Fractal

Διήγημα: “Ο διψασμένος γάιδαρος”

Του Κωνσταντίνου Λίχνου //

 

 

 

 

Ο διψασμένος γάιδαρος

 

Πλάι στον περιφερειακό δρόμο για τ’ Αγρίνιο, βρίσκεται το σπίτι· κ’ η αυλόπορτά του, στέκει μισή οργιά από ‘κείθε που τελειώνει η άσφαλτος. Ύστερα, εκτείνεται μια μακρόστενη αυλή -που τη σκεπάζει μια πολύκλωνη κληματαριά-, πάντοτες ασβεστωμένη, η οποία καταλήγει στην ξύλινη εξώθυρα· βαμμένη σκουροπράσινη, να θυμίζει κυπαρίσσι. Από την άλλη πλευρά, αντιπέρα απ’ τον δρόμο, η γης βαθαίνει απότομα, κι απλώνεται κάμπος μέχρι το ξεροβούνι. Σα βγεις απ’ την πισώπορτα του σπιτιού, βλέπεις μπροστά σου το περβόλι, έναν πετρότοπο, γιομάτο αγκαθερά αγριόχορτα· μα μπορείς να αγναντέψεις και τα γειτονικά, τα εύπορα, με καρπούς να κρέμονται απ’ τα κλαδιά κάθε δέντρου. Κι αν θες να διαβείς απ’ την πίσω αυλή στο κτήμα, με φυτεμένα τα καπνά, πρέπει να κατέβεις την πετρόχτιστη σκάλα, πρώτα, και, μετά, να βαδίζεις στο περβόλι, ανάμεσα από ελαιόδεντρα -ακλάδευτα ακόμη- και μερικούς ευκάλυπτους με ξεφλοιδομένους κορμούς· να φτάσεις στο ρέμα, μονίμως ξερό εφέτο απ’ την αναβροχιά, να διασχίσεις το κυρτό γιοφύρι, κι ύστερα να εύρεις τον φράχτη του χωραφιού.

Τριάντα χρόνια κάνω τη διαδρομή τούτη, και θα την κάμω και σήμερα· ευθύς, μόλις αποτελειώσω τον καφέ που μου ’ψησε, η Βασίλω. Στρέφω τα μάτια μου στο παράθυρο, βλέπω πως έφεξε και το φως τού ήλιου αντανακλάται στο τζάμι· χαμηλώνω τα βλέφαρα, μα δεν το αποφασίζω να σηκωθώ. Συνεχίζω να κάθομαι, σε μια ξεχαρβαλωμένη ξύλινη καρέκλα, που τρίζει, στο στρογγυλό τραπέζι τής κουζίνας. Τείνω το ζερβό μου χέρι εμπρός, πιάνω το φλιτζάνι με τα δάχτυλα, κι αφού το ανασηκώσω δυο εκατοστά, καταλαβαίνω πως ο καφές έχει σωθεί. Η Βασίλω, στέκεται μπροστά απ’ τον νεροχύτη και πλένει τα κουζινικά μουρμουρώντας. Καλύτερα, να κινήσω για το κτήμα τώρα, μπας και γλιτώσω τη γκρίνια της. Στηρίζω τη δεξιά παλάμη στο γόνα μου, βάζω δύναμη στους μύες και ορθώνομαι. Αδράχνω το σακάκι και με τα δυο μου χέρια, που ‘ταν ακουμπισμένο στην πλάτης τής καρέκλας, το φορώ, κ’ ύστερα, παίρνω το δισάκι μου και το κρεμώ στον ώμο -το ’χα έτοιμο αποβραδίς, τυλιγμένο σε μια σκουριασμένη πρόγκα στον πέτρινο τοίχο-, και βλέπω τη Βασίλω να κάμει τον σταυρό της, λες και είναι θάμα που θα πάω για δουλειά. Πλησιάζω την πόρτα, απλώνω το χέρι το ζερβό και με την παλάμη αγγίζω το πόμολο, στρέφω το χερούλι, την ανοίγω και διαβαίνω το κατώφλι· μα, προτού προλάβω να φύγω, μου φωνάζει, η Βασίλω, «Να πάρεις το σακί με τ’ αποφάγια για το χοιροστάσι. Μην το παρατήσεις ξανά, για να στο φέρω, εγώ».

«Θα το πάρω», απαντώ, σουφρώνοντας τα χείλη.

«Και να ποτίσεις τον γάιδαρο. Μην τ’ αστοχήσεις πάλε»

«Δεν θ’ αστοχήσω», αποκρίνομαι, καταπίνοντας το σάλιο μου.

