περικοπή των φωνηέντων, αλλά και από την ανταλλαγή “ύβρεων” – αποκάλυψη της κοινωνικής ζωής στον μικρόκοσμο του “τότε”.

Παρελθόν και παρόν, άλλοι κόσμοι, άλλες ζωές, στιγμιότυπα καθημερινά, τωρινά ή αλλοτινά, στην Αθήνα, στο Παρίσι, στο χωριό, στη Λέσβο, σε γιορτές, Χριστούγεννα και Ανάσταση, πρόσωπα παρόντα και άλλα που έφυγαν, αφήνοντας πίσω τους την ανάμνηση της σταδιακής φθοράς τους ως το βαθύ γήρας. Η θλίψη για τους απόντες, η εστίαση σε “μικροπράγματα” εκ πρώτης όψεως, που, ωστόσο, πάντα ανταμώνονται με τη μεγάλη εικόνα της ζωής.

Η κριτική ματιά, ο νηφάλιος στοχασμός, η ελαφρά ειρωνεία και ο αυτοσαρκασμός ως έκφραση γνήσιας ταπεινότητας και αυτοελέγχου του βαθειά σκεπτόμενου ανθρώπου, η λεπτή παρατήρηση σε περιγραφές του περιβάλλοντος χώρου, του τοπίου, των ανθρώπων, η συγκίνηση για τα μικρά και τ’ ανθρώπινα, η αξιοποίηση των αντιθέσεων, η νοσταλγία και η γλύκα που ντύνει όσα όμορφα πέρασαν, το πικρό χιούμορ που αλαφραίνει το βάρος των θλίψεων είναι μερικά από τα χαρακτηριστικά του βιβλίου. Και, βέβαια, ευφρόσυνες στιγμές του βίου, ανάλαφρες, με μια απίστευτη παιδικότητα δοσμένες, ιδιαίτερα όταν αποτυπώνουν τις σκέψεις παιδιών ή παραπέμπουν στα χρόνια της αθωότητας.

Εξαιρετικό ενδιαφέρον παρουσιάζουν, επίσης, αφηγήσεις που ζωντανεύουν ανθρώπινους τύπους σαν την Λένω που προαναφέραμε, σαν τον Χρίστο, επιρρεπή στο αλκοόλ και εξ αυτού αποδιοπομπαίο από τους οικείους του, σαν τον μαραγκό με τη Φλορέττα στο ομώνυμο κείμενο, σαν τον πλανόδιο εμποράκο από κείνους που γύριζαν στα χωριά διαλαλώντας την πενιχρή τους πραμάτεια ( “Η Ελένη” σ. 104), η ψευδής αφήγηση της θυγατέρας του οποίου τον έχει αναγάγει σε φιλόσοφο. Το βιωματικό υπόστρωμα αυτών των κειμένων, χωρίς διόλου να αποδυναμώνει τη      μυθοπλασία, αποτελεί γερό θεμέλιο του οικοδομήματος, πράγμα που ενισχύεται από το απρόοπτο και απρόβλεπτο για τον αναγνώστη, όταν συχνά καιροφυλακτεί μια απίστευτη έκβαση ή και στιγμές που φαίνονται με πρώτη ματιά παράδοξες, αλλά είναι τόσο αληθινές στην έκφρασή τους, σαν και κείνο το παρκαρισμένο μέσα στο κοιμητήριο αυτοκίνητο να εκπέμπει τραγούδι του Μάλαμα  και ένας μεθυσμένος να θρηνεί μπροστά σε δυο ποτήρια τσίπουρο (“Γειά σου, Αντώνη!”, σ. 83). Η φωτογραφία του κεκοιμημένου και οι χρονολογίες γέννησης και θανάτου δίνουν την απάντηση στο μυστήριο.

Η συγγραφέας συχνά αναφέρεται στην τέχνη, τη λειτουργία και την πρόσληψή της, έτσι σαν μια πινελιά, πάντα εύστοχη. Επίσης διασώζει μέσα στα κείμενά της στοιχεία που συγκινούν, με την επίγνωση βέβαια της έκπτωσης εθίμων, καθώς οι καιροί αλλάζουν και “η εποχή πέρασε…”. Το παιγνιώδες ύφος που επιστρατεύει για να αποδώσει αλλαγές στην καθημερινότητά μας ή να “υπονομεύσει” τα κατά συνθήκην ψεύδη είναι πραγματικά απολαυστικό.

 

2

Υπάρχουν πολλοί λόγοι για τους οποίους αξίζει , κατά τη γνώμη μου, να διαβαστεί η Οδός άνω κάτω. Πραγματικά πρόκειται για ένα απολαυστικό ανάγνωσμα, σπουδαίο για την αλήθεια του. Είναι εκτός των άλλων αυτή που του δίνει τη δύναμη να ακουμπήσει την ψυχή του αναγνώστη. Αυτή η αλήθεια, αισθάνομαι, ότι είναι σφραγίδα συνολικά στην πεζογραφία της Ζωής Κατσιαμπούρα.

 

 

* Η Δήμητρα Γ. Μπεχλικούδη,επίτιμη Σχολική Σύμβουλος Δ.Ε., σπούδασε Αγγλική Φιλολογία στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και Νεοελληνική Φιλολογία στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης. Είναι Διδάκτωρ Φιλολογίας του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων, υπότροφος του Ι.Κ.Υ. και του Ιδρύματος Fulbright . Άρθρα της για τη Λογοτεχνία και τη διδακτική της έχουν δημοσιευθεί σε διάφορα επιστημονικά Περιοδικά (έντυπα και ηλεκτρονικά), συμμετείχε στη συγγραφή σχολικών βιβλίων, βιβλία και μεταφράσεις της κυκλοφορούν από τις εκδόσεις Παπαζήση.

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top