Fractal

☆ Νέες εκδόσεις: 12 καινούργια βιβλία

Επιμέλεια: Ελένη Γκίκα //

 

 

 

 

Ελληνική πεζογραφία:

 

Έλσα Κορνέτη «Δωμάτια με δόντια», εκδ. Μελάνι,σελ. 176

«… Ήταν ένας ήχος στριγκός και διαπεραστικός που δύσκολα μπορούσε κανείς με αληθοφάνεια να περιγράψει χωρίς ν’ ανατριχιάσει. Ξεχύνονταν από χαραμάδες, από πόρτες κοινές, από πόρτες ασφαλείας, από παράθυρα κι άλλα ανοίγματα, διαπότιζε τον αέρα με ήχους εφιαλτικούς με μια γκάμα από τριξίματα και κροταλίσματα που έμοιαζε ανεξάντλητη, σαν να προερχόταν από μια στρατιά ζόμπι που ξεχύθηκε από τα νεκροταφεία τρικλίζοντας προς την πόλη. Ένας ήχος ξερός κι επαναληπτικός από κροτάλισμα δοντιών κι από μασέλες που έτριζαν τα δόντια. Μια άγρια μουσική έβγαινε από σφιγμένα δόντια κάθε τύπου και κάθε μεγέθους που τις νύχτες όλο ανησυχία, υποσυνείδητο άγχος κι αϋπνία κροτάλιζαν χορεύοντας στον εφιαλτικό σκοπό της…»
Πρωταγωνιστές ανυποψίαστοι, επιπόλαιοι, ηδονικοί, άτυχοι, παράξενοι, φοβικοί και τρομοκρατημένοι -κυρίως όμως τύποι καθημερινοί- που ζουν και επιζούν καταναλώνοντας ματωμένα κομμάτια ωμής πραγματικότητας ή αγκαθωτής φαντασιοπληξίας. Η Έλσα Κορνέτη αφηγείται τη σύγχρονη ζωή με μια ποικιλία από φιγούρες που έμαθαν να υπερίπτανται, αλλά και να επιπλέουν, σε ανήσυχους και ταπεινωτικούς καιρούς, πρόσωπα που ήρθαν κι άραξαν σε ένα σύμπαν όπου η ακοή και η μνήμη συνυπάρχουν δαιμονικά κι αγγελικά στην αγωνία της αναμέτρησης με το πεπρωμένο των μικρών και μεγάλων καταναγκασμών. (Από την παρουσίαση στο οπισθόφυλλο του βιβλίου)

 

Μιχαήλ Μητσάκης « “Αθηναϊκαί” σελίδες και τα διηγήματα “Αυτόχειρ” και “Το φίλημα”», εκδ. Πατάκη, σελ. 128

Στην έκδοση αυτή βρίσκονται συγκεντρωμένα ορισμένα από τα πιο χαρακτηριστικά δείγματα γραφής του Μιχαήλ Μητσάκη. Τα αφηγήματα που εντάσσονται στην ενότητα «Αθηναϊκαί σελίδες» αποτελούν σπαρταριστά σκίτσα που αναπαριστούν με χάρη, κομψότητα και ακρίβεια την ανθρωπογεωγραφία και την τοπογραφία της Αθήνας στα τέλη του 19ου αιώνα. Μέσα στα κείμενα αυτά έχουν αποτυπωθεί ο ρυθμός της καθημερινής ζωής της Αθήνας, οι συνήθειες των κατοίκων της, η όψη της ίδιας της πόλης – όλα ιδωμένα με τη σατιρική ματιά ενός εστέτ, αλλά κι ενός γνήσιου τέκνου της πόλης, ενός ακούραστου περιπατητή της. Ο «Αυτόχειρ», που θεωρείται πλέον ένα από τα σημαντικότερα έργα του Μητσάκη, δημοσιεύτηκε λίγο πριν τον εγκλεισμό του συγγραφέα στο ψυχιατρείο. Εδώ ο συγγραφέας επιχειρεί ένα μεγάλο άλμα από την ηθογραφία προς το διήγημα, διεισδύοντας με θαυμάσιο τρόπο στα μύχια της ανθρώπινης ψυχής. Το σύντομο αφήγημα «Το φίλημα», εμπνευσμένο από την Ελληνική Επανάσταση, αποτελεί ένα από τα πιο δημοφιλή κείμενα του Μητσάκη.

