Fractal

Η (περι)ουσία της Ανθούλας Δανιήλ

Γράφει ο Γρηγόρης Τεχλεμετζής //

 

“Δεκαετίες τερματίζουν όλες μαζί στο νήμα”, Ανθούλα Δανιήλ, εκδόσεις Βακχικόν 2020

 

Ξεκινώντας, θα ήθελα να πω, ότι η έμπειρη κριτικός και φιλόλογος Ανθούλα Δανιήλ μας δίνει ένα ευσύνοπτο και πολύ εύστοχο σημείωμα στην εισαγωγή της, ομοίως και ο Γιώργος Βέης στον πρόλογό του. Εδώ θα προσπαθήσουμε να αναπτύξουμε και να συμπληρώσουμε αυτές τις παρατηρήσεις με κάπως διαφορετικό τρόπο.

Το βιβλίο αυτό είναι η αποτύπωση της «ουσίας» της συγγραφέως, κατά την  Αριστοτελική έννοια, δηλαδή των ιδιοτήτων που την ορίζουν και χωρίς αυτές θα ήταν κάποια άλλη. Από μια άλλη οπτική, παρατηρούμε ότι η Δανιήλ αισθάνεται μια ευχαρίστηση από τον πλούτο των εμπειριών της και των γνώσεών της και, αν λάβουμε υπ’ όψη μας και τον  αυτοβιογραφικό τόνο, επικουρικά οδηγείται στην ευτυχία. Ο Επίκουρος πίστευε ότι οι άνθρωποι που είναι ευχαριστημένοι και πλήρεις από αυτά που έχουν ζήσει δεν φοβούνται τον θάνατο (μεγάλη κουβέντα για να τη συζητήσουμε εδώ).

Η ίδια θεωρεί το βιβλίο της ως προϊόν μεικτού είδους (δείτε https://www.fractalart.gr/anthoula-daniil/ ημερομηνία προσπέλασης 1/3/2021) και σαφώς έχει δίκιο.

Το πρώτο πρόσωπο στη γραφή και ο βιωματικός τόνος παραπέμπουν στην αυτοβιογραφία. Αλλά δεν υπάρχει γραμμική αφήγηση και είναι έντονη και η διακειμενικότητα. Επί πλέον υπάρχουν στοιχεία κυρίως φιλολογικής κριτικής θεώρησης πολλών ειδών καλλιτεχνημάτων, όπως μουσικής, θεάτρου, λογοτεχνίας, ζωγραφικής, κινηματογράφου, ακόμα και στοιχεία ταξιδιωτικής λογοτεχνικής αφήγησης, κάτι που εναρμονίζεται με τις σπουδές και τα βιώματά της.

Πολλές φορές διαβάζοντας αυτό το βιβλίο είπα: «Τα πράγματα και τα συμβάντα χωρίς γνώση και συναίσθημα είναι γυμνά». Ας πούμε, εκφράζοντας με λίγο ελεύθερο τρόπο τις απόψεις του Σαρτρ από το Είναι και το μηδέν, το «καθ’ αυτό» γίνεται  κτήμα της «δι’ αυτό» και νοηματοδοτείται μέσω της ατομικής της συνείδησης, έτσι διαταράσσει τη στατικότατα της «καθ’ αυτό» κατάστασης προς ένα νέο «είναι».  Γιατί τα λέω αυτά; Θέλω να τονίσω τον τρόπο με τον οποίο ζει την πραγματικότητα η συγγραφέας, η οποία σφύζει από ψυχική ζωή.

Ανασύρει από την παρακαταθήκη των πολλών κριτικών σημειωμάτων της και του φιλολογικού οπλισμού της εικόνες, αισθητικές και νοηματικές αποδόσεις και τις συνδυάζει συνειρμικά για να καταγράψει μια διακειμενική λογοτεχνική κατάθεση, διευκρινίζοντας εκούσιες ή ακούσιες επιρροές. Διαβάζοντας το βιβλίο αισθάνθηκα ότι βρίσκομαι μέσα σε ένα στρόβιλο αναφορών.