«Άντε, πάνε! Και μην ξημερωθείς στον καφενέ κι απόψε. Μετά το χτήμα, να ’ρθεις στο σπίτι, να με βοηθήσεις να μπελονιάσουμε τα καπνόφυλλα»

«Βρε, άντε παράταμε. Που θα μου πεις και πώς θα κάμω…», της απάντησα βροντόφωνα, κι έκλεισα απότομα την πόρτα ξωπίσω μου.

Στάθηκα για λίγα δεύτερα ακίνητος, μπροστά απ’ την κλειστή πόρτα, κοιτώντας τον κάμπο, κι αφού, η Βασίλω, δεν έβγαλε άχνα, κίνησα για το κτήμα. Και με τα δυο χέρια, σήκωσα τον γιακά τού σακακιού μου, γιατί το πρωινό αγέρι ήταν ψυχρό, κι άρχισα, βήμα βήμα, να κατεβαίνω τη σκάλα. Έφτασα στο τελευταίο σκαλί, κοντοστάθηκα πάλι, ψαχούλεψα την αριστερή τσέπη τού παντελονιού μου με τα ακροδάχτυλα του χεριού, βρήκα ένα τσιγάρο και το ’φερα στα χείλη. Κατόπιν, πήρα με το δεξί μου χέρι το τσακμάκι απ’ την τσέπη τού σακακιού, το ζύγωσα στο πρόσωπό μου, άναψα το σιγαρέτο, κ’ ύστερα, σάλτισα και με τα δυο μου ποδάρια, προσγειώθηκα στο χώμα τού περιβολιού, κ’ άρχισα να βαδίζω κατά το χοιροστάσι -για να ποτίσω τον γάιδαρο και να ταΐσω τα ζωντανά. Πατώντας στο νωπό χώμα, σηκώνω το ζερβό μου πόδι να κάνω το πρώτο βήμα, μα νιώθω αλαφρύς, σα να λησμόνησα κάτι. Δε βαριέσαι, σκέφτομαι, ό,τι και ναι, αποκλείεται να μην μπορώ να κάνω δίχως αυτό, και συνεχίζω να περπατώ. Περνώ με βήμα αργό, ανάμεσα από τις ακλάδευτες ελιές και τους ευκαλύπτους, ενώ φυσά αγέρι, που ταρακουνά τις φυλλωσιές των δέντρων κι ανακατώνει τα αχτένιστα μαλλιά μου. Το τσιγάρο, που κρατώ στα δάχτυλα του αριστερού χεριού, πέφτει καταγής, καμπουριάζω ελαφρώς το κορμί, γέρνω την κεφαλή προς τα κάτω για να το βρω τ’ αποτσίγαρο και κοντοστέκομαι, μέχρι να το πατήσω με τον πάτο τού παπουτσιού, να το σβήσω. Ορθώνω το κορμί ξανά και κάνω μερικά βήματα, για να φτάσω στο ρέμα και να διασχίσω το πέτρινο γιοφύρι. Φτάνω στο γεφύρι, πατώ στην τραχιά και σκληρή επιφάνεια, κ’ αρχίζω να σέρνω τα βήματα τρίβοντας τις σόλες των υποδημάτων μου, για να αποκολληθεί το χώμα που είχε πηχτώσει πάνω τους. Καθώς βαδίζω, στρέφω το βλέμμα πότε αριστερά και πότε ζερβά τού γεφυριού και τηράω την ξερή κοίτη τού ρέματος να είναι γιομάτη απόκλαδα και τσακισμένες βέργες ελιάς.

Αφού διέσχισα το γεφύρι κι έφτασα εμπρός στον φράχτη, στάθηκα, έτεινα το δεξί χέρι κατά το πορτόνι, το άδραξα με την απαλάμη απ’ την πάνω άκρη του, κι αφού ήταν άδετο, όπως πάντα, το έσυρα προς το μέρος μου. Περνώ την περίφραξη, εισέρχομαι στο κτήμα, την «Καρούτα», όπως την έλεγαν ο παππούς κι ο πατέρας μου, αφήνω το πορτόνι ανοιχτό, στρίβω το κορμί ενενήντα μοίρες κατά τα ζερβά, κι αρχίζω να βαδίζω περιμετρικά τού καπνοχώραφου, επάνω σε αγριόχορτα, παρασέρνοντας τσουκνίδες σε κάθε μου βήμα, για να φτάσω στην αγριοσυκιά και να στρίψω πάλε ζερβά προς το χοιροστάσι. Δεν προκάμω να κάνω δυο βήματα, όμως, και, καθώς σηκώνω το βλέμμα, παρατηρώ τον γείτονά μου, τον Ζώη, αξούριστο και ατημέλητο ως συνήθως, να ’ρχεται, με βήμα ταχύ, προς το μέρος μου, διασχίζοντας το ίδιο μονοπάτι, σε αντίθετη με μένα φορά, στο οποίο πορεύομαι κι εγώ. Να δεις, που πάλι απ’ την «Καρούτα» θα ’ρχισε να περνάει, για να φτάσει στο μαντρί του, ο αναθεματισμένος.