 

 

Κωνσταντίνος Χ. Λουκόπουλος «Οικογενειακή ρίζα 70», εκδ. Έναστρον, σελ. 152

“…Προς το σούρουπο, κι ενώ το φως κιτρίνιζε όπως χαμήλωνε ο ήλιος, ένας πιτσιρίκας την εντόπισε στη Μότση δυτικά του Μύλου, εκεί όπου το ρέμα έφτιαχνε μια λίμνη ρηχή, κι έβαλε τις φωνές. Στη στιγμή έτρεξε η μάνα της με μια δρασκελιά και την είδε που στεκόταν με την πλάτη στη νεροσυρμή, τα μαλλιά λυμένα, τα χέρια απλωμένα σε σταυρό, το φόρεμά της κατάλευκο, ενώ απ’ την πλάτη της εκτείνονταν δύο ξανθά φτερά, ενάμισι μέτρο το καθένα. Πίσω της σπίθιζε μια γαλάζια φλόγα, σαν καμινέτο οινοπνεύματος, κι όλη η φύση θόλωνε αναφανδόν. Στο νερό επέπλεε μια μαύρη γλίτσα δύο πόντους πάχος. Ως να τη φτάσουν, η εικόνα της γονάτισε και ξάπλωσε. Εκεί βρήκαν το σώμα της, βιασμένο και δαρμένο μέχρι θανάτου, από τον Μένιο, γιο της Μαρίτσας, χήρας Λεωνίδα Κοτσιδάρα, της οικογενειακής ρίζας 64, που υπηρετούσε τη θητεία του στο Διακοφτό…” (Από την παρουσίαση στο οπισθόφυλλο του βιβλίου)

 

 

