Fractal

✩ Ο γενέθλιος τόπος στην ποίηση του Μανόλη Πρατικάκη και η επίδρασή του στην ποιητική του δημιουργία

Του Κώστα Χρηστάκη // *

 

 

 

 

Υπάρχουν μερικοί σπάνιοι άνθρωποι, οι οποίοι κυκλοφορούν ανάμεσά μας, εκφράζονται με τη γραφή, υπερασπίζονται τις ιδέες τους και τα πιστεύω τους με πάθος, κυνηγούν και αναδεικνύουν την αλήθεια, αγωνίζονται με θάρρος και σηματοδοτούν με το έργο τους μια συμπαντική διάσταση του κόσμου. Οι άνθρωποι αυτοί, τολμηροί και ευαίσθητοι, αναφέρονται σε όλους τους τομείς της ζωής: στην επιστήμη, στη φιλοσοφία, στα καθημερινά προβλήματα του ανθρώπου, και καμιά φορά καταλήγουν στην ιδεοποίηση. Ένας τέτοιος άνθρωπος είναι ο ψυχίατρος και ποιητής Μανόλης Πρατικάκης. Πολυσύνθετος στη σκέψη και τη φαντασία, πολυδιάστατος στη βιωματική του εμπειρία και πολυδαίδαλος στην ποιητική του έκφραση. Ασχολήθηκε με όλα τα προβλήματα και όλες τις πλευρές του ανθρώπου: τον έρωτα, την πολιτική, την καταγωγή και την προέλευσή του, την κοινωνική και κοινωνιολογική του διάσταση, την ιστορία του, τη ζωή και τον θάνατο….

Δεν προτίθεμαι να σχολιάσω την ποίηση του Μανόλη Πρατικάκη με όρους και αξιώσεις κριτικής. Αυτό το αφήνω στους κριτικούς της λογοτεχνίας, που είναι πιο ειδικοί και, συνεπώς, πιο αρμόδιο από εμένα. Θα εκθέσω απλώς μερικές σκέψεις και παρατηρήσεις από τις συχνές περιηγήσεις μου στα τοπία του ποιητικού και πεζογραφικού έργου του. Επιτρέψτε μου μόνο να σημειώσω, ότι την κριτική μου αδυναμία υπερνικά κάποια εκλεκτική συγγένεια που μου δημιουργεί η συγκίνηση και η θαλπωρή του οικείου και του γνώριμου και η κοινή καταγωγή – έχω την τιμή να έχω τον ίδιο γενέθλιο τόπο με τον ποιητή.

Διαβάζοντας τα έργα του Πρατικάκη αισθάνομαι κάθε φορά ότι τα περισσότερα από αυτά λειτουργούν ως μία βιωματική εμπειρία με κεντρικό σημείο και πυρήνα τον  Μύρτο, τον τόπο που γεννήθηκε. Η Κιβωτός (2012) και αμέσως μετά ο Λιθοξόος (2015), τα σημαντικότερα ίσως ή δύο από τα σημαντικότερα έργα μιας τριλογίας που οραματίστηκε, χωρίς να παραβλέπω πολλά από τα προηγούμενα και τα επόμενα έργα του, εμπεριέχουν ολόκληρο τον κόσμο των υλικών, των αισθητικών, των μεταφυσικών και των προσωπικών στοιχείων που διαμόρφωσαν την ποιητική του δημιουργία. Ιδιαίτερα η Κιβωτός, η οποία αναμφίβολα αποτελεί το κορυφαίο ποιητικό έργο του, και θεωρείται ένα από τα σημαντικότερα στο χώρο της ελληνικής ποίησης τα τελευταία πενήντα χρόνια, είναι για τον Μανόλη Πρατικάκη το σπίτι των αναμνήσεών του και των ονείρων του. Ολόκληρο το έργο της Κιβωτού είναι ο σύνδεσμος ανάμεσα στο παρελθόν και στα σπάνια βιώματά του. Όταν λέει π.χ.

 

“… Σε ποιού γκρεμού τ’  ανώφυλλο ο δίκταμος κρεμιέται.

Και πού το μαύρο βόσκει αρνί, πού το σγουρό κοιμάται.

Σε ποιού αγκίσαρου κλαδί χτίζει φωλιά ο σπίνος.

