Fractal

«Δεν υπάρχει έρωτας /δίχως αποτρόπαιο βάθος»

Γράφει η Ανθούλα Δανιήλ //

 

Ελένη Αράπη: “Μικρή μεθόριος”, Εκδόσεις Ιωλκός, 2021

 

Η Ελένη Αράπη γεννήθηκε στον Πειραιά. Σπούδασε στη Φιλοσοφική Σχολή Αθηνών. Ποιήματά της έχουν δημοσιευτεί σε έντυπα και ηλεκτρονικά περιοδικά. Πρώτη ποιητική της συλλογή Με βράγχια ανασαίνω / εκδόσεις Γαβριηλίδη 2016.

Η μικρή μεθόριος, είναι η δεύτερη απόπειρά της να καταγράψει τον κόσμο της∙ σκέψη, ψυχή, επιθυμία. Κάθε εικόνα φυσική γίνεται ο καθρέφτης μιας άλλης κι εκείνη άλλης, σε πέντε μέρη, σαν τα επεισόδια της τραγωδίας∙ περίπου: «Έρωτας», «Αντέρωτας», «Ρίζες», «Πυρήνες», «Ενάντια».

Εν αρχή, βέβαια,  πάντα ο Έρωτας, αυτό το μαγικό, το ορφικό αβγό, από όπου ξεκίνησε ο κόσμος και γεννήθηκε ο άνθρωπος «Η γυναίκα θρησκεία/ Κι ο άντρας … υπέροχο μήλο», όπως υπέροχα το ανακάλεσε σαν Σουλαμίτιδα από το Άσμα Ασμάτων και το συνέθεσε η ποιήτρια σήμερα ξανά. Το μήλο με τους πολλούς συμβολισμούς, τους γνωστικούς, τους πονηρούς και τους ερωτικούς.  Και με μια αναγωγή από τον ένα μύθο στον άλλο, από την παλαιά θρησκεία στη νεότερη, από την αρχή των πιο βίαιων και πρωτόγονων ενστίκτων στην πιο φυσική, τη βακχική μορφή τους, σαν από τα έγκατα της ίδιας της φύσης-γυναίκας, όπου  έβγαλε κεφάλι στην οροσειρά και κοίταξε ο «αίγαγρος», «καταρράκτης», «οργασμός», «ρυάκι στη ραχοκοκαλιά του βουνού», δοσμένα «όλα στο πυρ», «όλα στο φως» και έγιναν «χορός»∙ του έρωτα και της ροής το «ρο»∙ ρρρρρρρρρ.

Η φύση δανείζει στην ψυχή τις εικόνες της, να ντύσει τις επιθυμίες της και  το πνεύμα να εκφράσει τις κληρονομικές παρακαταθήκες του. Το Άσμα Ασμάτων ανασαίνει κάτω από τους στίχους της. Κλωνιά και ρίζες σπρώχνουν τις λέξεις να δώσουν ρυθμό, να κινήσουν το ποίημα, να μπουν να δουν το θαύμα, να ξαφνιάσουν και το γενόμενο, σαν κοσμογονική, έως θανάτου, συνουσία, να φανεί.

 

Για ένα έρωτα πλάνητα /σκορπίστηκα στου Αχέροντα τις όχθες

Κι ενώ το ήξερα / πως θα χαθώ ορμώ.

Όλοι οι νεκροί μου εκεί/μουγγοί και τυφλοί/ανάσα καμιά.

Το αίμα χορδή/ ηχείο στις φλέβες/τα κομμάτια μου διεκδικώ.

Κι ενώ λαχταρώ /να το βάλω στα πόδια/ ρευστή δίχως ρίζες

τα χέρια κλαδιά/ διαπερνούν τις ουλές /τα μαλλιά φυλλώματα
ασημίζουν στο σκότος

το στήθος/-ω, το στήθος-
στον πυρήνα του /η μικρή μου μεθόριος.

Επιθυμία αιφνίδια /να ζήσω ξανά. Ενώπιος ενωπίω εαυτόν

απ’ τις κορφές ως τις εσχατιές/στο γύρισμα της τρικυμίας/αναβλύζει το φως.

Δεν υπάρχει έρωτας /δίχως αποτρόπαιο βάθος

χωρίς τα θραύσματα /κι ο Όλυμπος πεδιάδα.

 

Ξαναπιάνω τον πρώτο στίχο Για ένα  έρωτα πλάνητα /σκορπίστηκα στου Αχέροντα τις όχθες… κι ακούω από μακριά τη Σαπφώ να φωνάζει :

κατθάνην δ’ ίμερος τις έχει με και λωτίνοις δροσόεντας όχθοις ίδην Αχερ…

Ο Οδυσσέας Ελύτης αποδίδει την αρχαία ποιήτρια ως εξής:

ένας πόθος με πιάνει να πεθάνω /και τις όχθες όπου ανθεί ο λωτός μέσα στη δρόσο ν’ αντικρίσω /του Αχέροντα.