Αύγουστος Κορτώ «Τσιτσιμπού η μάγισσα της πίστας», εκδ. Πατάκη, σελ. 256

Γέρασε η Τσιτσιμπού -η θρυλική ρεμπέτισσα, η φωνή που γέμιζε κέντρα, και ράγιζε ποτήρια και καρδιές- κι αναρωτιέται αν έμεινε κανείς να τη θυμάται.
Κι έτσι, οπλισμένη μ’ ένα κασετοφωνάκι, αρχινά να λέει την ιστορία της, για να ξορκίσει τη λήθη.
Θυμάται τη φρίκη της Κατοχής, την ορφάνια, την αδέσποτη καλοσύνη, τη μέρα που το σπάνιο λαρύγγι της φανερώθηκε σαν θαύμα, το αναπάντεχο σουξέ του Τσιτσάνη, που της άνοιξε την πόρτα της δόξας.
Κι έπειτα… Έρωτες που έσβησαν σαν τα φώτα της πίστας το χάραμα, φίλοι που χάθηκαν στην ομίχλη του χρόνου.
Μα η Τσιτσιμπού δεν το βάζει κάτω: η τρυφερότητα παραμονεύει παντού. Τα όνειρα δεν γερνάνε.
Ένας σύγχρονος μύθος για μια μυθική τραγουδίστρια, μια φωνή γεννημένη από πόνο και σεβντά, μια φωνή ζωής και θανάτου, και για το μαγικό της πέρασμα μέσα απ’ την ιστορία του ελληνικού τραγουδιού. (Από τον εκδότη)
«Έτσι, όσο κι αν φάνταζε άκαρδο να φτερουγίζει μέσα μου η ελπίδα όταν είχα μπρος μου ολημερίς τη μαύρη απελπισιά, περίμενα πώς και τι τις βίζιτες του Σοφοκλή, που μου ‘φερνε μαντάτα απ’ τον κόσμο της μουσικής. Ως τις αρχές του Μάη, ο δίσκος είχε πιάσει τα δέκα χιλιάδες κομμάτια, κι ένα σωρό δημοσιογράφοι και συνθέτες ρώταγαν όλο περιέργεια ποια ήταν αυτή η Τσιτσιμπού, ενώ ο Χαραμόπουλος λάβαινε κάθε τόσο προτάσεις από ιδιοχτήτες κέντρων που ‘θελαν να μ’ ακούσουν, και να με βάνουν στο πρόγραμμα.
Μα, η αλήθεια να λέγεται, στο σπίτι δεν με κράταγε μόνο η λύπη για τον κυρ Θόδωρα. Τα χρόνια κείνα, τα μπουζουξίδικα δεν διαφέρανε πολύ απ’ τους κακόφημους τεκέδες που ‘χαν γεννήσει το ρεμπέτικο. Ήτανε μέρη επικίνδυνα -λίγο το πιόμα, λίγο ο νταλκάς της μουσικής, λίγο το χασίσι, συχνά ξεσπούσαν άγριοι καυγάδες, άντρες μ’ αγριεμένο μάτι σπάγανε μπουκάλια, άνοιγαν πεταλούδες, κι ορμούσαν να σφαχτούν. Μες στη σούρα και την ντάγκλα τους, ήταν ικανοί να μουντάρουν ακόμα και τους μουσικούς, κι ιδίως για τις γυναίκες, κάθε π’ ανέβαινες στο πάλκο, έπαιζες με την τύχη σου: σφυρίγματα, φωνές, «Δείξε μας τα μπούτια σου, μωρή!». Τον περασμένο χρόνο, να φανταστείς, κάτι αληταριά είχανε σπάσει στο ξύλο την Μπέλλου, επειδής στον πόλεμο ήταν αντιστασιακιά. […]» (Από την έκδοση)

 

Βάσω Καλαντίδου «Το μουγγοχώρι», εκδ. Ενύπνιο, σελ. 116

Μη σε ξεγελάνε τα χωρατά μας, είναι ο τρόπος μας να ξορκίσουμε τον φόβο μας, μου είπε, πίνοντας μονοκοπανιά το πιοτό της εξομολόγησης. Όλοι το φοβούνται τούτο το μέρος. Γι’ αυτό δεν έρχεται κανείς να δουλέψει εδώ. Θαρρείς πως δεν έχουνε ανάγκη το μεροκάματο; Το ‘χουν και το παραέχουν. Μα ο φόβος… Και ξέρεις τι φοβάται περισσότερο ο άνθρωπος; Αυτό που δεν καταλαβαίνει. Αυτό φοβάται. (Από την παρουσίαση στο οπισθόφυλλο του βιβλίου)

 

 

 

 

Ξένη πεζογραφία:

 

Χουάν Βιγιόρο «Η γη της μεγάλης επαγγελίας», Μετάφραση: Κωνσταντίνος Παλαιολόγος, εκδ. Καστανιώτη, σελ. 512

