Fractal

Σε φόντο κόκκινο και μαύρο

Γράφει η Διώνη Δημητριάδου //

 

Αλέξανδρος Πετρόχειλος “Ο Τελευταίος Χτύπος”, διηγήματα, εκδόσεις Βακχικόν

 

Στο εξώφυλλο μια ιστορία σε εξέλιξη. Το σώμα της γυναίκας ζυγίζεται στο κενό. Προετοιμασία της πτώσης. Γυρνώντας στο οπισθόφυλλο το σώμα αιωρείται στη βέβαιη καθοδική πορεία του διαγράφοντας μια τέλεια καμπύλη. Το κόκκινο χρώμα γράφει τον τίτλο του βιβλίου ίδιο με το φόρεμα της φιγούρας που πέφτει αργά από την κορυφή του μαύρου κτηρίου. Δεν χωράει καμία αμφιβολία. Τα 21 διηγήματα της πρώτης συλλογής του Αλέξανδρου θα είναι κόκκινα σαν το αίμα και μαύρα ως το κόκκαλο, ως τον σκοτεινό τους πυρήνα.

Ένα λεπτό νήμα συνδέει τις ιστορίες μεταξύ τους, κι ας φαίνονται θεματικά άσχετες. Ο Πετρόχειλος ψάχνει στο βαθύ υπόστρωμα της ψυχής –εκείνο που συνδέεται με τα πρώτα βήματα, τις απαρχές του ανθρώπινου πολιτισμού– για να βρει την έλξη του αίματος, τη  δύναμη που ωθεί μια ζωή στο τέλος της, στον τελευταίο χτύπο της καρδιάς. Κάποτε αφορά τον ίδιο τον άνθρωπο, κάποτε στρέφει αυτόν εναντίον των άλλων, κάποτε ο θάνατος έρχεται απρόσμενα και με την αυτονομία που του δίνεται θέτει τέλος στη ζωή. Σε κάποιες ιστορίες υπάρχει μια δικαιολογία (όσο μπορεί να χρειάζεται η λογική εξήγηση σε πράξεις που ανακόπτουν τη συνέχεια της ζωής), σε κάποιες άλλες ένας παράλογος θάνατος καταργεί κάθε ψευδαίσθηση πως όλα ερμηνεύονται με την πεπερασμένη λογική δυνατότητα.

Αν και το θέμα αποδεικνύεται βαρύ, εκχειλίζει από μέσα του η γοητεία της ανάγνωσης. Πώς γίνεται αυτό; Ο Αλέξανδρος Πετρόχειλος αποκορυφώνει τις σκηνές των ιστοριών του αιφνιδιάζοντας τους ήρωές του – όχι και τους αναγνώστες του όμως, γιατί μετά τις πρώτες ιστορίες ξέρεις πλέον το μοτίβο που θα κυριαρχήσει και στις επόμενες. Ο τελευταίος χτύπος θα είναι αυτός του θανάτου. Κι όμως, ο τρόπος της γραφής σε ελκύει με τη λιτότητα της έκφρασης, την ευστοχία με την οποία χειρίζεται τη μικρή έκταση των διηγημάτων, ώστε με το ελάχιστο των λέξεων να αποδοθεί η πλοκή· ναι, σε όλα τα διηγήματα υπάρχει πλοκή μέσα στη συντομία τους (κάποια δεν ξεπερνούν τις δύο σελίδες), που κατορθώνει να καθοδηγεί τα βήματα των ηρώων προς το βέβαιο τέλος.

Ξεχώρισα τρία διηγήματα, το καθένα για άλλο λόγο. Πρώτα το «Έξι χτύποι», για την άψογη μείξη του πραγματικού χωρόχρονου με  τον βαθιά ριζωμένο και αμετακίνητο προσωπικό χρόνο, που αγαπά να καταργεί όλες τις φαινομενικές αλήθειες. Τι υπάρχει στην πραγματικότητα; Αυτό που με τις αισθήσεις μας και την ψυχρή τετράγωνη λογική μάς περιβάλλει από παντού; Μήπως η αλήθεια είναι υποκειμενική, και τότε ποιος θα κατανικήσει τη σφοδρή επιθυμία να διατηρήσουμε τις απολεσθείσες εικόνες μέσα μας και μπροστά μας, εν είδει μιας δεύτερης (υπαρκτής ή ανύπαρκτης είναι αδιάφορο εντελώς) απολύτως ιδιωτικής εκδοχής της αλήθειας;

