Fractal

Το χαμένο χειρόγραφο

Γράφει ο Αντώνης Ε. Χαριστός //

 

 

 

Δημήτρης Στατήρης «Ο πυρήνας μέσα μου», εκδ. Γκοβόστη, Αθήνα 2023

 

Η νουβέλα τού Δημήτρη Στατήρη με τίτλο «Ο πυρήνας μέσα μου» (εκδ. Γκοβόστη, Αθήνα 2023) περιστρέφεται γύρω από τη φαινομενική ιστορία ενός συγγραφέα, ενός μεσήλικα άνδρα, ο οποίος ενθουσιασμένος με το ενδιαφέρον το οποίο επιδεικνύει εκδότης για το πρώτο του μυθιστόρημα, καταλήγει μεθυσμένος σε μπαρ, για να γιορτάσει την εξέλιξη αυτή. Από το μπαρ και την άφθονη κατανάλωση αλκοόλ μέχρι τη συνειδητοποίηση ότι έχει απωλέσει το μοναδικό αντίγραφο του έργου μεσολαβεί η νύχτα. Αντίθετα, στο φως τής μέρας αυτή η συνειδητοποίηση μετατρέπεται σε υπαρξιακή αγωνία εντοπισμού του αντιγράφου. Για την επίτευξη του τελικού σκοπού καλείται να θυμηθεί πρόσωπα και γεγονότα που αφορούν τη μεσολάβηση από το ποτό έως τις πρώτες πρωινές ώρες. Μέχρι το τέλος θα κινείται στο δίπολο εσωτερικής κι εξωτερικής σύγκρουσης, καθώς το χαμένο αντίγραφο του μυθιστορήματος μετατρέπεται σε κριτήριο προτεραιότητας ανάμεσα στη δική του, ατομική, υπόσταση και τις υποστάσεις όλων όσων εμπλέκονται στην καθημερινότητά του.

Αυτή είναι η επιφάνεια της ιστορίας, για το λόγο αυτό και κάναμε εξ αρχής αναφορά σε φαινομενική υπόθεση, διότι ο συγγραφέας πλέκει την ιστορία του σε δύο ταυτόχρονα μέτωπα. Αφενός εξετάζει τις κοινωνικές σχέσεις στο επίπεδο της υποχρέωσης, των κοινωνικών ρόλων που επιβάλλουν συγκεκριμένη συμπεριφορά, και συναναστροφές με ορισμένο περιεχόμενο, αφετέρου εξετάζει τον εσωτερικό, αθέατο, κόσμο τού ήρωα σε αντιδιαστολή με την εξωτερική πραγματικότητα. Αυτή η αντιδιαστολή δεν αναγνωρίζεται ως επιθετική αποστροφή προς τον εαυτό του, αλλά ως μία ετεροχρονισμένη παραδοχή της ύπαρξης έτερων επιθυμιών, επιθυμιών που, ίσως, δεν ταυτίζονται με όλα όσα ο ίδιος έχει δημιουργήσει στο ευρύτερο κοινωνικό περιβάλλον. Το πρώτο πράγμα που διαπιστώνει ο αναγνώστης του έργου, είναι το γεγονός ότι το εν λόγω μυθιστόρημα δεν αποτελεί μία παράταιρη εργασία για τον δημιουργό, δεν αποτελεί εργασία στον ελεύθερο χρόνο, αλλά μία συνειδητοποιημένη πράξη για την οποία «χρόνια προσπαθούσα να γράψω αυτό το βιβλίο -το πρώτο- ξεκλέβοντας χρόνο από τη δουλειά, από την οικογένεια, από τους φίλους μου» (σελ. 9). Με άλλα λόγια, όλα όσα συνιστούν τις ζώνες δραστηριότητας του ατόμου στο κοινωνικό σύνολο (εργασία, οικογένεια, συναναστροφές) όλα υποβιβάζονται με στόχο την επίτευξη μίας συγγραφικής δραστηριότητας, η οποία εκ των πραγμάτων δεν επιφέρει χρηματικές απολαβές και δόξες τιμής, επομένως είναι μία πράξη βαθιά εσωτερική, μία πράξη η οποία συνδέεται με την επιθυμία τού ατόμου στην έκφραση και αποτύπωση συμβόλων, καταστάσεων, αιτιών, αποτελεσμάτων, μέσα από τη λογοτεχνική μορφή. Μία εξέλιξη σημαντική στην κατανόηση της πάση θυσία εύρεσης του αντιγράφου.