Ο Ζώης, ψηλός και χειροδύναμος, σηκώνεται κάθε πρωί τα χαράματα, φορτώνεται τη γυναίκα του, τη Νία, τη βγάζει στην μπροστινή αυλή τού σπιτιού του και την καθίζει σε μια μεγάλη ξύλινη πολυθρόνα, με μαξιλάρες, να τηράει τον δρόμο. Χρόνια άρρωστη, η Νία, παραμένει στη θέση της άπραγη κι αμίλητη, με τις μύγες να τη γυροφέρνουν, και να στέκονται στα μούτρα της, δίχως να μπορεί να αντιδράσει. Ο Ζωής, φεύγει και πηγαίνει στο μαντρί, για να μαζέψει τα γιδοπρόβατα και να τα οδηγήσει στο βοσκοτόπι τους, αλλά γυρνάει όσο γρηγορότερα μπορεί, για να την ξαπλώσει και πάλι στο κρεβάτι της, προτού τη ζεματήσει ο ήλιος. Διασχίζει τον δρόμο αργοκίνητα, αλλά με διασκελισμό μεγάλο, κατεβαίνει την απότομη πλαγία για να φτάσει στον κάμπο, περνάει το ρέμα και φτάνει στο κτήμα, που έχει τη στάνη του. Καμιά φορά, για να γλιτώσει περπάτημα, δεν ακολουθεί τον αμαξωτό χωματόδρομο, αλλά πηδάει τον φράχτη τής «Καρούτας», προσγειώνεται σε κάτι θημωνιές και πηγαίνει όλο ευθεία, παράλληλα με τον δρόμο, για να φτάσει στο μαντρί του.

Καθώς με πλησιάζει, στρέφει την κεφαλί προς το μέρος μου και με κοιτάζει κατάματα, ενώ ζυγώνουμε ο ένας στον άλλον, όμως, με κάθε του βήμα, χαμηλώνει ολοένα το βλέμμα, μέχρι που εστιάζει στο έδαφος, και αρχίζει να σφυρίζει, δήθεν, ανέγνοιαστα. Εγώ, τον κοιτάζω επίμονα, συνοφρυωμένος και μόλις φτάνουμε σε δυο μέτρα απόσταση ο ένας από τον άλλον, κοντοστέκομαι, και του λέγω, «Τι έγινε, Ζώη;»

«Καλημέρα Δημτράκη. Τί να γίνει; Τα ίδια και τα ίδια», αποκρίνεται, και γυρίζει τον λαιμό του κατά το μέρος μουν για να κοιτά καταπρόσωπο.

«Ε, όχι και τα ίδια… Είχαμε συμφωνημένο να μην περιδιαβαίνεις απ’ το κτήμα μου. Παλιότερα, που πέρναγες, τις μισές φορές ξεχνούσες τον φράχτη ανοιχτό κι έπρεπε να τρέχω να τον κλείνω, εγώ. Αρκετές έγνοιες έχω από μόνος μου, δεν θέλω να μου προκαλείς και του λόγου σου»

«Έχει περάσει καιρός από τότε. Ακόμη κρατάς μνημονικό, πως έτυχε να αφήσω δυο φορές ανοιχτή τη φραχτόπορτα; Κι άμα θες να ξέρεις, πήρα άδεια απ’ τη Δημτράκενα, δεν τ’ αποφάσισα μοναχός μου να περάσω απ’ το κτήμα σου», απάντησε, κομπιάζοντας, κι έκανε ένα βήμα παρά πίσω, να απομακρυνθεί από μένα.

«Αντίς να μιλήσεις σε μένανε, πήγες και μίλησες της γυναικός μου, Ζώη;»

«Την απάντησα εψές στον δρόμο κι έτυχε να το φέρει η κουβέντα, Δημτράκη, δεν το ’καμα σκόπιμα», είπε, και σήκωσε το αριστερό του χέρι, το ’φερε σιμά στο μούτρο του και άρχισε να χαϊδεύει τα γένια με τα ακροδάχτυλά του.

