Fractal

Ποίηση: Νουρι αλ Τζαράχ και Nαζουάν Νταρουίς

Ανθολόγηση- Μετάφραση: Πέρσα Κουμούτση //

 

 

Νουρι αλ Τζαράχ (Συρία)

 

 

 

Το κάλεσμα της Σαπφούς

 

Σύριοι, δυστυχείς και πονεμένοι, ωραίοι, εξαντλημένοι,

εσείς που ξεφύγατε από τα νύχια του θανάτου,

που δεν φτάνετε με τα καράβια,

αλλά γεννιέστε στις ακτές μαζί με τον αφρό.

Είστε φτιαγμένοι από φθαρτό χρυσάφι,

χρυσάφι λιωμένο, ταπεινό, ατόφιο χρυσάφι.

Μεταφέρεστε από τη μια θάλασσα στην άλλη, ώσπου να φτάσετε σε εκείνη των Ελλήνων,

μαζί με το αστέρι της και τον αδελφό της τον χαμένο ναύτη.

Τα κύματα σας σπρώχνουν προς το φως του  αστερισμού της Άρκτου.

Τα όμορφα κορίτσια της Συρίας, σαν τις γοργόνες, γεννιούνται σ’ ένα τρεμάμενο φως.

Οι απαλές πατούσες των ποδιών τους, πληγιασμένες τώρα, αλαφροπατούν τη γη της Λέσβου

και την φαιά της άμμο.

Κατεβαίνουν από την απαλή χλόη της πατρίδας στο σκληρό χαλίκι του πόνου…

 

 

 

Φωνή

 

Κέρδισα μια παράξενη μέρα στη θάλασσα

το φως μιας ιδέας

και μια λεπτή κλωστή,

που με οδηγεί στο απαλό φως του δωματίου σου.

Με οδηγεί στην ιδέα μου,

χάνοντας, ωστόσο, τι μουρμούρισε το δειλινό.

**

Κέρδισα τον ήλιο που είχε κρυφτεί στις σκιές

και στον λαβύρινθο…

Κέρδισα ένα βήμα μέσα στη δική σου μέρα

και το λουλούδι που ονειρεύεσαι στον ύπνο σου..

Κέρδισα την τρομαγμένη σου φωνή

κι έναν τράγο στην κορφή της μέρας

πληγωμένο σαν έναν ήλιο που τρυπήθηκε

από το βέλος

 

Ανάμεσα στα ξεφαντώματα

πρόσεξα μια σταγόνα αίμα

να πέφτει

από τον πλανήτη

και το βέλος να διαπερνά την φτέρνα του ποταμού..

 

 

 

Nαζουάν Νταρουίς (Παλαιστίνη)

 

 

 

 

Τι άλλο πια να χάσουμε;

 

Ακούμπησε το κεφάλι σου στο στήθος μου

κι αφουγκράσου τα στρώματα των χαλασμάτων,

πίσω από τον μεντρεσέ του Σαλαντίν,

τα παραβιασμένα σπίτια στo χωριό Λίφτα,

τον κατεδαφισμένο μύλο.

Άκουσε το μάθημα της ανάγνωσης

στο ισόγειο του τεμένους,

τα φώτα στα παράθυρα,

ενώ σβήνουν για τελευταία φορά,

εκεί ψηλά στο λόφο του Ουάντι Σαλίμπ.

Άκου τα πλήθη, ενώ σέρνουν τα βαριά τους βήματα

τα κορμιά που καταρρέουν.

Άκου τα πώς βαριανασαίνουν στον πάτο

της θάλασσας της Γαλιλαίας.

Άκου, σαν να’ σουν ψάρι στο βυθό μιας  λίμνης

που τη φυλάει ένας άγγελος.

 

Άκου τα παραμύθια των χωρικών, κεντημένα

σαν τα παραδοσιακά καλύμματα των κεφαλιών τους.

Άκου τους τραγουδιστές ενώ γερνούν,

τις αναλλοίωτες στο χρόνο,

αγέραστες φωνές τους.

Άκου τις γυναίκες της Ναζαρέτ

ενώ  διασχίζουν τους λειμώνες.

 

Άκου τον καμηλιέρη,

δεν σταματάει να με βασανίζει.

Άκου τα όλα αυτά

κι άσε με να τα θυμηθώ μαζί σου

κι έπειτα, μαζί, ας τα ξεχάσουμε πάλι όλα.

 

Άσε το κεφάλι σου στο στήθος μου

κι αφουγκράσου μαζί μου,

το  γρασίδι ενώ σχίζει το δέρμα μου..

 

Στην αγάπη ποντάραμε και οι δυο

και χάσαμε και τα κεφάλια μας.

Χάσαμε τα πάντα, και τώρα,

δεν έχουμε τίποτε άλλο πια να χάσουμε.

 

 

 

Άγια πόλη (Ιεροσόλυμα)

 

Σταθήκαμε στον Λόφο

προσφέροντας σε σένα τις σπονδές μας.

Κι όταν είδαμε τα χέρια μας να υψώνονται

αδειανά

ξέραμε

ότι εμείς είμαστε

η θυσία.

 

Άσε τους θνητούς να πέσουν

στα χέρια των ομοίων τους.

Εσύ, είσαι αιώνια

γιατί να σε νοιάζει ο θόρυβος

από το περίπλοκο προσκύνημα

εκείνων που είναι παροδικοί στη ζωή;

 

Τα χέρια μας υψώθηκαν αδειανά,

εμείς είμαστε

η θυσία.

 

ΙΙ

Όταν σε εγκαταλείπω, πετρώνω.

Κι όταν επιστρέφω σε σένα, γίνομαι και πάλι πέτρα.

 

Σε ονομάζω Μέδουσα

μεγάλη αδελφή των πόλεων Σόδομα και Γόμορρα

Μικρή κολυμβήθρα που έκαψε τη Ρώμη

 

Οι δολοφονημένοι σιγοτραγουδούν πάνω στους λόφους.

Οι επαναστάτες μέμφονται εκείνους που αφηγούνται τις ιστορίες τους,

και εγώ απομακρύνομαι, αφήνοντας πίσω μου τη θάλασσα.

Φεύγω, για να επιστρέψω σε σένα,

σ’ αυτό το ποτάμι που ρέει προς την απελπισία σου.

 

ΙΙΙ

Ακούω τους απαγγελείς του Κορανίου

και εκείνους που σαβανώνουν τους νεκρούς.

Ακούω τη σκόνη κάτω από τα πόδια των

τεθλιμμένων γυναικών, που θρηνούν τους πεθαμένους.

Ούτε τριάντα δεν είμαι ακόμα, αλλά με θάψατε ξανά και ξανά

και κάθε φορά, για χάρη σας ανασταίνομαι από τη γη.

Για αυτό,

άσε όσους μοιρολογούν να πάνε στα κομμάτια

και εκείνους που πουλούν τα ενθυμήματα του πόνου σου

Κι όλους εκείνους που στέκονται τώρα μαζί μου στην εικόνα.

 

Σε ονομάζω Μέδουσα

 

Σε ονομάζω μεγάλη αδελφή των πόλεων Σόδομα και Γόμορρα

Είσαι η κολυμβήθρα που φλέγεται ακόμα

 

Όταν σ’ αφήνω πίσω μου πετρώνω

και όταν επιστρέφω σε σένα

γίνομαι και πάλι πέτρα.

 

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top