Πότε πλουμίζει η πέρδικα πότε ανθίζει ο κρίνος

και πότε στήνουνε χορό σε λουλουδένιο φράχτη …”

(Κιβωτός, 2012, σ.  26)

 

ο ποιητής με απαράμιλλο λυρισμό και Σολωμόνιο ύφος, ζωγραφίζει και συνδέει τα παιδικά του βιώματα με την παράδοση του τόπου του. Έτσι καταφέρνει, επενδύοντας ποιητικά τα πράγματα να μετασχηματίζει και να κάνει το ασήμαντο σημαντικό και το μικρό σπουδαίο, χωρίς ωστόσο να παραμένει  στην αφηγηματική περιγραφή και στο παρελθόν.

Η φύση με όλα τα στοιχεία και τα συστατικά της, με την πανίδα και τη χλωρίδα της, με τα πρόσωπα που καθόρισαν τη ζωή του, τα βιώματά του και τις επιρροές που δέχτηκε, όλα αυτά συνθέτουν ένα όλο, με κέντρο τον Μύρτο, ο οποίος αποκτά θέση συμβόλου και γίνεται σημείο αναφοράς και πηγή έμπνευσης και φωτός που φωτίζει ολόκληρη τη διαδρομή του. Από εκεί ξεκινά και εκεί επανέρχεται.

 

“ Το Μύρτος με γέννησε. Αυτός ο νωχελικός, αισθησιακός τόπος του

Νότου, που διαμόρφωσε την ποιητική μου θερμοκρασία. Οι ευωδιές του γέμισαν μελωδίες το πνευστό μου στήθος. Αυτά έδωσαν μιαν υφάλμυρη «υγρασία» στη συνείδησή μου. Και όταν ακόμα λείπω, όλος αυτός ο κόσμος ταξιδεύει μαζί μου  …”    (Κιβωτός, 2012, σ.  9).

 

Και πιο κάτω ο ίδιος δηλώνει:

 

“… Από εκείνο το πείσμα. Από εκείνο το φρόνιμα, θαρρώ, έλκει

την καταγωγή της η δική μου ποίηση, ο δικός μου στοχασμός…”

(Κιβωτός, 2012, σ. 17

 

Το στίγμα του έργου και του γενέθλιου τόπου του δίδει ο ίδιος ο ποιητής στο πεντάστιχο προλογικό σημείωμα της Κιβωτού.

 

“… Σαν ένα χάραμα μέσα απ’ το πέλαγος

Σ’ ένα πέτρινο σπίτι.

Γειτονιά σε υγροβιότοπους με τροπικά

πουλιά. Αυτός είναι ο γενέθλιος,

ο μυθικός μου χάρτης.”

 

Από αυτό το χάραμα και από αυτό το πέτρινο σπίτι, χτισμένο στην ασημένια ακρογιαλιά του Λιβυκού, ξεκινά ο ποιητής την δημιουργική του πορεία, καταγράφοντας ποιητικά τις προσωπικές του εμπειρίες από την αγνότητα του παιδιού μέχρι την ωριμότητα του ενήλικά. Και  –επιτρέψτε μου την παρένθεση αυτή– η Κιβωτός είναι ίσως το πιο αντιπροσωπευτικό έργο του Πρατικάκη. Ένα είδος τραγικής αυτοβιογραφίας ή ένα απλό ποιητικό γεγονός, το οποίο όμως με ένα υπερβατικό τρόπο ξεπερνά την απλή εμπειρία και με την μαγεία της τέχνης του, που μόνο εκείνος ξέρει να χρησιμοποιεί τόσο καλά, οδηγεί τον αναγνώστη προς την αυτογνωσία του ίδιου και τη γνώση του σύμπαντος κόσμου.

Ο Μύρτος και ο ποιητής λειτουργούν ως ενιαίο όλο και προσπαθεί, ως άλλος Νώε, να διασώσει, από τον επερχόμενο “κατακλυσμό” των αρνητικών εξελίξεων, ως πολύτιμα μαργαριτάρια, όλα τα στοιχεία του τόπου του. Εξ ου και ο τίτλος του έργου “Κιβωτός”.

 

“… Βάλε τη θεά της Μύρτου πρωτότοκη στην Κιβωτό. Και δεηθείτε…

… Της λύπης όλα πάρε. Πάρε τα θεά…” {Κιβωτός,  2012, σ. 93).