Ο Ντιέγο Γκονσάλες είναι ένας ντοκιμαντερίστας που μιλάει στον ύπνο του. Είναι παντρεμένος με μια ηχολήπτρια που προσπαθεί να αποκρυπτογραφήσει όσα εκείνος ξεστομίζει στα όνειρά του. Μετακομίζουν οικογενειακώς στη Βαρκελώνη, όμως το παρελθόν κυνηγάει τον Ντιέγο σαν εφιάλτης. Η επίσκεψη ενός παλιού γνωστού του, του δημοσιογράφου Αδαλμπέρτο Ανάγια, διαταράσσει την προσφάτως κατακτηθείσα ηρεμία του. O Ανάγια, ο οποίος παρακολουθεί εδώ και χρόνια τον Ντιέγο με την εμμονή ενός θαυμαστή, τον κατηγορεί ότι γύρισε ένα ντοκιμαντέρ προκειμένου να παραδώσει στις αστυνομικές αρχές έναν έμπορο ναρκωτικών. Ο Ντιέγο αναγκάζεται να αντιμετωπίσει αυτόν τον εχθρό που είναι, συγχρόνως, ο μοναδικός του σύμμαχος. Η Γη της μεγάλης επαγγελίας είναι μια μεταφορά για το σύγχρονο Μεξικό. Μια εκτεταμένη αλληγορία της κοινωνικής διαφθοράς και των προσωπικών τραυμάτων όπου οι αλήθειες ξεπηδούν μέσα από απρόβλεπτες συνθήκες. Ένας αναστοχασμός για το πώς η τέχνη επηρεάζει την πραγματικότητα αλλά και για το πώς η πραγματικότητα παραμορφώνει την τέχνη. Ένα μυθιστόρημα έντονα υπαρξιακό και βαθιά πολιτικό που, στη διασταύρωση ατομικής και συλλογικής εμπειρίας, αναδεικνύει τον Χουάν Βιγιόρο ως έναν εξαιρετικό μάρτυρα της εποχής μας.
«[Οι αφηγήσεις του Χουάν Βιγιόρο] έχουν εκείνη τη σπάνια δύναμη όχι να σκύβουν πάνω από την άβυσσο, αλλά να παραμένουν στο χείλος της αβύσσου, για μεγάλο χρονικό διάστημα, ταλαντευόμενες και, ως εκ τούτου, κάνοντας και εμάς, τους αναγνώστες του, να ταλαντευόμαστε με κινήσεις που αναδύονται μέσα από έναν ταραγμένο ύπνο ή, γιατί όχι, μια ακραία διαύγεια»
Ρομπέρτο Μπολάνιο
«Ο Χουάν Βιγιόρο συγκαταλέγεται στους σπουδαίους συγγραφείς που διαθέτει στις μέρες μας η Λατινική Αμερική»
ABC Cultural
«Το πλέον πολιτικό και προσωπικό συνάμα, από όλα τα βιβλία του Χουάν Βιγιόρο. Γεμάτο αλληγορίες για τη χώρα του, πάνω στις οποίες κεντάει μύχιες σκέψεις. Ένα μυθιστόρημα που ακτινογραφεί με θαρραλέα ενάργεια ορισμένα κρίσιμα κοινωνικά ζητήματα, όπως το εύρος της διαφθοράς και η μάστιγα των ναρκωτικών»
La Razón

 

Τζορτζ Έλιοτ «Το πέπλο», Μετάφραση: Αργυρώ Μαντόγλου, εκδ. Πατάκη, σελ. 112

Η Τζορτζ Έλιοτ ήταν μία από τις λίγες γυναίκες συγγραφείς που «ζούσαν από την πένα τους». Συνάντησε έντονες αντιδράσεις από τις ομότεχνές της, οι οποίες ισχυρίζονταν πως έγραφε σαν άντρας και ότι η γραφή της δεν μπορούσε να θεωρηθεί γυναικεία. Ύστερα από πολλά χρόνια η Βιρτζίνια Γουλφ αποκατέστησε τη θέση της σε ένα δοκίμιο: «Η παλιά γυναικεία συνείδηση, φορτωμένη με οδύνη, ευαισθησία και για τόσους αιώνες βουβή, μοιάζει μέσα από τις ηρωίδες της Έλιοτ να προφέρει ένα αίτημα για κάτι –που δε γνώριζε τι ακριβώς–, ίσως κάτι που έχει σχέση με τα πιο ουσιώδη συστατικά της ανθρώπινης εμπειρίας…». Στο Πέπλο, που είναι η μοναδική ιστορία της Έλιοτ που εντάσσεται στη λογοτεχνία του «υπερφυσικού», οι ήρωες είναι αδύναμοι μπροστά στη μοίρα τους, για την οποία δεν είναι υπεύθυνος κάποιος θεός, αλλά οι ίδιες τους οι αδυναμίες και οι σκοτεινές δυνάμεις που εδράζονται στο υποσυνείδητο. Η τιμωρία τους έρχεται από τον ίδιο τους τον εαυτό, γιατί είναι ανίκανοι να τον υπερβούν και να τον καθρεφτίσουν στον συνάνθρωπό τους.