Αυτές οι αναλογίες έργων τέχνης, διαμέσου της διακειμενικότητας, δικαίως παρατηρεί ο Βέης στον πρόλογό του, πηγάζουν ως ένα βαθμό από το συλλογικό ασυνείδητο. Ο συνταιριασμός αυτός επιδιώκει να αποκαλύψει το κάλος τους, αλλά και να αιτιολογήσει την απήχησή τους στο κοινό. Αυτή τελείται είτε ασυνείδητα, διαμέσου του ανθρώπινου ψυχισμού, είτε διαμέσου «αντικειμενικής συστοιχίας».  Άλλωστε η τέχνη είναι ενίοτε έκφραση του ασυνείδητου των ανθρώπων, όπως σημείωσε πρώτος ο Φρόυντ στο βιβλίο του Ψυχανάλυση και λογοτεχνία.

Πρέπει ακόμα να επισημάνουμε και την ελυτική της θεώρηση των όντων, του περιβάλλοντος χώρου, των νησιών, της θάλασσας, του ήλιου, της ελλαδικής ψυχής και ψυχοσύνθεσης, όσο και της πνευματικής ανύψωσης και του καθορισμού της ταυτότητας μέσα από αυτά, κάτι που απλώνεται συνολικά στο βιβλίο και δεν περιορίζεται στα αποσπάσματα του έργου του και τις αναφορές της σε αυτόν.

Στο αυτί του εξωφύλλου μας πληροφορεί ότι υπήρξε μελετήτρια του Ελύτη στο διδακτορικό της, κάτι που φαίνεται βαθιά αποτυπωμένο στην οπτική της. Έτσι η λογοτεχνία για τη Δανιήλ είναι κάτι ζωντανό, που εισέρχεται  στη ζωή και την εκφράζει και όχι απόμακρα κείμενα μελέτης και ανάλυσης. Την καθορίζει και είναι στοιχείο της ουσίας της και σε αυτή την αισθητική της, κατά γενικές γραμμές, είναι κοντύτερα στον Ελύτη και σε εξιδανικευμένες θεάσεις άλλων ποιητών, που επιλέγονται, παρά σε πιο «επαναστατημένους»  λογοτέχνες ή έργα, με τις εφηβικές ματιές, όπως ο Σαμαράκης, ο Παζολίνι, ο Μπρεχτ, ο Τίτος Πατρίκιος, ακόμα και ο Ρίτσος και ο Βάρναλης –παρ’ όλο που συχνά τους αναφέρει-, και δεν μιλάω μόνο για τα πολιτικά τους δημιουργήματα, αλλά και για τη γενικότερη στάση τους απέναντι στη ζωή -κατά αυτή την έννοια και ο Καρυωτάκης μπορεί να θεωρηθεί «επαναστατημένος» με τον δικό του τρόπο, όπως και η ειρωνεία του Καβάφη που είναι ένας τρόπος διαμαρτυρίας. Αν και πρέπει να πούμε ότι στην τέχνη οι διαχωριστικές γραμμές και οι κατηγοριοποιήσεις είναι ασαφείς και, βέβαια, πολλοί από αυτούς τους καλλιτέχνες έχουν γράψει και έργα που δεν εντάσσονται σε αυτόν τον τρόπο, αλλά εδώ χωράει μεγάλη συζήτηση που είναι εκτός θέματος. Κάτι ανάλογο συμβαίνει και στις άλλες τέχνες.

Έτσι ο κόσμος για τη Δανιήλ κρύβει μια σχεδόν αδιατάρακτη αρμονία, που η τέχνη την αποκαλύπτει και, γενικά, την ομορφαίνει, ενώ οι αντινομίες είναι μακριά από το στόχαστρό της και αν και όπου υπάρχουν είναι παρεκτροπές. Αυτή τη συμπληρώνει και η πλατωνική ιδεαλιστική θεώρησή της (δείτε και σσ. 68,69).

