Fractal

Διήγημα: «Θάνατος στη Βενετία»

Του Κώστα Πασχάλη // * 

 

sempione1

 

 

Έχω καθυστερήσει. Η αυτοσχέδια μπάντα των νεαρών παίζει από ώρα.

Περνώ βιαστικά ανάμεσα από τα τραπέζια, διασχίζοντας το πλήθος των παιδιών που έχει κατακλύσει το μαγαζί.

Αναζητώ κάποιον γνωστό αλλά δεν βλέπω κανέναν.

Πιάνω μια απόμερη γωνία, ανάβω νευρικά τσιγάρο και ρουφάω με βουλιμία τον καπνό.

Αφήνω το βλέμμα μου στο κοινό. Νέα παιδιά στο σύνολό τους, με πρόσωπα πλημμυρισμένα από το λαμπρό φως της νιότης, αφημένα στους ήχους της μουσικής. Ένα μικρό σύννεφο ομίχλης από τον καπνό των τσιγάρων, κάθεται πάνω από τα κεφάλια τους. Τα τραπέζια γεμάτα αποτσίγαρα και κουτάκια μπύρας. Ο αμυδρός φωτισμός του χώρου αφήνει παντού μεγάλες σκιές. Η ματιά μου φθάνει στην μπάντα. Δύο κιθάρες συνοδεύουν στο τραγούδι ένα κατάξανθο κορίτσι. Τραγουδάει με ιδιαίτερα εκφραστικό τρόπο ροκ μπαλάντες. Την ίδια ακριβώς στιγμή αφουγκράζομαι τις νότες ενός άλλου οργάνου να διαπερνούν με τρόπο μοναδικό την ακοή μου. Με έκπληξη ανακαλύπτω την παρουσία ενός ακόμη νεαρού, ακουμπισμένου στον τοίχο δίπλα στην μπάντα, να παίζει σαξόφωνο.

Το ξανθό σπαστό μαλλί του φθάνει μέχρι τους ώμους. Το πρόσωπό του αγγελικό. Λευκή άγουρη επιδερμίδα, μεγάλα εκφραστικά μάτια, προσηλωμένα στο σαξόφωνο. Το ψιλόλιγνο κορμί του σκυμμένο ελαφρά εμπρός συμμετέχει στην προσπάθεια που καταβάλλει. Η καύτρα του τσιγάρου, μου καίει τα δάχτυλα. Το πετώ και ανάβω άλλο, κρατώντας συνεχώς τα μάτια μου στραμμένα στην αέρινη μορφή του. Τα δάχτυλα του, μεγάλα μακριά δάχτυλα πιανίστα, γλιστρούν με ανεπιτήδευτη χάρη πάνω στο σαξόφωνο. Το σώμα του λικνίζεται αργά στους ήχους της μουσικής του. Δεν υπάρχει τίποτα άλλο παρά μόνον αυτός και η υπέροχη μουσική του. Έχω την εντύπωση, όχι δεν είναι εντύπωση είναι βεβαιότητα, πως είναι το κέντρο του ενδιαφέροντος όλων των θαμώνων.

Κάποια στιγμή, δεν ξέρω πόσα λεπτά μετά, σταματά, κατεβάζει το σαξόφωνο και κοιτά αφηρημένα το κοινό. Ακολουθεί ένας μοναδικός καταιγισμός χειροκροτημάτων. Χειροκροτώ και εγώ με όλο μου τον ενθουσιασμό. Θέλω να πλησιάσω, να του μιλήσω, να τον συγχαρώ. Ακούγονται σφυρίγματα επιδοκιμασίας. Χαμογελάει με αυτοπεποίθηση, ένα υπέροχο χαμόγελο, και σκύβει ελαφρά το κεφάλι του για να δηλώσει την ευχαρίστησή του. Τα μαλλιά του έχουν πέσει σαν χείμμαρος πάνω στο πρόσωπό του. Τα σπρώχνει προς τα πίσω, αφήνει το σαξόφωνο και ακουμπάει το σώμα του στον τοίχο. Τα υπόλοιπα παιδιά της μπάντας συνεχίζουν να παίζουν αυτοσχεδιάζοντας, αλλά δεν μπορώ να ακούσω τίποτα. Η εικόνα του νεαρού έχει κυριολεκτικά θρονιάσει στο μυαλό μου.

