Fractal

Διήγημα: «Ο καθρέφτης»

Του Πέτρου Μπράιλα // *

 

 

 

 

Ένα πράγμα πάντα απολάμβανε περισσότερο από το να θαυμάζει τον εαυτό της στους καθρέφτες και εκείνο ήταν να βλέπει τον θαυμασμό για εκείνη στα μάτια των άλλων. Έκανε ό,τι μπορούσε για να κερδίζει πάντα τα βλέμματα δέους από τους άνδρες και τις μικρές ματιές ζήλιας από τις γυναίκες. Δεν έφταιγε εκείνη, έτσι είχε μεγαλώσει, έχοντας για εφόδια την υπέροχη παρουσία της η οποία συνοδευόταν από ένα οξυδερκές μυαλό, χαρακτηριστικά που πολύ σπάνια συναντά κανείς στο ίδιο άτομο και εκείνη το γνώριζε καλά.

Έριξε το βλέμμα της στον μεγάλο καθρέφτη με την βαριά κορνίζα και προσπάθησε να χαμογελάσει, όμως της ήταν αδύνατο. Το είδωλο της γυναίκας με το επίσημο μαύρο φόρεμα, την κοιτούσε με θλίψη η οποία μόλις που φαινόταν στο πρόσωπο με το κατακόκκινο κραγιόν και το προσεγμένο βάψιμο. Όμως ήταν εκεί και ο καθρέφτης της επιβεβαίωνε αυτό που το μυαλό της είχε πολύ πριν αποδεχθεί, παρόλο που λίγα λεπτά πριν την κοιτούσε με μάτια που άστραφταν από ικανοποίηση.

Άρχισαν πάλι να της έρχονται μνήμες από την παλιά της ζωή, να της υπενθυμίζουν την φθορά του χρόνου. Εικόνες από τα ταξίδια της στη Γαλλία, να πίνει σαμπάνιες στη λεωφόρο των Ηλυσίων Πεδίων, τις βόλτες με τις γόνδολες της Βενετίας και τις πρωτοχρονιές στη Νέα Υόρκη. Η ζωή αυτή δεν της είχε χαριστεί απλόχερα βέβαια, έπρεπε να μοχθήσει για να την αποκτήσει με εργαλεία το μυαλό και την εμφάνισή της, αφού η καταγωγή της κοπέλας από τον Πειραιά δεν θα της επέτρεπε ποτέ να ανέβει τόσα σκαλιά στην πυραμίδα της καλής κοινωνίας.

Θυμήθηκε τη γνωριμία της με τον πρώτο της σύζυγο που τον είχε δει πρώτη φορά στις σελίδες ενός περιοδικού και είχε αποφασίσει πως θα έκανε τα πάντα για να τον γνωρίσει. Νέος επιχειρηματίας εκείνος, όμορφος, με μάτια νικητή και επώνυμο από τα παλαιότερα στην Αθήνα. Τα κατάφερε και τον γνώρισε τελικά σε μια εκδήλωση στην οποία εκείνη δεν άνηκε σε καμία περίπτωση, όμως είχε καταφέρει να χωρέσει φλερτάροντας με τους κατάλληλους ανθρώπους της διοργάνωσης. Τη στιγμή που τα βλέμματά τους συναντήθηκαν, ήξερε πως τον είχε σαγηνεύσει.

Έφερε στο μυαλό της το γάμο τους. Μέχρι τότε είχε μάθει να τον αγαπά, δεν ήταν και δύσκολο άλλωστε καθώς ήταν ένας πραγματικά αξιόλογος άνθρωπος. Εκείνος με τη σειρά του της έμαθε τα πάντα γύρω από τον τρόπο ζωής του και τα μεγάλα σαλόνια τα οποία είχε συνηθίσει από παιδί και είχε φτάσει σε σημείο να σνομπάρει.

Αμέσως θυμήθηκε την κηδεία του μετά από είκοσι χρόνια γάμου και τη θλίψη που ένιωθε για τη μοναξιά της. Οι συγγενείς του είχαν διεκδικήσει όλη του την περιουσία κι εκείνη βρέθηκε πάλι στο μηδέν, έχοντας όμως κερδίσει άλλο ένα εφόδιο, το νέο επώνυμό της που συνοδευόταν από τη συνήθεια στον τρόπο ζωής που κουβαλούσε μαζί του.

Έπρεπε με κάθε τρόπο να συνεχίσει τη ζωή που πλέον είχε βιώσει και ο μοναδικός τρόπος ήταν να παντρευτεί εκ νέου. Τώρα όμως είχε περισσότερες επιλογές λόγω του κύκλου που είχε αποκτήσει. Ο επόμενός της σύζυγος λοιπόν δε θα μπορούσε να ήταν άλλος από έναν βιομήχανο. Τι κι αν ήταν αρκετά χρόνια μεγαλύτερός της, στο παιχνίδι της ζωής όλοι κάνουν υποχωρήσεις.