 

 

Τζέραλντ Μαρνέιν «Οι πεδιάδες», Μετάφραση: Αλέξης Καλοφωλιάς, εκδ. Καστανιώτη, σελ. 144

Στις αχανείς ιδιοκτησίες τους, που απλώνονται μες στις πεδιάδες, οι οικογένειες των γαιοκτημόνων έχουν διατηρήσει μια πλούσια και ιδιαίτερη κουλτούρα. Εμμονικοί με τα μέρη τους και το παρελθόν τους, προσλαμβάνουν καλλιτέχνες, συγγραφείς και ιστορικούς για να καταγράψουν με σχολαστική ακρίβεια κάθε πλευρά της ζωής τους, αλλά και τον χαρακτήρα της γης τους. Ένας νεαρός κινηματογραφιστής φτάνει εκεί, ελπίζοντας να συμβάλει σε αυτή την προσπάθεια. Σε μια ιδιωτική βιβλιοθήκη αρχίζει να κρατά σημειώσεις για την ταινία του και επιλέγει για τον πρωταγωνιστικό ρόλο την κόρη του πάτρωνά του. Είκοσι χρόνια αργότερα, ο ανώνυμος αφηγητής ξεδιπλώνει το συναρπαστικό χρονικό της εμπειρίας του από τις πεδιάδες και το κείμενο σιγά σιγά μετουσιώνεται, σύμφωνα με τον Μάρεϊ Μπέιλ, σε «μια οπτασία για το τοπίο, τη μνήμη, την αγάπη και την ίδια τη λογοτεχνία». Δεν υπάρχει άλλο έργο στην αυστραλιανή γραμματεία που να μπορεί να συγκριθεί με τις Πεδιάδες. Η απέραντη και ανεξιχνίαστη Αυστραλία παύει να είναι μια απτή συνθήκη και αναβιβάζεται σε μια αφηρημένη, μυθολογική σύλληψη. Τούτο το σαγηνευτικό μυθιστόρημα πρωτοεκδόθηκε το 1982 και έκτοτε έχει γίνει κλασικό.

«[Για τον Τζέραλντ Μαρνέιν] η πρόσβαση στον άλλο κόσμο –έναν κόσμο διακριτό και κατά πολλές απόψεις καλύτερο από τον δικό μας– δεν κερδίζεται από καλά έργα ή τη Θεία χάρη, αλλά από μια άνευ όρων παράδοση στη μυθοπλασία». Τζ. Μ. Κουτσί, New York Review of Books
«Οι προτάσεις του Μαρνέιν είναι ένα δυναμικό δίπολο νωχέλειας και ομορφιάς, ρηχότητας και βάθους, που συχνά προσεγγίζουν την ψυχρότητα, με έναν περίπλοκο λυρισμό […]. Οι Πεδιάδες συνιστούν ένα παράξενο αριστούργημα που αφήνει την αίσθηση ότι είναι λιγότερο κάτι που έχεις διαβάσει και περισσότερο κάτι που έχεις ονειρευτεί». Μπεν Λέρνερ, New Yorker «Διαβάζοντας Μαρνέιν, σε ενδιαφέρει λιγότερο τι συμβαίνει στην ιστορία και περισσότερο τι σκέφτεσαι καθώς τη διαβάζεις. Η γραφή του δημιουργεί εικόνες στο μυαλό του αναγνώστη και τον κρατάει μέσα σε έναν κόσμο όπου σε κάθε καμπή παρακινείται να στρέψει την προσοχή του σε αυτές τις φευγαλέες εικόνες». New York Times

 

Μάρκο Μπαλατσάνο «Θα μείνω εδώ», Μετάφραση: Σταύρος Παπασταύρου, εκδ. Πατάκη, σελ. 280