«Και τί σου ‘πε, η Βασίλω, δηλαδής;»

«Τί να πει; Μου ’δωκε άδεια να περνάω μια στο τόσο. Μα μόνο τα πρωινά, για να μην σε πετυχαίνω στο διάβα μου»

«Και τί ήθελες να σου πει, Ζώη; Να σ’ αρνηθεί; Δεν θα φοβότανε, γυναίκα πράμα, να σου πει όχι;»

«Γιατί να φοβηθεί, Δημτράκη; Σε καλό σου. Γειτόνοι είμαστε, και τόσα χρόνια δεν έχουμε γυρίσει κουβέντα ο ένας στον άλλον»

«Όσο μυαλό έχεις, εσύ, που πήγες και κανόνισες τις δουλείες με τη γυναίκα μου, αλλά τόσο έχει κι αυτή. Έπρεπε να σου πει να μην την ανακατώνεις και να μιλήσεις με ’μένα»

«Σου μιλάω, τώρα», αντέτεινε, χαμηλόφωνα, σκύβοντας το κεφάλι.

«Τώρα, δεν μου ζητάς άδεια, Ζώη. Μ’ ενημερώνεις πως έχεις το ελεύθερο να κινείσαι καταπώς θέλεις στη δική μου γη»

«Καλά, Δημτράκη μου. Δεν θα ξανασυμβεί. Να χαίρεσαι τη γη σου. Δεν θα στη ματαπατήσω, εγώ», είπε, τονίζοντας την τελευταία φράση του, κ’ ύστερα, απέστρεψε το βλέμμα από πάνω μου, συνεχίζοντας την πορεία του με βήμα ταχύ. Εγώ, στάθηκα για λίγο ακίνητος και τον παρατήρησα να περπατεί, στρέφοντας την κεφαλή κατά το μέρος του· έπειτα, άρχισα να κινούμαι με σταθερό βηματισμό κατά το χοιροστάσι.

Ούτε οκτώ δεν ήταν η ώρα ακόμη, αλλά ο ουρανός ήταν ασυννέφιαστος, κι ο ήλιος φώτιζε κατάλαμπρος, με τη θερμοκρασία διαρκώς να αυξάνει. Ο νοτιάς, διέσχιζε τον κάμπο, τα περβόλια, τ’ αμπέλια, τους ελαιώνες, τους σιτοβολώνες, και τα καπνοχώραφα, μεταδίδοντας μυρωδιές και δροσιά από την πρωινή πάχνη, που πλέον είχε διαλυθεί απ’

τη χλόη και μεταφερόταν ως υδρατμός στον αγέρα. Μαζί με τις οσμές, από κάθε πλευρά, ερχόταν και ήχοι, τιτιβίσματα και κρωγμοί πουλιών και βελάσματα κουδουνίσματα απ’ τα αιγοπρόβατα, που έβγαιναν απ’ τις στάνες τους για να κατευθυνθούν στα βοσκοτόπια. Αραιά και που, μπορούσες να ακούσεις και τα γρυλίσματα των γουρουνιών, από τις διάσπαρτες λιθόκτιστες κατασκευές στις οποίες στεγάζονταν και χλιμιντρίσματα αλόγων, που στέκονται στους αχυρώνες, τρώγοντας σανό.