 

Στην Κιβωτό, χρησιμοποιώντας την ποιητική του τέχνη, απεικονίζει τη γενέθλια γη με τρόπο που δηλώνει έμμεσα αλλά με σαφήνεια τη δική του υπαρξιακή ανησυχία. Και προσπαθεί επίμονα να κρατήσει ζωντανό τον ομφάλιο λώρο και τη νοσταλγία του προς τον παράδεισο της παιδικής του αθωότητας και τον σεβασμό του προς τα πρόσωπα που καθόρισαν τη ζωή του. Ξεχωριστή θέση έχει το πρόσωπο της μητέρας του, την οποία σέβεται και εκτιμά τόσο πολύ,

ώστε να είναι πολύ κοντά στην αγιοποίησή της.

Από τους πολυγραφότερους και πιο πολυβραβευμένους σύγχρονους ποιητές ο Μανόλης Πρατικάκης, φαίνεται να υπόκειται στις αντίρροπες έλξεις δύο πόλων, που εξακολουθούν να τον μαγνητίζουν: Ο ένας πόλος είναι η πραγματικότητα των αισθήσεων, στα πλαίσια του χώρου και του χρόνου, της ιστορίας, της συλλογικής μνήμης και του κοινωνικού γίγνεσθαι. Ο άλλος πόλος είναι η ανθρώπινη ύπαρξη με απεριόριστα χωρικά και χρονικά όρια. Έτσι, πολύ απλά και εύκολα ανάγεται από τον άνθρωπο του γενέθλιου τόπου του στον συμπαντικό, στον οικουμενικό άνθρωπο.

Στα ποιήματά του συχνά υμνεί τη φύση και το ζωικό βασίλειο. Τη φύση και τα ζώα που είναι καταχωρημένα στο βιβλίο των αναμνήσεων της παιδικής και εφηβικής του ηλικίας. Εκεί βρίσκει την ηρεμία που του στερεί η σύγχρονη μηχανιστική αντίληψη του δυτικού κόσμου. Πρόκειται για ένα ποιητή φυσιολάτρη. Στη συλλογή «Η μαγεία της μη διεκδίκησης» υπάρχουν ελάφια, σκυλιά, πέρδικες, δελφίνια κ.ά. (σσ. 110-111). Ο Πρατικάκης είναι οντολογικά δεμένος με τη φύση. Όπως δείχνει το ποίημα «Το ελάφι» από την παραπάνω συλλογή,

 

“… Αύριο λέω να βαδίσω με τις ρίζες

των δέντρων  …”

 

ο ποιητής αισθάνεται μέρος της φύσης και ταυτίζεται με αυτή, ενώ στο ποίημα «Ο κοκκινολαίμης»,

 

“…  Σοφήν γευματίζει ευφροσύνη.

Πώς φέγγει

μες στη σιωπή του, τι αχειροποίητα φτερά …”

(Η μαγεία της μη διεκδίκησης «ο κοκκινολαίμης», σ. 98).

 

παρατηρεί και υπογραμμίζει τη σοφία της απλότητας. Και ακολουθεί αμέσως η επιθυμία του ανθρώπου να απαλλαγεί από τον ορθολογισμό του δυτικού πολιτισμού.

 

“… Λέω να  ‘χτιζε τη φωλιά του μες στη μνήμη μου

να μου γυρίσει μυρωμένο

θυμάρι ο θυμός …”

(Η μαγεία της μη διεκδίκησης «ο κοκκινολαίμης», σ. 98).

 

Με αυτό τον απλό, αλλά αδιαμφισβήτητα σωστό τρόπο προσδίδει στις απλές εικόνες συμπαντική διάσταση. Είναι χαρακτηριστικοί οι παρακάτω στίχοι, με τους οποίους  επιβεβαιώνεται η άποψη αυτή.

 

“… Σκορπισμένος στη νυχτερινή γαλήνη ένα με το καθετί.

Τα μόριά μου ένα με τα μόρια του άμμου.