Ο έκτος χτύπος είναι ο τελευταίος. Προσεύχεσαι να ακούσεις μια βιαστική φωνή να δικαιολογείται γιατί δεν σήκωσε νωρίτερα το τηλέφωνο. Αν δεν ακούσεις αυτή τη φωνή, η ώρα της επιλογής έφτασε. Είτε κλείνεις το τηλέφωνο είτε είτε αφήνεις ένα μήνυμα στον τηλεφωνητή. Αμήχανη και άχαρη στιγμή. Όσοι έχουν φτάσει να ακούσουν και το ηχογραφημένο μήνυμα μπορούν να σας διαβεβαιώσουν πως η σιωπή μετά απ’ αυτό είναι η πιο θλιβερή σιωπή του κόσμου.

Το δεύτερο, το «Σαν το Σκυλί», ξεχωρίζει για τη μεταφορά στη μυθοπλασία μιας ιστορίας που αποπνέει τη βίωση των συνθηκών που περιγράφει. Δεν είναι πάντα εύκολη μια τέτοια εισβολή της πραγματικής ζωής μέσα στις συνθήκες της συγγραφής – κι ας λένε πως μάλλον εύκολο είναι να εισχωρείς εσύ που γράφεις στο σώμα του ήρωά σου. Όποιος το επιχείρησε γνωρίζει πόσο ευαίσθητη ισορροπία απαιτεί.

 

Αλέξανδρος Πετρόχειλος

 

«Οι φυλακισμένοι είναι μια μικρή κοινωνία» φιλοσοφούσε συχνά «με έναν κοινό εχθρό· τον νόμο και τους προστάτες του: αστυνομικούς, δικαστές, εισαγγελείς. Κι έναν κοινό σκοπό. Την ελευθερία». Οι φίλοι που έκανε μέσα ήταν η οικογένειά του. Αυτοί του έδιναν κουράγιο τις στιγμές που δεν άντεχε. Γιατί ακόμα και για τους παλιούς τρόφιμους ή για τους πιο σκληρούς υπήρχανε στιγμές που ραγίζανε.

Το τρίτο, και πιο εκτενές, «Φιλική Επίσκεψη», αποτελεί μια (συνήθη στους καλούς συγγραφείς) απόπειρα να απεκδυθούν τη σοβαρότητα και να επιχειρήσουν την αυτοσαρκαστική εκδοχή της γραφής τους. Η ειρωνεία και το χιούμορ αναφαίνεται και στα υπόλοιπα διηγήματα (αλλού ξεκάθαρη η διάθεση υπονόμευσης της σοβαρότητας και αλλού υποδόρια), εδώ όμως ο Πετρόχειλος ξεδιπλώνει μια αξιοσημείωτη ανάλογη συγγραφική φλέβα.

«Καιρό είχα να γράψω» σκέφτηκε ο Γιώργος Πάρικος και κατέβασε με μια κίνηση το ουίσκι του. Σαν να το διασκέδαζε. Και μόνο στη σκέψη αυτή σταμάτησε , νιώθοντας ένοχος. Τώρα τελευταία δεν είχε όρεξη και αυτά που έγραφε του φαίνονταν επιτηδευμένα και ματαιόδοξα. «Ίσως να χρειαζόταν η απειλή ενός όπλου για να γράψει καλά» σκέφτηκε. «Να τον προσλάμβανε να ερχόταν κάθε βράδυ και να τον απειλούσε, μπας και έγραφε τίποτα της προκοπής».

Μια τελευταία ματιά πάλι στη ζωγραφιά του οπισθόφυλλου. Το αιωρούμενο σώμα στο κενό, λίγες στιγμές πριν το βέβαιο τέλος, έχει θαρρείς μια χορευτική κίνηση, μια χάρη απρόσμενη. Θα είναι άραγε μια χλευαστική επιθανάτια πρόκληση προς τον Αφέντη Χρόνο που σε λίγο σταματά; Μια (καφκική ίσως) θεώρηση της ζωής ως απολύτως προσωπικής παρά τους τοίχους που υψώνονται για να καταργήσουν τη βούληση; Η ζωγράφος Λήδα Ντόντου στην προκειμένη περίπτωση δεν συνομίλησε απλώς με το περιεχόμενο του βιβλίου. Έδωσε εικαστικά όλο το περιεχόμενό του.

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top