Βαδίζοντας περιμετρικά τού καπνοχώραφου, έφτασα στην αγριοσυκιά κι έστριψα δεξιά, κατά το χοιροστάσι. Σηκώνω το βλέμμα, κοιτάζω τον χώρο, από δέκα μέτρα απόσταση, καθώς προχωρώ, βλέπω το γουρνοκούμασο, χτισμένο με τσιμεντολιθιές από τον παπούλη μου, βλέπω παραδίπλα, στα ζερβά, την πλατύκλαδη ελιά, όπου δένω τον γάιδαρο, μα γάιδαρο δεν βλέπω πουθενά, η τρηχία φαίνεται να καταλήγει τεντωμένη στο έδαφος και να χάνεται απ’ την όρασή μου μέσα στις αγριομολόχες. Να δεις, που κάτι θα έκανε, ο Ζώης, πάλι, σκέφτομαι, επιταχύνω το βήμα, πλησιάζω την ελιά, που δένω τον γάιδαρο, και βλέπω το ζωντανό ξαπλωμένο καταγής, με τον λαιμό σφιγμένο απ’ τη θηλειά, τη γλώσσα να προεξέχει απ’ το στόμα, τα μάτια διάπλατα ανοιχτά, να βαριανασαίνει και να βαρυγκωμάει σαν ετοιμόγεννο. Απλώνω το ζερβό μου χέρι στον κορμό τού δέντρου για να στηριχτώ, λυγίζω τα πόδια και γονατίζω καταγής. Έχοντας το ’να μου χέρι στην ελιά, χαϊδεύω με τ’ άλλο τον λαιμό τού ζωντανού, κ’ ύστερα, ξεκρεμάω το δισάκι μου απ’ τον ώμο, το απιθώνω καταγής, το ανοίγω και αρπάζω το παγούρι με την απαλάμη μου, το φέρνω στο πρόσωπο, δαγκάνω το πώμα με τα δόντια, τραβάω το παγούρι δυνατά με το χέρι μου, κι αφού το ξεβουλώνω, το γυρνάω απάνω απ’ το στόμα τού γαϊδάρου να τον δροσίσω. Το καψερό, θα δίψασε και προσπάθησε να φτάσει το σατίλι με το νερό, σκέφτομαι, και πετάω κατάχαμα το παγούρι, βάζω απότομα δύναμη στους μύες και σηκώνομαι ολόρθος. Στρέφω, τότες, το βλέμμα κατά την αγριοσυκιά και βλέπω τη Βασίλω να έρχεται τρεχάτη κατά το μέρος μου, έχοντας κρεμασμένο στην αριστερή της ωμοπλάτη το σακί με τ’ αποφάγια. Να, τί ξέχασα, φεύγοντας απ’ το σπίτι. Το φαΐ για τα γουρούνια!

Στρέφω το κορμί ενενήντα μοίρες, προς τη Βασίλω, βλέπω τα χείλη της να ’ναι σφιγμένα, μα πριν προλάβω να της μιλήσω, με ζυγώνει, ρίχνει και με τα δυο της χέρια το σακί εμπρός στα ποδάρια μου και λέει, «Πάλι τ’ αστόχησες τ’ αποφάγια, ανεπρόκοπε!»

«Άσε τ’ αποφάγια, τώρα, γιατί έχουμε πρόβλημα με το γάιδαρο», τις λέγω, και υψώνω τ’ αριστερό χέρι για να της δείξω το ζωντανό, που ’ναι ξαπλωμένο καταγής.

«Πόσες μέρες έχεις να δώσεις νερό στον γάιδαρο, ρε αχαΐρευτε;», με ρωτάει στριγκλίζοντας, ενώ σηκώνει και τα δυο της χέρια, τα φέρνει στο πρόσωπό της και ακουμπάει με δύναμη τις ανοιχτές τις απαλάμες στα μάγουλα.

«Δεν θυμάμαι, βρε γυναίκα. Του ’δωκα τώρα νερό, όμως»

«Τί να το κάμει, τώρα; Τώρα, γκάνιαξε το ζωντανό· αρρώστησε»

«Θα πάω ευθύς να βρω τον Γάκια, που ξέρει από ζώα, να τον φέρω εδώ, να σώσει τον γάιδαρο»

«Τον Ζώη, να πας να φέρεις. Αυτός, ξέρει καλύτερα. Άντε, σύρε!»

«Δεν πάω στον Ζώη. Κι άλλη φορά, μην του ξαναπείς να κάμει ό,τι θέλει στο κτήμα μου»

«Βρε τράβα, τώρα, γάιδαρε. Που κάθεσαι και το συζητάς, ενώ ψοφάει το ζωντανό»

«Πηγαίνω…», ψιθύρισα, κι ευθύς έστριψα το κορμί κατά τη συκιά, για να πάρω, με βήμα ταχύ, τον δρόμο κατά το σπίτι· κι όπως βάδιζα, άκουγα τη Βασίλω να με βρίζει και να με καταριέται.

Ένιωσα το στόμα στεγνό, από την ταραχή και τη δίψα, όλο το νερό το ’χα ρίξει στον γάιδαρο. Θα πάω πρώτα απ’ τον καφενέ, να πιώ λίγο κρασί, να συνέλθω. Κι άμα αργήσω και λίγο να γυρίσω, τί χειρότερο μπορεί να συμβεί; Ό,τι βρισιά είχε να πει η Βασίλω, την έχει πει ήδη. Γκάνιαξα κι εγώ, ο γάιδαρος.

 

 

 

* Πηγή φωτογραφίας: https://www.outdoors.org/

 

 

Ετικέτες:
ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top