Οι φλέβες παραπόταμοι κατέβαιναν στη θάλασσα,

Εκεί που σμίγουν όλα τα νερά …”

 

Μανόλης Πρατικάκης

 

Αν περιοριστούμε στα παραπάνω ίσως θα νόμιζε κανείς ότι ο Πρατικάκης λειτουργεί ως ένας απλός αφηγητής. Αλλά δεν πρόκειται για απλή καταγραφή των εμπειριών και των πραγμάτων. Από τα προσωπικά του βιώματα, τα οποία είναι εμφανή στην ποίησή του, προκύπτει η προσωπική του φιλοσοφία για τον άνθρωπο, τον κόσμο και τη ζωή. Καταφέρνει, συσχετίζοντας τη φιλοσοφική ενατένιση με την απλή γνώση και την περιγραφή, να ισορροπήσει όλα αυτά και χρησιμοποιώντας τον συμβολισμό, την φαντασία, τον ρομαντισμό και τον λυρισμό, δίδει στίχους με σημαντικό φιλοσοφικό περιεχόμενο και υψηλή αισθη-τική απόλαυση. Έτσι η ποίηση του Πρατικάκη, ενώ είναι βαθιά φιλοσοφική δεν χάνει σε αισθαντικότητα και λυρισμό. Και, βέβαια, διατηρεί πάντα το κύριο χαρακτηριστικό του, που είναι η αγωνία του για τη ζωή, τον θάνατο και τη θέση του ανθρώπου στη μεταφυσική του διάσταση.

Η βιωμένη εντοπιότητα, όπως χαρακτηριστικά την ονομάζουν κάποιοι μελετητές του έργου του (π.χ. Γεραντούδης, Νικοπούλου κ.ά), λειτουργεί ως στοιχείο για τον επαναπροσδιορισμό της αλλοτριωμένης ταυτότητας από τον τρόπο ζωής και την κοσμοαντίληψη του δυτικού κόσμου.

Στο έργο του Πρατικάκη συνυπάρχουν δύο έννοιες:  η βαθιά ελληνική που ανακαλεί ρίζες πατρογονικές και η οικουμενική, που παραπέμπει σε αναζητήσεις πανανθρώπινες και αρχέγονες. Η Κιβωτός της μνήμης για τον χαμένο παράδεισο του γενέθλιου τόπου, προσαράσσει στο όρος Αραράτ και υπόσχεται την συμπαντική μέθεξη του ενθάδε και του επέκεινα με την θαυματουργική  ενέργεια της ποίησης.

Στη συνέχεια ο ποιητής της σωστικής Κιβωτού μεταπλάθεται σε Λιθοξόο, μεταστοιχειώνοντάς την σε απέραντο και υπαίθριο λιθοξοείο του ποιητικού του εργαστηρίου. Και λειτουργεί ο ίδιος ως πολύτροπος τεχνουργός πολύτιμων λίθων της ακατέργαστης γηγενούς πέτρας, καθώς ξέρει με τη μαστοριά της σμίλης του να λαξεύει και να λειτουργεί ω ς ένθεος μύστης, για να θυμηθούμε τον Σωκράτη λιθοξόο[i], ο οποίος κατά τον Πορφύριο αποφαίνεται ότι ο ποιητής “… ου πρότερον οίος τε ποιείν πριν αν ένθεος τε γένηται …” (Χατζηπαναγή Χρ.,  2019,  σ.  136).

Μερικές φορές διευρύνει τα όρια της γενέθλιας γης και τείνει να δίδει συμπαντική διάσταση. Αν προσέξουμε το έργο του “Η κοίμηση και η ανάσταση των σωμάτων του Δομήνικου” (εκδόσεις Νεφέλη, 1997), θα παρατηρήσουμε ότι, όπως ο ίδιος δηλώνει, “Η Κρήτη του έδωσε τη ζωή και τη γραφίδα”, κατά παράφραση του στίχου “Η Κρήτη του έδωσε τη ζωή και τα πινέλα”, η οποία περιλαμβάνεται σε ένα σονέτο του Ισπανού ποιητή Παραβιθίνο[ii], αφιερωμένο  στον Δομήνικο Θεοτοκόπουλο.

Αλλά ακόμη περισσότερο ενδεικτικοί για την διεύρυνση των ορίων και την συμπαντική διάσταση του γενέθλιου τόπου του ποιητή είναι οι παρακάτω στίχοι:

 

“… Ο αγρός και όλη η περιοχή του Μύρτου, ακόμη αγεωγράφητα,

με το κέντρο τους παντού και την περιφέρειά τους πουθενά,

από Ευφράτη, Νείλο, Γάγγη έως Αμαζόνιο  …”.

(Κιβωτός, 1912, σσ. 97,98).