Στα καθ’ ημάς : Θέλω να πεθάνω και να δω τις δροσερές όχθες του Αχέροντα εκεί που ανθούν οι λωτοί…

Γιατί; Για να ξεχάσω…

 

Εκεί, στα κατατόπια του, σπαραγμένη από τις μαινάδες, «το αίμα χορδή», «τα χέρια κλαδιά», «τα μαλλιά φυλλώματα», «το στήθος /–ω το στήθος- /στον πυρήνα του /η μικρή μου μεθόριος». Εκεί σε χαράζει ο Διόνυσος, το terribile, εκεί είναι το όριο και όχι αλλού. Το «αλλού» είναι το μέσο.

Τολμηρός στίχος, «το σπέρμα ακόμα αχνίζει», «Λούστηκε τον οίνο/ σπέρμα του ταύρου/ ντύθηκε τ’ αμπέλι/ όφις με φύλλα/  δάγκασε τα χείλια / μνήμης σφραγίδα/ διαπέρασε το λαρύγγι/ να φτάσει στα σωθικά… Ο κρατήρας τους /έκαψε τα σωθικά./Έμεινε μόνο / η ηχώ της κραυγής/ δε λέει να σβήσει».

 

ΨΩΜΙ ΧΟΙΚΟ

Σακάκι μάλλινο/ το νυφικό τους σεντόνι/φωλιά για ζωύφια.

Κάδρο /ξεχασμένης παρθένας/ στο ράφι.

Κορμός στην αυλή δωρικός /ό,τι απέμεινε από σερνικό.

Το δείπνο αναμένουν./ Θα τη φιλέψει /ρίζες βαθιές/υγρά βογκητά.

Θα τον κεράσει /χώμα ξύλα/και στάχυα.

Τα στήθη καρποί /φλεγόμενο καμίνι /το ζυμάρι /καρβέλι σκληρό

χείλη ανθός /νεογέννητο φως/ φιλί πνοή/ ψωμί χοϊκό.

κάτω απ’ το σακάκι/ ο θάνατος λιώνει.

 

Η Ελένη Αράπη δεν στιχουργεί. Τραγωδεί την πιο συγκλονιστική λειτουργία της ζωής, τον έρωτα και τον θάνατο  με τη  σκευή του μύθου. Έρωτας και θάνατος κονταροχτυπιούνται. Εικόνες, χείμαρροι υπαινιγμών, συναισθήματα στη διαπασών, ορμές του σώματος τονισμένες στης πιο ακραίας έκστασης την ένταση, ήχος, κίνηση, λαχάνιασμα, σώμα που μιλάει που κραυγάζει πλήρες και άδειο, η ψυχή που ανέβηκε στον ουρανό για να ρίξει από εκεί ψηλά τον κεραυνό του πόθου της.

Ο ήχος, ο ρυθμός, του στίχου ο χορός, της αναπνοής ο ανασασμός,  το ανθρώπινο σώμα παιχνίδι στα χέρια της ποιήτριας, εύπλαστο μέσο για να ωθήσει την ψυχή να φωνάξει, να επαναστατήσει ο νους και όλα μαζί, τριάδα αδιαίρετη, να ουρλιάξουν το μεγάλο μήνυμα. Ένα υφαντό από δύσκολα υφάδια, λιβάδια ο λόγος, υπέρβαση του αναμενόμενου, έκπληξη του προσφερόμενου, «ανατριχίλα από στόμα σε στόμα», Βάκχος αόρατος και παρών.

              Ναι και Αμήν/ στους πιο απόκρημνους / στοχασμούς

Η Ελένη Αράπη χειρίζεται καλά, παίζει στα δάχτυλα τον μύθο και ξέρει πώς να τον παραλλάξει, πώς να τον ανανεώσει και πώς να τον κάνει δικό της.

 

Ελένη Αράπη

 

Ο,ΤΙ ΑΓΑΠΩ

Στον Φρίντριχ Νίτσε

Ό,τι αγαπώ /τ’ αγαπώ καλύτερα/ το φθινόπωρο./

Αγαπώ/ το θλιμμένο δέντρο /που φέρει το πρόσωπό σου.

Τον βράχο /που αντιστέκεται αιώνες /στ’ άγγιγμα του καταρράκτη.

Το ζαρκάδι / σαν αφήνει την πνοή του/στα χείλη του κυνηγού.

Το κίτρινο /της καστανιάς θρασίμι /που πλάι στο αιώνιο έλατο/ φυτρώνει.

Το σύννεφο – /ενώ κυνηγά την κορφή /ερωτοτροπεί με την πτώση.

Το χώμα /σαν ανοίγει διάπλατα΄/ στόμα.

Τις μαύρες σταγόνες /όταν ραπίζουν αδίστακτα/

τα σκουλήκια/ φτύνουν κατάφατσα / τις αλήθειες.

Αγαπώ /τις λιονταρίσιες ψυχές /με τα μακριά ποδάρια

που ποθούν το γκρέμισμα /στην παλίρροια του Μεσημεριού.

Δεν ανήκουν στο σήμερα / τα παιδιά τους      δέντρα του μέλλοντος
η σπορά τους, σύντροφοι αρνητές.

Ό,τι αγαπώ/ τ’ αγαπώ καλύτερα /το φθινόπωρο.

Στο χνώτο του ελάτου/ νικιέται ο θάνατος.

 

Η Ελένη Αράπη δεν είναι νέα ποιήτρια, είναι ώριμη και έχει μεγάλο μέλλον στην ποιητική μας  Πινακοθήκη.

 

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top