Fractal

Διήγημα: “Ο Πανσές κι ο Κενωνίας”

Γράφει ο Βασίλης Φαρμάκης // *

 

 

 

 

 

Ο Πανσές κι ο Κενωνίας

 

Είχε το παρατσούκλι «Πανσές», γιατί το πέτο του φθαρμένου σακκακιού του στόλιζε πάντοτε κάποιο λουλουδάκι του αγρού ή κομμένο απ’ το κήπο της Μαριγούλας συνήθως, γιατί αυτός όχι μόνο κήπο δεν είχε, αλλά ούτε καν σπίτι.

Κάποτε είχε φτιάξει μια χαμοκέλα με ξύλα που έκοψε στο βουνό και της κάρφωσε για στέγη τσίγκους. Την είχε στήσει ψηλά στην πλαγιά πάνω απ’ το τελευταίο σπίτι της μικρής μας πολίχνης και κατοικούσε εκεί μέσα με τη μάννα του. Μια δυνατή μπόρα με ισχυρούς αέρηδες διέλυσε το σπιτοκάλυβο εκείνο, πάνω που η μάνα του μόλις είχε χρονίσει στον άλλο κόσμο. Τα κλονισμένα απ’ το θάνατό της νεύρα του δέχθηκαν το τελειωτικό χτύπημα. Στα νιάτα του ο Πανσές ήταν καλός, περιζήτητος μαραγκός. Με μοναδικά σύνεργα ένα σφυρί, μια μπλάνη κι ένα πριόνι κυνηγούσε το μεροκάματο να θρέψει το τομάρι του, αλλά προπαντός τη γριά μάννα του, μοναδικό αποκούμπι και συντροφιά του στη ζωή. Ήθελε να μην της λείπει τίποτα, αν και εκείνη ήταν πολύ ολιγαρκής. Μετά το χαμό της, όταν έβαζε στην τσέπη του τόσα όσα θα τον έφταναν για να επισκεφθεί το οινομαγειρείο του Καμπαρούλια για να τσιμπήσει κάτι, αλλά προπαντός να κατεβάσει τα κατρούτσα του, τραβούσε γραμμή για κει.

Τ’ άρρωστα νεύρα του, όπως είπαμε παραπάνω, τον είχανε κάνει βλάσφημο. Βλασφημούσε Χριστούς και Παναγίες στα σιγανά, μόνο όταν έκανε τις μαραγκοδουλειές του. Έτσι κάποιος που δεν τον ήξερε θα νόμιζε ότι επικαλείται το Χριστό και την Παναγία να τον βοηθήσουν στη δουλειά του. Τον άλλο καιρό, ειδικά όταν ήταν πιωμένος, ένα μόνιμο χαμόγελο ήταν ζωγραφισμένο στα χείλη του. Αν και δεν απόκτησε δικά του, τ’ αγαπούσε πολύ τα παιδιά. Στις τσέπες του βρίσκονταν πάντα καραμέλες που τις μοίραζε στα παιδιά που συναντούσε στο δρόμο του. «Ελάτε», τους έλεγε, «γέννησε η κοτούλα!»

Απ΄ όταν λοιπόν η μάννα του του άφησε χρόνους, έμεινε μόνος του. Δεν παντρεύτηκε ποτέ. Πίστευε ότι έπρεπε όλη του την αγάπη και φροντίδα να την προσφέρει αποκλειστικά σ’ εκείνη. Όπως κι εκείνη όταν χήρεψε, πριν ακόμα τον γεννήσει, αφοσιώθηκε στο μεγάλωμά του και δεν ξαναπαντρεύτηκε. Αυτός δεν γνώρισε τον πατέρα του αφού εκείνος χάθηκε χτυπημένος από την ισπανική γρίπη του 1918, υπηρετώντας στο στρατό.

Όταν διαλύθηκε το σπιτοκάλυβό του δεν είχε κυριολεκτικά πού την κεφαλήν κλίναι. Τότε έσπευσε να δείξει την αλληλεγγύη του και να τον φιλοξενήσει στη μοναδική κάμαρα που διέθετε ο φίλος και συμπότης του, ο «Κενωνίας». Αυτόν τον λέγανε έτσι γιατί όταν έπινε, στη διαδρομή απ’ το κρασοπουλιό στο σπίτι, έβριζε διαρκώς την «κενωνία», και της φόρτωνε όλες τις ευθύνες για την κατάντια του. Το μεροκάματο δύσκολο. Κάτω στο λιμάνι κουβάλαγε τσουβάλια στον ώμο και τα στοίβαζε στο αμπάρι του πλοίου, μέχρι εκείνο να σφυρίξει αναχώρηση. Αποδιωγμένος απ’ τη γυναίκα του – η οποία δεν μπορούσε να αντέξει πλέον τις συνεχείς κρασοκατανύξεις του – φώλιασε σε μια μικρή καμαρούλα που του είχε αφήσει κληρονομιά ο πατέρας του κι εκεί έβαλε ένα ράντσο για το φίλο του τον Πανσέ!