 

Έτσι, μέσα στη γενική απροσδιοριστία των ορίων του ο Μύρτος ευφυώς επεξέτεινε τον οδικό του χάρτη και αδιάκοπα κινείται από το ελάχιστο στο άπειρο και από το ανείπωτο ως τον ουρανό.

Διαβάζοντας και ξαναδιαβάζοντας τα έργα του Μανόλη Πρατικάκη ένιωσα πόσο βαθιά Κρητικός είναι και πόσο βαθιά κρητικές είναι οι ρίζες του και ταυτόχρονα πόσο εύκολα ξεπερνά την Κρήτη – εδώ βγαίνει έξω από τα στενά όρια του γενέθλιου τόπου – και μεταστοιχειώνεται σε παγκόσμιο πολίτη, παίρνοντας έτσι οικουμενικές διαστάσεις.

 

“…Αυτοί οι βράχοι, αυτές οι οσμές, ο αέρας και τα κύματα ήταν / η μόνη μας κληρονομιά. Αυτοί οι φεγγίτες. Αυτός ο έρωτας  του «ανείπωτου». / Από εδώ έρχομαι και από εδώ φεύγω , ως τα πέρατα της γης…”

(Κιβωτός, 2012, σ. 18).

 

Ένα ενδιαφέρον στοιχείο στην ποίηση του Πρατικάκη είναι ότι η σχέση του ποιητή με τον γενέθλιο τόπο του δεν περιορίζεται στη φύση, στην τοπολογία, αλλά επεκτείνει τη σκέψη του και τη ματιά του και στα πρόσωπα που κατοικούν σ’ αυτό τον τόπο. Να μερικά από τα πολλά παραδείγματα:

 

“…Το χέρι του γιατρού Παπαγεωργίου που άγιασε αφήνοντας κρυφά ένα χαρτονόμισμα κάτω από το μαξιλάρι του φτωχού αρρώστου…”.

(Κιβωτός, 2012, σ  83)

 

Η ξεκαρδιστική περιγραφή των ερώτων του Καλέ Γιωργάκη, του ψαρά από το νησί Σύμη που ξέμεινε στο χωριό, με τη σύντροφό του το Καλλιώ.

 

“… Κάμε τα μπράτσα σαλαμάστρα σε τούτη τη νυχτερινή / κωπηλασία,

να ζευγαρώσει το κουπί με τους σκαρμούς / της γλαροπούλας μας…”

(Λιθοξόος, 2015, «Ο καλέ Γιωργάκης»,, σ. 73).

 

Ο Βροντινός, αγέρωχος τύπος της Κρητικής λεβεντιάς, που κατέβηκε από τα όρη στον κάμπο.

 

Η υποδοχή του Νίκου Μιχαλάκη. Όταν επέστρεψε από την Τσεχία, όπου ήταν αυτοεξόριστος τριάντα χρόνια, καταδικασμένος σε θάνατο από το στρατοδικείο, λόγω κοινωνικών φρονημάτων, πήγε στην εκκλησία του χωριού, γονάτισε μπροστά στην εικόνα του Χριστού και είπε: “Κύριε, σ’ ευχαριστώ που με βοήθησες και δεν λέρωσα τα χέρια μου με αδελφικό αίμα …”

(Κιβωτός, 2012, σσ 83-84)

 

Σ’ αυτό τον τόπο, που ενώ είναι μικρός και συγκεκριμένος, ο ποιητής με την αξεπέραστη ποιητική του δεξιότητα, καταργεί (ποιητική αδεία) τα όρια και παίρνει διαστάσεις οικουμενικές, Ο μικρόκοσμος γίνεται συμπαντικός, γίνεται ολόκληρη η οικουμένη (Μαρκόπουλος, 1981, σ. 177).

Ένα άλλο στοιχείο που διατρέχει ολόκληρη την ποίηση του Μανόλη Πρατικάκη είναι η τάση του ποιητή για απελευθέρωση του ανθρώπου από τα δεσμά της καθημερινότητας, χρησιμοποιώντας κοντινά του πρόσωπα. Αυτό προσπαθεί να μας πει στη συλλογή «Η παραλοϊσμένη». Ποια είναι η παραλοϊ-σμένη; Μια ψυχή (η θεία Αναστασία), μεταμορφωμένη σε μια ύπαρξη αρχέγονης γυναίκας, αλλά με ένστικτο βαθύ και αναλλοίωτο, που επιχειρεί μια απελπισμένη απόδραση από τις κάθε είδους ορατές και αόρατες φυλακές, όπου πολλές φορές εν αγνοία μας είμαστε τρόφιμοι. Με απλά λόγια, λοιπόν, η παραλοϊσμένη μας αποκαλύπτει ένα σύστημα μέσα στο οποίο οι άνθρωποι εγκλωβίζονται σιγά σιγά και από εκεί κι έπειτα αυτό καθορίζει την ύπαρξή μας. Είναι χαρακτηριστικοί οι στίχοι:

 

“… Εκείνη (η παραλοϊσμένη) βλέπει (τους ανθρώπους) και τους λυπάται

στην απόκρημνη όχθη σαν φυλακισμένη

από άλλη ουσία φυλακής.

Μοιάζει να είναι σε άσυλο.

Μια ολόκληρη ζωή κλεισμένοι

και σαν μόνοι τους να ζήτησαν εκείνη τη βουβή ασυλία…”

 

Η εικόνα αυτή μας θυμίζει τον “μύθο του σπηλαίου” του Πλάτωνα[iii]. – είναι  σαφές, ότι ο ποιητής είναι επηρεασμένος από την Σωκρατική φιλοσοφία. Όπως οι άνθρωποι του Σωκράτη, καθώς βλέπουν τις σκιές των μαριονέτων που είναι πάνω στο τείχος μπροστά από το σπήλαιο και τη λάμψη του φωτός  που είναι πίσω από το σπήλαιο, κάποιοι καταφέρνουν να βγουν από το σκοτεινό σπήλαιο στο φως, δηλαδή στην γνώση, έτσι και οι “φυλακισμένοι” του Πρατικάκη κάνουν ή πρέπει να κάνουν προσπάθεια για να περάσουν στο φως, στη γνώση. Όσοι κατορθώσουν να φτάσουν στη γνώση δεν θα αποτελούν πλέον αντικείμενο εκμετάλλευσης από τους δημαγωγούς και θα είναι χρήσιμοι στους εαυτούς τους και στο κοινωνικό σύνολο.

Και καθώς δεν παύει να συλλογιέται, να νοσταλγεί και να υμνεί τον τόπο του, επιστρέφει «με τα αποδημητικά πουλιά του νότου του», για να ριζώσει με τα τέσσερα θεϊκά αρχέτυπα της συμπαντικής φύσης:  τη γη, τον αέρα, το πυρ και το ύδωρ, όπως τα ενορχηστρώνει στο πρώτο ποίημα της συλλογής Λιθοξόος “Κατά πρόσωπο στην Όστρια”. Και ενώ φαίνεται για μια στιγμή να πελαγοδρομεί και να προβληματίζεται  ανάμεσα στο φεύγα και στον γυρισμό,

 

“… Κι ο ποντοπόρος πόθος: ο αιώνιος απόπλους …”,

(Λιθοξόος. 2015,, «Κατά πρόσωπο στην Όστρια», σ. 20)

 

αμέσως μετά υπερισχύει ο νόστος και με κατανυκτική ικεσία δέεται:

 

“… Ω άνεμοι, άνεμοι, φυσήξτε ούριοι στο πικρό στέρνο μας, /

να γνωρίσουμε κι εμείς οι από πάντα /

εξόριστοι τη χαμένη μας πατρίδα /

 

Εδώ που κατοικούν τα εξόριστα όνειρα/

είναι το σπίτι μας, πελαγίσιοι …”

(Λιθοξόος, 2015,  σ. 20).

 

Κι ενώ ασχολείται με τις μεταμορφωτικές εικόνες στη νήσο Χρυσή, ξαφνικά

εμφανίζεται η φιλοσοφική διάθεση και ταυτόχρονα η μεγάλη αλήθεια που καθορίζει ή πρέπει να καθορίζει την ποιότητα της ζωής του ανθρώπου. Είναι ενδεικτικοί οι παρακάτω στίχοι.

 

“… Το μίσος είναι η αγάπη των ητημένων.

Η φρικτότερη πείνα είναι η αφθονία.