Δεν ξέρω πόση ώρα πέρασε. Πρέπει να ήταν αργά. Το αλκοόλ είχε μουδιάσει κάθε ζωντανό κύτταρο του σώματός μου. Κάπνιζα το τελευταίο μου τσιγάρο. Ο χώρος είχε σχεδόν αδειάσει. Τα παιδιά της μπάντας, ακούραστα, εξακολουθούσαν να αυτοσχεδιάζουν. Ο νεαρός τακτοποιούσε με προσεκτικές κινήσεις το σαξόφωνο στη θήκη του. Αμέσως μετά κινήθηκε προς το μπαρ για να δει κάποιον φίλο του. Χωρίς δεύτερη σκέψη κινήθηκα προς το μέρος του. Ένοιωθα ζάλη και έξαψη ταυτόχρονα. Του άπλωσα το χέρι μου για να τον συγχαρώ. Μου χαμογέλασε και με ευχαρίστησε. Το χέρι του λεπτό και αδύνατο μόλις και μετά βίας ακουμπούσε την παλάμη μου. Το λαμπερό του πρόσωπο ήταν ανέκφραστο. Του είπα πως ήταν ο πρωταγωνιστής της βραδιάς. Δέχθηκε αβίαστα τη φιλοφρόνηση (ίσως, να το θεωρούσε δεδομένο) και συνέχισε προς το μπαρ. Επέστρεψα στη γωνιά μου, ήπια την τελευταία γουλιά από το ποτήρι μου, μάζεψα το πανοφώρι μου, πλήρωσα το λογαριασμό μου και ξεκίνησα να φύγω, ανασύροντας όσες δυνάμεις μου είχαν απομείνει.

Βγήκα, χαιρετώντας τα παιδιά της μπάντας.

Έξω ο αέρος που φυσούσε ήταν κρύος. Πήρα βαθιές ανάσες, αναζητώντας οξυγόνο. Σήκωσα το γιακά και πήρα το δρόμο για το σπίτι.

Η μορφή του νεαρού με συνόδευε μέχρι τη στιγμή που έπεσα στο κρεβάτι μου.

Μια τέτοια εικόνα πρέπει να είχε μπροστά του ο Τόμας Μαν, όταν έγραφε το «θάνατο στη Βενετία» σκέφτηκα, πριν κλείσω τα μάτια μου.

 

* O Κώστας Πασχάλης  γεννήθηκε το 1963 στην πόλη των Σερρών, όπου ζει και εργάζεται μέχρι σήμερα. Παράλληλα με την κύρια επαγγελματική του δραστηριότητα (αυτή του ελεύθερου επαγγελματία) ασχολήθηκε ενεργά με την έντυπη και ηλεκτρονική δημοσιογραφία. Από το 1989 και για μια περίπου δεκαετία υπήρξε συνεργάτης της ΕΡΑ Σερρών έχοντας την επιμέλεια και παρουσίαση εκπομπών δημοσιογραφικού, πολιτισμικού και ιστορικού ενδιαφέροντος. Εξακολουθεί να αρθρογραφώ σε τοπικά έντυπα, εφημερίδες και περιοδικά.Από την έρευνα δημιουργίας προφορικής μνήμης της δεκαετίας του 1940, που ενήργησε για την περιοχή των Σερρών (καταγραφή συνεντεύξεων και μαρτυριών για τον πόλεμο, την κατοχή, την αντίσταση και τον εμφύλιο), προέκυψε η συγγραφή δύο βιβλίων ιστορικού περιεχομένου. Το πρώτο με τον τίτλο «Βασίλης Ραφτούδης 1914 – 1947» εκδόθηκε το 2006 στις εκδόσεις «Φιλίστωρ» και το δεύτερο με τον τίτλο «Το όνειρο έμεινε ακατοίκητο» εκδόθηκε το 2011 στις εκδόσεις «Επίκεντρο».Το 2013 εξέδωσε το βιβλίο με τον τίτλο «Από το Ρακί στο Ούζο» και υπότιτλο «Μεθυστικό ταξίδι γευσιγνωσίας και ουζοποσίας», το οποίο και επανεκδόθηκε με πρωτοβουλία της εφημερίδας «ΤΑ ΝΕΑ» το Σεπτέμβριο του 2014.

 

Ετικέτες:
ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top