Η Τρίνα αφηγείται τη ζωή της στη χαμένη κόρη της, την οποία ελπίζει κάποτε να ξαναβρεί: είναι δεκαεπτά χρόνων και ζει με τους γονείς της στο ορεινό χωριό Κουρόν, στο Νότιο Τιρόλο. Το 1923, μετά την ήττα στον Α’ Παγκόσμιο πόλεμο, η Αυστρία παραχωρεί την περιοχή στην Ιταλία. Η γερμανική γλώσσα απαγορεύεται, ακόμη και τα ονόματα στους τάφους διατάζεται να γραφτούν στα ιταλικά. Η Τρίνα διδάσκει κρυφά τα γερμανικά στα παιδιά του χωριού και ερωτεύεται τον επαναστάτη Έριχ, με τον οποίο θα αποκτήσουν δυο παιδιά, τον Μίχαελ και τη Μαρίκα. Κι όταν η φασιστική κυβέρνηση του Μουσσολίνι κατασκευάζει το φράγμα που θα βυθίσει το χωριό για πάντα, δε διστάζει να ακολουθήσει τον άντρα της στα βουνά, κουβαλώντας μαζί της το πιο βαθύ τραύμα, τον βίαιο αποχωρισμό από τη μικρή Μαρίκα, που η θεία της την έκλεψε για να την πάρει μαζί της στη Γερμανία.
Ο Μάρκο Μπαλτσάνο διαθέτει τη σοφία των μεγάλων αφηγητών: συντονίζει τη γραφή του με την αναπνοή των ηρώων του. Με έναν δικό του προσωπικό τόνο δίνει ζωή στην Ιστορία, απεικονίζοντας τη δύναμη μιας κοινότητας τη στιγμή που, κυριευμένη από οργή, αποφασίζει να αντισταθεί. (Από την παρουσίαση στο οπισθόφυλλο του βιβλίου)
“Αυτή η ιστορία που ξετυλίγεται σε τριάντα χρόνια, από το 1920 ως το 1950, μιλάει για τη δυσκολία της απόφασης, να μείνεις ή να φύγεις, μα πιο πολύ για τον πόνο όταν δεν έχεις άλλη επιλογή και δεν ξέρεις ποιος φταίει. Κι αυτό είναι που κάνει αυτό το βιβλίο συγκλονιστικό, και γι’ αυτό η λογοτεχνία, μαζί με το καμπαναριό της Κουρόν, μένει εδώ”. (Corriere della Sera)
“Ο Μπαλτσάνο συνέλαβε ένα μυθιστόρημα που μεγαλώνει μέσα μας από κεφάλαιο σε κεφάλαιο, ένα βιβλίο που, μιλώντας για μια παλιότερη περίοδο, φωτίζει αριστοτεχνικά τη δική μας εποχή, έναν καθρέφτη της σημερινής Ευρώπης”. (L’Espresso)

 

Κριστίνα Πέρι Ρόσι «Μύχιες καταστροφές», Μετάφραση: Άννα Βερροιοπούλου, εκδ.Καστανιώτη, σελ. 130