Η κενότητα φωλιάζει στης απληστίας

το κοσμικό χοιροστάσιο…”

(Λιθοξόος «Κατά πρόσωπο στην Όστρια», VI, σ. 19)

 

Και μια και αναφερθήκαμε στις μεταμορφωτικές εικόνες, αξίζει να σημειώσουμε, ότι αυτή η τεχνική της μεταμόρφωσης και μεταστοιχείωσης των πραγμάτων παρατηρείται στον Λιθοξόο πολύ έντονη και δίδει στον αναγνώστη μια ιδιαίτερη αισθητική απόλαυση. Το νησί γίνεται «απόντιστη» ναυαρχίδα, που λαμποκοπά στα κύματα σαν μια χρυσή σχεδία. Οι κέδροι του Λιβάνου, που είναι ριζωμένοι στο νησί, γίνονται κουπιά και κατάρτια, ενώ ολόκληρο το νησί με όλα όσα υπάρχουν πάνω του είναι μια νηοπομπή, που φεύγει και φεύγε προς το άπειρο !

 

“…Η νήσος Χρυσή – δεν ήταν νησί – έλαμπε μέσα μας/

με δώδεκα σειρές κουπιά …”

 

με χίλια κέδρινα κατάρτια έφευγε κι έφευγε η νηοπομπή/

ως το άπειρο …”

(Λιθοξόος, 2015, σ. 19)

 

Ταυτόχρονα αναπολεί το παρελθόν με τα παιδικά και τα νεανικά του βιώματα και τις αναμνήσεις από μια παλιότερη εποχή αγνή και ταυτόχρονα ονειρική. Το ομολογεί ο ίδιος με τον στίχο. “…Εδώ ενεδρεύει όλο μας το παρελθόν …” (Λιθοξόος, 2015, σ. 22), Και θέλει – επιβάλει  στον εαυτό του – να παραμένει ονειρικά στο νησί αυτό να διατηρεί τον δεσμό του με τον τόπο του “…Εδώ τα εξόριστα όνειρα μόνο κατοικούνε …” (Λιθοξόος. σ. 44). ”… Από εδώ φεύγω και εδώ επιστρέφω…”.

 

Δεν μπορώ να αντισταθώ στον πειρασμό, με κίνδυνο να κατηγορηθώ ότι απομακρύνομαι από το θέμα μου, και να υπογραμμίσω την τεχνική που χρησιμοποιεί ο Πρατικάκης, η οποία διατρέχει ολόκληρο το ποιητικό του έργο και δίδει στον αναγνώστη μια απαράμιλλη αισθητική απόλαυση. Στο ποίημα «Το κεράκι της αγάπης» ο λυρισμός απογειώνεται τόσο πολύ, ώστε ο στίχος πετάει την ψυχή σου στον ουρανό και βάζει το νου σου να χορεύει ασταμάτητα, ενώ το κορμί σου ολόκληρο δονείται προκαλώντας υψηλούς αισθησιακούς κραδασμούς. Τι άλλο μπορεί να αισθανθεί κανείς όταν διαβάζει τους παρακάτω ρομαντικούς δεκαπεντασύλλαβους στίχους, που μας θυμίζουν το ύφος του Εθνικού μας

ποιητή Σολωμού;

 

“… Μικρό κρινάκι στο γιαλό, ανθός μες στην αλμύρα, /

το φως της καλοσύνης σου καθώς νικάει τη μοίρα…/

 

Εκεί στου Μύρτου το γιαλό που ανθίζουν τα μανούσα /

για μια στιγμή σε κοίταξα, τον ουρανό θωρούσα…” /

(Λιθοξόος, «Το κεράκι της αγάπης», σσ.  62, 63).

 

Και ενώ ολόκληρο το είναι σου ταρακουνιέται και λικνίζεται ανάμεσα στα λουλούδια ενός ανθοπερίβολου συναισθημάτων και ανατάσεων, εμφανίζεται μπροστά σου η έντονη ανησυχία του ποιητή, λόγω των αρνητικών εξελίξεων και των συμπτωμάτων σήψης που χαρακτηρίζουν τη σημερινή κοινωνία και η τραγικότητα για το κορίτσι που επιχειρεί ανέμελο και ανίδεο να μπει στον κόσμο των προβλημάτων και της ανασφάλειας, με στίχους από το παραπάνω ποίημα (σ. 62), που θυμίζουν την ποίηση ενός άλλου μεγάλου Έλληνα ποιητή, του Ρίτσου.