«Αν ήθελε αυτή θα με συμμόρφωνε», έλεγε και ξανάλεγε και κατέβαζε το ποτήρι μονορούφι. Πόσες φορές, χρόνια τώρα, η κακομοίρα η Αλεξάνδρα, μεσάνυχτα και δεν είχε γυρίσει στο σπίτι, όπως το συνήθιζε, δεν πήγαινε στου Καμπαρούλια να τον συμμαζέψει. Κι εκείνος βρίζοντάς την και καμιά φορά καταχεριάζοντάς την, τρεκλίζοντας επέστρεφε στο σπίτι. Παρ΄ όλα αυτά, όταν ήταν ξεμέθυστος, υποσχόταν ότι δεν θα ξαναβάλει γουλιά στο στόμα του, αλλά όταν βράδιαζε, έβλεπε μπροστά του μόνο το γιοματάρι του Καμπαρούλια.

Εκεί σύχναζε και ο Πανσές, που με τον καιρό το κρασί τους έκανε κολλητούς. Αρκεί ένας να ‘χε παράδες και εξασφαλιζόταν ο κατρούτσος και για τον άλλον.

«Εγώ φίλε δεν απόκτησα οικογένεια. Ούτε πατέρας έγινα, ούτε πατέρα γνώρισα. Εκτός από τη μάννα μου δεν σχετίσθηκα με άλλες γυναίκες. Θέλησα να της δώσω όλο μου τον εαυτό, όπως και εκείνη μου έδωσε τον δικό της. Κάποιος γραμματιζούμενος που κουβεντιάζαμε γι’ αυτά μια μέρα μού ‘πε, να δεις πώς το ‘πε, ότι έχω λέει διδιπόδιο σύμπελγμα. Όταν τον ρώτησα αν αυτό είναι κάποια αρρώστια μου απάντησε γελώντας ότι ναι, κάτι τέτοιο είναι. Να σου πω δεν φοβήθηκα, αλλά δεν πολυκατάλαβα και τι ακριβώς μου είπε ότι έχω. Μετά όταν του μίλησα για τη Μαριγούλα, μου είπε ότι δεν έχω τίποτα τέτοιο. Είναι βέβαια γεγονός και το εξομολογούμαι σε σένα απόψε φίλε ότι η καρδιά μου για χρόνια χτύπαγε δυνατά για τη Μαριγούλα, ξέρεις για ποιά σου λέω. Ποτέ δεν της έδειξα το παραμικρό εκτός από το να κόβω ένα λουλουδάκι από τον κήπο της. Το μύριζα κι ήταν σαν να τη φιλούσα και όταν μετά το ‘βαζα στ’ αριστερό μου πέτο ήταν σαν να την έκλεινα στην καρδιά μου. Έτσι μούμεινε το «κουσσούρι» να φοράω πάντα ένα λουλουδάκι στο πέτο μου γι’ αυτό με φωνάζουνε «Πανσέ». Είμαι σίγουρος ότι κι εκείνη έτρεφε ανάλογα συναισθήματα για μένα. Όταν μ’ έβλεπε να κόβω ένα λουλουδάκι, με παρότρυνε να μπω μέσα στο κήπο της και να κόψω όσα θέλω και το βλέμμα της δεν το ‘παιρνε από πάνω μου μέχρι που χανόμουν στη στροφή του δρόμου».

Δύσκολα έκρυψε έναν αναστεναγμό, τσουγκρίζοντας το ποτήρι με το φίλο του.

«Τι τα θες τι τα γυρεύεις φίλε ένας είναι ο Θεός, ο Διόνυσος», είπε και το βλέμμα του καρφώθηκε στον απέναντι τοίχο που κάποιος λαϊκός ζωγράφος τον είχε απεικονίσει. «Τον βλέπεις εκεί, χαμογελαστός, μέσα στ’ αμπέλια του, μας χαιρετάει». Τότε την είδε μπροστά του, σαν άλλη αναδυόμενη Αφροδίτη τη Μαριγούλα του. Τον αγκάλιασε σφιχτά και άρχισαν να κυλιούνται στο γρασίδι μέχρι που γίνανε οι δύο εις σάρκαν μία.