Ταυτόχρονα, ο ίδιος αυτός άνθρωπος, με την πράξη τής υπέρβασης των καθημερινών υποχρεώσεων γράφοντας ένα βιβλίο μυθοπλασίας, μας δίνει και το στίγμα τής υπόστασής του στον δημόσιο χώρο. Είναι εκπαιδευτικός και ουσιαστικά φυτοζωεί σε μία άνευρη και άνευ ενδιαφέροντος εργασία. Επομένως, η απουσία από την εργασία, από μία βάναυση κι επαναλαμβανόμενη συμμετοχή σε ένα περιβάλλον ολοένα περιοριστικό, δεν αποτελεί απλώς ανάχωμα χρονικό στην εύρεση του πολύτιμου αντιγράφου τού έργου, αλλά σκόπιμη απουσία από έναν κύκλο εργασιών που πλέον είναι έξω από τον ίδιο, δεν τον αγγίζει, δεν αντιπροσωπεύει όλα όσα εκείνος επιθυμεί να βιώσει. Και το ενδιαφέρον στην ιστορία είναι το γεγονός ότι ποτέ δε μαθαίνουμε το περιεχόμενο του μυθιστορήματος. Επομένως, συνάγουμε το συμπέρασμα ότι αυτή η αναζήτηση ενός έργου με τόσο πάθος, ικανό να οδηγήσει στη θυσία των υπολοίπων προκειμένου να εντοπιστεί, αποτελεί τον ορισμό τής υπαρξιακής μετάθεσης από τη εμπειρία ετών ως επανάληψη στην άρνηση αυτής της μονομέρειας και την αντικατάστασή της με έναν σκοπό· το μυθιστόρημα έχει σκοπό που λειτουργεί ως προέκταση της ύπαρξης του δημιουργού.

Από το σημείο αυτό έως τη μετάβαση στο μπαρ, πρωί πια, με μόνη παρούσα την καθαρίστρια και τη μετέπειτα συνάντηση στο σπίτι μίας κοπέλα, που εργάζεται στον ίδιο χώρο, και τις ερωτικές περιπτύξεις να εμφανίζουν στιγμές τής χθεσινής βραδιάς και να επαναλαμβάνονται στη μέρα (το μοτίβο τής επανάληψης είναι εξαιρετικά σημαντικό για τον αναγνώστη, καθώς υποδεικνύει τη ροή των πραγμάτων όπως τα αντιλαμβάνεται και τα βιώνει ο ήρωάς μας, ροή την οποία επιχειρεί να αντιμετωπίσει μετέχοντας, ωστόσο, στην ίδια πράξη, αυτή της επανάληψης, επομένως εμφανίζει σημάδια εγκλωβισμού σε έναν αέναο κύκλο μη εκπληρωμένων επιθυμών, με τις προθέσεις να λειτουργούν ως καθρέφτης αυτών), έως την εύρεση μίας σελίδας από το σύνολο του αντιγράφου ως πυξίδα για την αναζήτηση των υπολοίπων, δε μεσολαβεί παρά μόνο η εσωτερικευμένη άρνηση του κεντρικού προσώπου. Αυτήν την άρνηση την περιγράφει στο σχολείο, στη σχέση δασκάλου και διευθυντή, όταν ο τελευταίος εγκαλεί την πρώτη για την τόσο λεπτομερή ενημέρωση γονέων σε ζητήματα που άπτονται όχι μόνο των μαθησιακών αποτελεσμάτων, αλλά και της σωματικής και ψυχικής υγείας των παιδιών. Εδώ συγκρούονται δύο διαφορετικοί κόσμοι, αυτός του διευθυντή, που επιθυμεί να κρύβει κάτω από το χαλί τέτοια ζητήματα, όντας υποσκελισμένος στη διοικητική ιεραρχία, απολογούμενος για κάθε ζήτημα του σχολικού περιβάλλοντος, επομένως όσο λιγότερα προβλήματα, τόσο λιγότερες οι απολογίες στους ανωτέρους, και, από την άλλη πλευρά, ο «νέος» κόσμος της δασκάλας που ζητά πίεση προς πάσα κατεύθυνση για την εξασφάλιση κονδυλίων με στόχο την εισαγωγή νέων τεχνολογιών, ψυχολόγων και εκπαιδευτικών στις σχολικές αίθουσες. Από την εικόνα αυτή των δύο κόσμων, ο ήρωας συνεχίζει την περιπλάνηση και από τους παραταγμένους αστυνομικούς με τα σεξουαλικά υπονοούμενα σε κάθε γυναίκα που τύχαινε να περνά μπροστά τους, έως τους υπονόμους, από τα σταθμευμένα δίκυκλα, που παρεμποδίζουν την κυκλοφορία, έως τις βιτρίνες με τα φανταχτερά μοντέλα και πιο κει τους αστέγους, μία ολάκερη ανθρώπινη χαρτογράφηση τίθεται στην υπηρεσία τής αναζήτησης.