Ο νέος της γάμος έγινε στην Ιταλία σε πολύ κλειστό κύκλο. Έτσι βρέθηκε πάλι στα πλούτη και την κορυφή της κοινωνικής πυραμίδας. Αυτό που δεν είχε υπολογίσει όμως ήταν πως μετά από μια δεκαετία, ο σύζυγός της θα την χώριζε για εκείνη τη μικρή γραμματέα του η οποία μάλιστα δεν ήταν καν γοητευτική, ήταν όμως νέα…

Τα δικά της χρήματα είχαν πλέον τελειώσει και είχε προ πολλού περάσει τα εξήντα. Ήταν ακόμα γοητευτική για μια γυναίκα της ηλικίας της, όμως της έλειπε η φρεσκάδα του παρελθόντος. Είχε επιστρέψει στο πατρικό της στον Πειραιά, τη μοναδική πραγματικά δική της ιδιοκτησία και πλέον απλώς επιβίωνε έχοντας τις αναμνήσεις της και τα όμορφα ρούχα να τις τονίζουν…

Τα σαββατόβραδα πήγαινε για ένα ποτό σε αυτό το μπαρ της Αθήνας, τη μοναδική της έξοδο που αποτελούσε και έναν φόρο τιμής στην παλιά της ζωή η οποία της έλειπε απερίγραπτα, ωστόσο δεν είχε ούτε το σθένος ούτε τη διαύγεια και φυσικά ούτε τα νιάτα για να την κυνηγήσει πάλι. Καθόταν πάντα στη συγκεκριμένη θέση στο μπαρ και κοιταζόταν στον μεγάλο καθρέφτη. Γνώριζε πολύ καλά πως οι θαμώνες την κοιτούσαν, κάποιοι τη θαύμαζαν αποκωδικοποιώντας τη ως μια γυναίκα που δεν το έχει βάλει κάτω, ενώ κάποιοι την οίκτιραν θεωρώντας πως ήταν μια γυναίκα που δεν είχε καταλάβει την ηλικία της.

Η Αλίκη δεν ήταν τίποτα από τα δύο όμως. Ήταν μια γυναίκα που απλά δεν ήθελε και δεν μπορούσε να ξεχάσει την παλιά της ζωή, μια γυναίκα που είχε τις αναμνήσεις από τα βλέμματα των άλλων και προσπαθούσε με κάθε τρόπο να τα αναβιώνει.

Σπάνια μιλούσε με τους θαμώνες που προσπαθούσαν να την πλησιάσουν, οι κοινωνικές επαφές δεν την ενδιέφεραν πια και νόμιζε πως χαλούσαν την απρόσιτη εικόνα της. Που και που όμως βρισκόταν κάποιος νεαρός που την κερνούσε ένα ποτό, πιθανότατα γιατί λυπόταν να τη βλέπει να κάθεται μόνη της στο μπαρ. Που και που αν αυτός ο νεαρός της θύμιζε τον πρώτο της σύζυγο και αν το ήθελε και εκείνος περνούσαν τη βραδιά συζητώντας για τη ζωή της, τα λάθη της και τη νοσταλγία της.

Ήλπιζε πως με τις εξιστορήσεις της θα αποτελούσε παράδειγμα προς αποφυγή για εκείνους τους νεαρούς, τον τύπο γυναίκας που θα έπρεπε να αγνοούν και τις κινήσεις που θα δε θα έπρεπε ποτέ να κάνουν. Κάποιοι διέβλεπαν τις συμβουλές της και τις ακολουθούσαν, κάποιοι τη θεωρούσαν τρελή και μυθομανή και κάποιοι ήθελαν να τη γνωρίσουν καλύτερα. Οι πρώτοι έφευγαν κερδισμένοι, οι δεύτεροι χαμένοι και οι τρίτοι απογοητευμένοι καθώς δε βρισκόταν εκεί για να γνωρίσει κανέναν. Μόνο για να τη γνωρίσουν.

Και όταν σε κάποιους νεαρούς έλεγε την ηλικία της και εκείνοι απαντούσαν με ύφος αγνής αμφισβήτησης και θαυμασμού «Εσύ; Με τίποτα!», έστρεφε το βλέμμα της στον μεγάλο καθρέφτη του μπαρ και τα μάτια της για λίγα δευτερόλεπτα άστραφταν από ικανοποίηση…

 

 

 

* Ο Πέτρος Μπράιλας έχει εκδώσει το πρώτο του έργο και ετοιμάζει το δεύτερο που θα κυκλοφορήσει το καλοκαίρι του 2018. Όταν δεν ψάχνει τρόπους να ταλαιπωρήσει τους ήρωες του, δραστηριοποιείται στον χώρο του εμπορίου και αγαπάει την εναλλακτική όψη της Αθήνας.

 

 

 

 

Ετικέτες:
ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top