Κάπως έτσι είχε έρθει στον ύπνο του κι ο πατέρας του. Άνοιξε, λέει μια μεγάλη πόρτα και πρόβαλε ένας ψηλός ευθυτενής όμορφος άνδρας φορώντας στρατιωτική στολή. Τον πλησίασε, ακούμπησε το χέρι του στον ώμο του, κι άκουσε να του λέει: «Με ζητούσες έμαθα κι ήρθα να τα πούμε. Είμαι ο πατέρας σου». «Τότε εγώ μόλις τον είδα κι άκουσα αυτά που μου είπε ξέσπασα σε κλάματα, χώθηκα στην αγκαλιά του και έκλαιγα συνεχώς μ’ αναφιλητά. Εκείνος με αγκάλιασε σφιχτά. «Γιατί κλαις;» με ρωτούσε και δεν ήξερα τι να του απαντήσω. «Από τη χαρά μου που σε συναντώ, ήθελα πολύ να σε ιδώ, ούτε σε φωτογραφία δεν σε είχα ιδεί», του απάντησα. Αφού ηρέμησα λίγο τον κοίταζα και τον ξανακοίταζα. Μου φαινόταν θεόρατος και εγώ νάνος μπροστά του. Ήταν ο πατέρας μου, ήταν ο πατέρας μου. Είχα κι εγώ πατέρα τώρα και δεν ήμουν τ’ ορφανό της κυρά Μαριώς. Έγινε αυτό που λαχταρούσα και περίμενα χρόνια τώρα, να τον ιδώ κι ας ήταν κι έτσι. Και το θαύμα έγινε», είπε, κατεβάζοντας μονορούφι το ποτήρι του. Χτύπησε παλαμάκια, σινιάλο να γεμίσει ξανά ο κατρούτσος. Το πρόσωπό του είχε κατακοκκινίσει, οι φλέβες του είχαν φουσκώσει, έτοιμες να εκραγούν και τα μάτια του είχαν καρφωθεί σ’ εκείνα του Κενωνία, λες και περίμενε ότι εκεί μέσα θα έβλεπε τη συνέχεια των όσων είχε «ζήσει» στον ύπνο του και στον ξύπνιο του.

«Για όλα αυτά που έζησα, έτσι όπως τα έζησα, δεν με ενδιαφέρει το πώς, απόψε γιορτάζω», συνέχισε. «Είμαι χαρούμενος κι ευτυχισμένος όσο ποτέ στη ζωή μου. Η ζωή, όπως και να ‘χει, είναι ένα γευστικό, ωραίο παγωτό. Ας το απολαύσουμε φίλε, πριν λειώσει».

Είχε σχεδόν μεσημεριάσει όταν κτύπησε δυνατά η πόρτα της μικρής αποθηκούλας όπου φυλασσόταν η νεκροφόρα του Δήμου. Εκεί τοποθετούνταν ο νεκρός για να μεταφερθεί στην τελευταία του κατοικία Ο πανσές πετάχτηκε απότομα μέσα απ΄αυτή – που εδώ και αρκετό καιρό χρησίμευε για κρεββάτι του – διακόπτοντας έτσι βίαια το όνειρό του. ΄Ηταν ο καροτσέρης που τον καλούσε να την αδειάσει για να τοποθετηθεί ο νεκρός για να οδεύσει στην τελευταία του κατοικία. Κάποιες βρισιές για την τύχη του ξεστομίσθηκαν, ντύθηκε γρήγορα κι έφυγε τρέχοντας, πετώντας ένα «Θεός σχωρέστον». Κάθε βράδυ έκανε πρόβα τζενεράλε θανάτου. Είχε συμφιλιωθεί τάχα μαζί του;

«Δεν φοβάσαι να κοιμάσαι εκεί μέσα μόνος σου;» τον ρώτησε, πίνοντας ως συνήθως τα κρασάκια τους.

«Μόνος του γεννιέται ο καθένας μας και μόνος του πεθαίνει. Αυτό αποτελεί την πάσα αλήθεια, φίλε».

«Εγώ, φίλε, πολύ τον φοβάμαι, κακά τα ψέματα. Τις προάλλες ένας ξάδελφός μου έλεγε ότι δεν πρέπει να τον φοβόμαστε γιατί όπως είχε πει ένας αρχαίος Έλληνας, όταν αυτός θα ‘ρθει, εμείς δεν θα είμαστε εδώ».

«Και πού θα είμαστε ρε, του είπα, μα καμμία απάντηση δεν πήρα, τι να μου πει;»

Κάποιο βράδυ ο Πανσές δεν φάνηκε στο καθιερωμένο εδώ και χρόνια καθημερινό ραντεβού τους στου Καμπαρούλια. Η ώρα περνούσε, ο Κενωνίας, αφού είχε κατεβάσει τα ποτηράκια του, τράβηξε για το γιατάκι του Πανσέ να του παραπονεθεί… γιατί τον έστησε. Κτύπησε την πόρτα της αποθηκούλας τρεις-τέσσερις φορές. Απάντηση καμμιά. Τότε άρχισε να φωνάζει δυνατά ν’ ανοίξει την πόρτα, δεν ήταν ο καροτσέρης της νεκροφόρας αλλά ο αδελφός του, ο Κενωνίας.

Αυτή τη φορά ο Πανσές δεν ήταν παρείσακτος στη νεκροφόρα. Κανένας δεν θα του φώναζε να την αδειάσει. Κατείχε αυτή τη θέση δικαιωματικά.

 

 

Δεκέμβρης 2020

 

* Ο Βασίλης Φαρμάκης γεννήθηκε στην Αμφιλοχία το 1950. Μετά τις εγκύκλιες σπουδές του στη γενέτειρα, σπούδασε πολιτικές επιστήμες στην Πάντειο και νομικά στο Πανεπιστήμιο Αθηνών. Δικηγορεί στην Αθήνα. Που και που αραδιάζει ποιήματα και διηγήματα.

 

 

 

Ετικέτες:
ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top