 

Δημήτρης Στατήρης

 

Δεν επρόκειτο για πρόσωπα τα οποία τυχαία εμφανίζονται μπροστά στον ήρωα. Επρόκειτο για σύμβολα μίας παρηκμασμένης κοινωνίας, για πρόσωπα-μοτίβα μίας επαναλαμβανόμενης ηττοπάθειας στο περιθώριο της συλλογικής ζωής, τα οποία πρόσωπα αρχίζουν και τελειώνουν την παρουσία τους στην πλασματική ερμηνεία αυτής της πραγματικότητας. Είναι, με άλλα λόγια, πρόσωπα-σύμβολα μίας ψευδαίσθησης αλήθειας, διότι την πραγματική αλήθεια τη βιώνουν τα ίδια, με τον πρωταγωνιστή, όσο αναζητά τις σελίδες τού αντιγράφου του, τόσο να ταυτίζεται με στιγμές αυτών των προσώπων-συμβόλων, τόσο να κινηματογραφεί τη ζωή τους σε ένα αποπνικτικό περιβάλλον. Μόνο που στο περιβάλλον αυτό, έξω από τα φώτα τής επίπλαστης επιφάνειας, ο ήρωάς μας διαπιστώνει τους πραγματικούς όρους τής ζωής, δηλαδή όρους που σχετίζονται με την ύπαρξη ως αυτόνομη οντότητα και όχι ως κοινωνικός ρόλος εξαρτώμενος από τρίτες υποχρεώσεις, που απλώς αναπαράγουν τον ίδιο τον ρόλο. Αυτήν την υπαρξιακή κατάσταση τη διαπιστώνει περισσότερο στο νοσοκομείο με σύζυγο και παιδί τραυματίες και τον ίδιο να αναρωτιέται αν πρέπει να σταματήσει την αναζήτηση για τον εντοπισμό τού αντιγράφου ή εάν πρέπει να συνεχίσει, παραβιάζοντας κανόνες ηθικής των κοινωνικών σχέσεων. Κι ενώ αποφασίζει να συνεχίσει, πλέον το ορόσημο καταλήγει ως αντιστροφή τού θανάτου. Ο ήρωάς μας δεν αναμένει την απόπειρα ανθρωποκτονίας για να αντιληφθεί το μέγεθος απόστασης που τον χωρίζει από τα υπαρξιακά όρια τής αυθεντικότητας των όρων αυτοπροσδιορισμού του, αλλά έχει ήδη νιώσει την αίσθηση της απόρριψης, καθώς σε όλη τη διάρκεια της περιπλάνησης, έρχεται αντιμέτωπος με συνεχόμενες αποκαλυπτικές αρνήσεις. Όλο το πλέγμα πράξεων, με επίκεντρο το μυθιστόρημά του, είναι γεμάτο αντιφάσεις τις οποίες διακρίνει όχι ως θεωρητικά κατασκευάσματα, αλλά ως πρακτικές αλήθειες, με τις οποίες είχε κοινωνική και συνειδησιακή απόσταση, αλλά τώρα πια τις αντιλαμβάνεται ως δικά του δεδομένα, ως δικές του ανάγκες που δεν εκπληρώθηκαν ποτέ, γιατί ποτέ δεν αφέθηκαν ελεύθερες στην επιφάνεια των επιθυμιών του.

Ο Δημήτρης Στατήρης γράφει μία νουβέλα, η οποία ξεπερνά σε ποιότητα τις προηγούμενες εργασίες του, καθώς αποφασίζει να εντρυφήσει στον υπαρξιακό κόσμο των λέξεων και των εικόνων. Με γλώσσα στρωτή, εικόνες ρεαλιστικές, ροή τού λόγου σε ρυθμό καταιγιστικό, δεν αφήνει περιθώρια στον αναγνώστη για δεύτερες σκέψεις. Τον εξαναγκάζει με τη γραφή του να τον ακολουθήσει σε ένα διμέτωπο περιβάλλον αντιθέσεων και αντικρουόμενων πραγματικοτήτων, τον οδηγεί βήμα το βήμα στην ψυχαναλυτική ερμηνεία των ίδιων των ανθρωπίνων σχέσεων και των κοινωνικών συμβάσεων, έχοντας κατά νου την αναγκαιότητα του σκοπού στη ζωή, καθώς ετεροπροσδιορίζεται από την έλλειψή του, αναζητά εκ του μηδενός την υιοθέτηση ενός σκοπού τέτοιου που δεν θα υπηρετεί κοινωνικά «πρέπει», αλλά την ατομική του επιθυμία. Το πόσο μακριά μπορεί κανείς να φτάσει για να εκπληρώσει αυτήν την αναγέννηση, θα το διαπιστώσει ο αναγνώστης του έργου στο τέλος αυτού, ένα τέλος σίγουρα απρόσμενο, αλλά μοναδικό στη σύλληψή του.

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top