 

“ … Πού πας, κορίτσι ανέγγιχτο, σε πισσωμένο κόσμο. /

Πού πας σε γιάλινο καιρό και σπαταλάς το φως σου…”/

 

Τέλος, καθώς συλλογιέται, νοσταλγεί και υμνεί τον τόπο του ο ποιητής, επιστρέφει «με τα αποδημητικά πουλιά του νότου του». Και έπειτα ονειρεύεται ένα ωραίο τροπικό λιβάδι κοντά στο χωριό, σε ένα κτήμα του στον ποταμό. Κι έβαλε μπρος. Ξεχέρσωσε και καλλιέργησε το χωράφι. Φύτεψε πολλά τροπικά δέντρα. Και ξόδεψε χρήματα. Αλλά δεν τον νοιάζει. Θέλει μόνο να τα βλέπει. Και κάθε φορά που τα κοιτάζει αναγαλλιάζει η ψυχή του, όπως αναγάλλιαζε η ψυχή του άλλου νομπελίστα ποιητή μας, του Ελύτη, κάθε φορά που κοίταζε το πέλαγος.

Ας μου επιτραπεί να τελειώσω με μια αποστροφή σε ένα χειρόγραφο σημείωμά του, που μού έστειλε παλιότερα με τη συλλογή «Οντοφάνεια»: «…Κώστα, δες σε πόσα σημεία υπάρχει ή ανακαλείται ο Μύρτος. Που από φυσικό τοπίο γίνεται αισθητικό και πνευματικό γεγονός. Δηλαδή, τελικά τόπος αυτοσυνειδησίας, καθώς προεκτείνει ως τις μέρες μας την αθωότητα και την αμεριμνησία που μας είχε χαρίσει. Με άλλα λόγια προεκτείνει ως εμάς, τα παιδιά που υπήρξαμε, και μας εμποδίζει να μεγαλώσουμε…».

Το στοιχείο αυτό είναι σαφής, ομολογία και ταυτόχρονα έκφραση επιθυμίας για μια ήρεμη, αθόρυβη, υπαρξιακή, σχεδόν οντολογική  προσπάθεια, επιστροφής στη γενέθλια γη και στα απλά και γνήσια σχήματα ζωής του παρελθόντος. Στα στοιχεία που μας συνθέτουν και μας συνέχουν, γιατί έτσι πετυχαίνει την απόδρασή του από τη βάρβαρη ζωή του «σύγχρονου» πολιτισμού.

 

 

 

* Ο Κώστας Χρηστάκης είναι Ειδικός Πάρεδρος ε.τ. του Παιδαγωγικού Ινστιτούτου

 

 

_____________

[i]  Σύμφωνα με τον Πορφύριο ο Σωκράτης ακολούθησε κατ’ αρχήν το επάγγελμα του πατέρα του,

ο οποίος ήταν λιθοξόος. Λέγεται, ότι εργάστηκε ως λιθοξόος στο έργο της ανέγερσης του Παρθενώνα. Αργότερα τον κέρδισε η φιλοσοφία και έκτοτε ασχολήθηκε μόνο ως φιλόσοφος και θεωρείται μέχρι σήμερα παγκόσμια ο ύπατος των φιλοσόφων.

[ii] Ο Ορτένσιο Φέλιξ Παραβιθίνο ήταν στενός φίλος του Θεοτοκόπουλου. Μετά τον θάνατο του ζωγράφου έγραψε ένα ποίημα αφιερωμένο σε εκείνο, για να τον τιμήσει. Στο ποίημα αυτό αναφέρεται η στενή σχέση του Θεοτοκόπουλου με το Τολέδο.

[iii]  Ο Σωκράτης, δυόμισι χιλιάδες χρόνια περίπου πριν, έδινε μεγάλη σημασία στην εκπαίδευση και στην μόρφωση. «Ο μύθος του σπηλαίου» έχει συμβολική σημασία. Παριστάνει τον κόσμο των απαίδευτων (αμόρφωτων) ανθρώπων να κατοικούν μέσα σε ένα σπήλαιο σκοτεινό αλυσοδεμένοι, ώστε να μην μπορούν να στρίψουν το κεφάλι τους δεξιά και αριστερά, για να δουν το φως  δηλαδή τη γνώση που είναι πίσω από το τείχος που είναι μπροστά στο σπήλαιο κλπ. (Για περισσότερες πληροφορίες κοίταξε:  Πλάτωνα πολιτεία, βιβλίο Ζ).

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top