Fractal

Διήγημα: “Νύχτες ατημέλητου καλοκαιριού (αποσπάσματα)”

Του Χρήστου Κάρτα // *

 

 

 

 

Νύχτες ατημέλητου καλοκαιριού (αποσπάσματα)

 

Τα κείμενά μου είναι νύχτες ατημέλητου καλοκαιριού. Που βρίσκουν καταφύγιο στα καπέλα μουσικών του δρόμου.

Το θέμα τους ένας μοναχικός περίπατος. Με ξυπόλυτα πόδια. Σε περιοχές της πόλης που ξεχνάνε τ’ όνομά τους. Για να χωρέσουν αμετάκλητα τον κρότο του προσωρινού.

 

 

Τι είναι το προσωρινό;

 

 

Η τιμωρία για τη ματαιοδοξία του ονείρου μας.

 

 

Απόψε στο παραλιακό μέτωπο. Φυσάει η σιωπή. Μιας τηλεφωνικής συνομιλίας.

Τα χέρια του παιδιού που έκρυβα στις τσέπες μου. Χάσανε το πολιτικό τους άσυλο στις κακουχίες ενός κάστρου από άμμο.

Μείνανε μόνο κάτι απορρυπαντικά επιχειρήματα. Που λέξη – λέξη εξασθενούν.

Όπως τα πρόσκαιρα τραγούδια. Που ακούγονται για ένα μόνο καλοκαίρι.

 

 

Περνώντας άφησες στο σώμα μου. Κάτι χάδια. Νυχτερινά δρομολόγια.

Εκδρομές με την υπερταχεία. Μέσα από ανυπόστατα τοπία. Ξέπνοης παραθέρισης.

Με εισπράκτορα κάποια απρόσωπη παρόρμηση. Φοιτητικής ζωής. Που όταν έφτασε η ώρα να πληρώσω. Παρερμηνεύτηκε και λογοκρίθηκε. Απ’ τις επικοινωνιακές μου ικανότητες.

 

 

Γεννήθηκα ανάμεσα σε δύο φλέβες από ατσάλι για να μπορώ να εκθέτω τους νευρώνες μου γυμνούς στο νερό του ταξιδιού.

 

 

Άφησέ με. Να χαθώ μαζί σου, ακόμα μια φορά. Στα επιφωνήματα της πόλης.

Τώρα η θλίψη θα είναι αξιόπιστα άοπλη. Και οι αφύλακτες διαβάσεις της φυγής

αποκλεισμένες. Από πυροσβεστικά ποιήματα.

 

 

Το ταβερνάκι έκλεινε. Μα το κρασί κυλούσε άφθονο στο αίμα της παρέας. Σαν ισχυρό αναλγητικό. Για τη σχισμή της τελευταίας αγκαλιάς.

Ήταν η ώρα που οι δρόμοι ανήκαν. Στο κορίτσι που αγάπησε τα ζώα.

 

 

Κάποτε θα επιστρέψεις. Με μόνη αποσκευή τα καλοκαιρινά παπούτσια σου.

Θα έρθω να σε πάρω. Απ’ το ονειροδρόμιο των απαγορευμένων προορισμών. Κρατώντας ένα βιβλίο του Bukowski.

Μπροστά μας θα απλώνεται. Μια φωταγωγημένη μοναξιά.

 

 

Έπειτα φιλοτέχνησες έναν βραχύβιο γυρισμό. Που δεν εμπόδισε κανένας Ποσειδώνας. Μα εσύ η ίδια απογύμνωσες φριχτά μπροστά σε εγχώρια στόματα.

Τον άφησες βεβηλωμένο να παραπατά. Σε κάποια ολόφωτη πλατεία.

Εκεί που η πόλη είχε φορέσει βιαστικά το καλλιτεχνικό της προσωπείο. Για να μπορούν οι ποιητές να αναρρώνουνε ανώδυνα. Από τις βρόχινές σου αγκαλιές.

 

 

Οι λέξεις βγαίνανε γυμνές από τα βλέμματα. Σαν υπερφωτισμένα αεροπλάνα. Υπό τον κίνδυνο να συγκρουστούν ανάμεσα στους υδρατμούς της μουσικής.

Πήρα απ’ το χέρι τον βραχύβιο γυρισμό που φιλοτέχνησες. Αέναα εξαντλημένο. Και τον κρέμασα στα σύρματα του ξηλωμένου τροχιόδρομου.

Ύστερα χάθηκα στη γραμματοσειρά που άντεχε το χέρι μου. Στα πλαίσια σχολικού αναγνωστικού. Ήταν η ώρα που οι δρόμοι ανήκαν. Στο κορίτσι που αγάπησε τα ζώα.

 

 

Άρχισα να τραγουδάω το «Nothing Else Matters» των Metallica. Και μια υδάτινη συγκίνηση κατακρημνίστηκε στο σώμα μου.

Ήτανε η αυλαία της αλήθειας σου. Και έπεφτε για να περατωθεί ινκόγκνιτο η θεραπεία του ονείρου.

 

 

Υπέκλεψα την μεσονύκτια αγκαλιά του κοριτσιού που αγάπησε τα ζώα. Και την ναυάγησα επιμελώς στην παιδική πληγή που μου είχε σκοτώσει το ποδήλατο.

Η αναπνοή μου γέμισε συνουσιαζόμενους ερωδιούς.

 

 

 

*Χρήστος Κάρτας– Γεννήθηκα και ζω στη Θεσσαλονίκη. Έχω ολοκληρώσει μεταπτυχιακές σπουδές στο Τμήμα Δασολογίας & Φυσικού Περιβάλλοντος του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης με εξειδίκευση στη Βιοτεχνολογία, τη Φυσιολογία και την Επιγενετική Φυτών. Δεν έχω εκδώσει ακόμη κάποια ποιητική συλλογή, ωστόσο κείμενά μου δημοσιεύονται στον ηλεκτρονικό λογοτεχνικό τύπο.

 

 

Ετικέτες:
ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top