Το κάλος και η αναζήτησή του είναι το καθοριστικό συστατικό του βιβλίου, γι’ αυτό, ίσως, οι αντιήρωες παραμελούνται και τάσσεται υπέρ του ηρωισμού, αναφέροντας ελληνικά παραδείγματα προηγούμενων όμως αιώνων (π.χ. σ.181).

 

Ανθούλα Δανιήλ

 

Ο ορθολογισμός των φυσικών επιστημών ενός θετικιστή, όπως για παράδειγμα του Ράσελ, είναι ο αντίποδας σε αυτήν τη «μαγεία». Εδώ πρέπει να προσθέσουμε και τις αισθητικές θεωρήσεις του ρεαλισμού και του νατουραλισμού (και όχι μόνο), που καθόλου τέλειο δεν παρουσιάζουν τον προβαλλόμενο από την τέχνη τους κόσμο. Μα πρέπει να σημειώσουμε, ότι κάθε υψηλή τέχνη έχει τα δικά της πλεονεκτήματα, εκφράζοντας επιτυχημένα διάφορα όντα.

Υπάρχουν βέβαια και κομμάτια του βιβλίου γραμμένα σε διαφορετικό τόνο (οι εξαιρέσεις επιβεβαιώνουν τον κανόνα), όπως οι σελίδες με τίτλο «Ελένη και άλλα κορίτσια» (σσ.172-178), που χωρίς βέβαια η συγγραφέας να εξανίσταται, διακριτικά και παράπλευρα μας θέτει το πρόβλημα της διάκρισης των δυο φύλων και τη δύναμη της τέχνης που το υπερβαίνει, μέσα από τα έργα σπουδαίων καλλιτέχνιδων. Ομοίως και πιο ξεκάθαρα συμβαίνει και με τις σελίδες «Ο Μάης του 68» (σσ. 264-267), που θίγουν πιο ευθέως το θέμα. Όμως όλες αυτές οι εξαιρέσεις, πρέπει να σημειωθεί, ότι ελάχιστα επιδρούν στη γενικότερη αισθητική θέση του βιβλίου που είναι ιδεαλιστική. Είναι μάλιστα χαρακτηριστική η παρατήρηση που κάνει για τον Ελύτη, τον οποίο θαυμάζει: «Οι αφορμές που έχει ο Ελύτης για να αναφερθεί στον Πλάτωνα είναι πολλές και δείχνουν το ιδεολογικό του στίγμα, γιατί στον αρχαίο φιλόσοφο βρίσκει καταφυγή στις δύσκολες ώρες» (σσ.200-201).

Ο τόνος εξύμνησής της, στην αναζήτηση της τελειότητας μέσω της αφαίρεσης, προβάλλει τις αποχρώσεις και τις πτυχές των έργων, καθιστώντας τον αναγνώστη συμμέτοχο στην έκσταση, ως αποτέλεσμα λογικών διακειμενικών σιναφιών και ψυχικής ευαισθησίας.

Από την ιδεαλιστική οπτική της απέχει μερικώς η θεώρηση των κινηματογραφικών έργων. Ίσως γιατί η εικόνα της οθόνης είναι άμεση απεικόνιση της ζωής και της δράσης.

Επιλογικά, η Ανθούλα Δανιήλ διασχίζει τον πολυτάραχο 20ο αιώνα, με πυκνότητα λόγου και με την ουδετερότητα του λογοτεχνικού κανόνα, που εξομαλύνει τις αντιθέσεις και νηφάλια αξιολογεί. Ο τρόπος της πηγάζει από την εκπαιδευτική της ιδιότητα, που τόσα χρόνια άσκησε με επιτυχία και μας διαπαιδαγωγεί διαμέσου της αξιοθαύμαστα πλούσιας σε καλλιτεχνικές εμπειρίες ζωής της, οδηγώντας μας στο να αγαπήσουμε τις παγκόσμιες παρακαταθήκες. Είναι ένας φόρος τιμής σε παγκόσμια έργα τέχνης και προσωπικότητες, είδωλά της, όχι όμως με στείρο θαυμασμό, αλλά ενταγμένος στη ζωή.

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top