Σήμερα, που τα μέσα μαζικής επικοινωνίας έχουν μετατρέψει την ατομική και συλλογική ιστορία σε θέαμα, η λογοτεχνία παραμένει ο προνομιούχος χώρος της υποκειμενικότητας. Στο βιβλίο αυτό η Κριστίνα Πέρι Ρόσι μάς επιτρέπει να κρυφοκοιτάξουμε στον ιδιωτικό κόσμο ανθρώπων παγιδευμένων στις προσωπικές τους μανίες: μιας ομάδας φετιχιστών που μοιράζονται τις ερωτικές τους εμμονές, ενός άντρα συνεπαρμένου από μια γυναίκα-φάλαινα, ενός συζύγου που η γυναίκα του τον εγκαταλείπει για κάποια άλλη, ή μιας υπέροχης γραμματέως-μοντέλου-μαμάς που ασφυκτιά μέσα στο οικογενειακό περιβάλλον. Λογοτεχνικοί ήρωες, όμοιοι με τρελαμένα παιδιά, κλεισμένα σε μια βιτρίνα με φιγούρες-σύμβολα, γεμάτα ορμές.
“Κάθε φορά που διεισδύω στα μύχια της ψυχής αυτών των χαρακτήρων, βρίσκω κομμάτια του εαυτού μου”, έχει δηλώσει η συγγραφέας. (Από την παρουσίαση στο οπισθόφυλλο του βιβλίου)
“Το σύνολο του έργου της αποτελεί μια άσκηση συνεχούς κριτικής αναζήτησης, διατηρώντας πάντοτε την αξία του λόγου ως κύρια έκφραση μιας μαχητικής και αφοσιωμένης λογοτεχνίας σε καίρια θέματα της σύγχρονης πραγματικότητας, όπως η θέση της γυναίκας και η σεξουαλικότητα”. (Επιτροπή Βραβείου Θερβάντες 2021)

 

 

Αστυνομικό μυθιστόρημα:

 

Κώστας Θ. Καλφόπουλος «Ό,τι αρχίζει ωραίο τελειώνει με φόνο», εκδ.Καστανιώτη, σελ. 160

Τα λαϊκά νουάρ διηγήματα του Κώστα Θ. Καλφόπουλου μοιάζουν να βγαίνουν από τις κιτρινισμένες και ιλουστρασιόν σελίδες των οικογενειακών περιοδικών μιας άλλης εποχής ή από ταινίες του παλιού, ασπρόμαυρου ελληνικού κινηματογράφου. Ανάμεσα στις γραμμές τους, σαν ολογράμματα, προβάλλουν ο αστυνόμος Μπέκας και ο επιθεωρητής Μαιγκρέ την «αποφράδα μέρα» της 21ης Απριλίου 1967, ο Γιάννης Διακογιάννης φευγαλέα, τα ΒΙΠΕΡ, που κατέκλυζαν τα περίπτερα τη δεκαετία του ’70, μια κίτρινη εσάρπα τον φοβερό μήνα Αύγουστο του 1968, το Αμβούργο, γκρίζο και βροχερό όπως στον Αμερικανό φίλο του Βέντερς, τα λαϊκά κορίτσια των 70s, ένα φονικό παράξενο καλοκαίρι στην Κρήτη, μαζί και μια διαφορετική ληστεία στην Αθήνα τη μέρα του μεγάλου τελικού Άγιαξ-Παναθηναϊκού το 1971. Γραμμένα σε μια περίοδο έξαρσης του αναγεννημένου «είδους», τα διηγήματα του βιβλίου συνομιλούν με την παράδοση του αμερικανικού, κυρίως, νουάρ, εκεί όπου συνυφαίνονται οι μοίρες των ηρώων με τον έρωτα, την πόλη και τον θάνατο. Παράλληλα, συνδέουν το λαϊκό μοτίβο με το ποπ στοιχείο, όπως αυτά αναδεικνύονται σταδιακά τις δεκαετίες του ’60 και του ’70 στη νεοελληνική εκδοχή της καταναλωτικής κοινωνίας.
Ένα ταξίδι σε μια Ελλάδα φωτεινή και σκοτεινή συνάμα, λαϊκή αλλά και νουάρ.

 

Νικ Πατσίνο «Φύλακας άγγελος», εκδ. Καστανιώτη, σελ. 360

Αθήνα, οχτώ το πρωί. Ντυμένος στα μαύρα, ο μυστικός πράκτορας της CIA Πάνος Ντέιλ διαβαίνει για πρώτη φορά τις πύλες της Εθνικής Υπηρεσίας Πληροφοριών. Αποστολή του είναι η εικοσιτετράωρη τηλεπόπτευση μιας ομάδας αναρχικών, της Σπίθας, μέσω ενός προηγμένου λογισμικού, του Intruder, που θα εγκατασταθεί στα άδυτα της ΕΥΠ. Αιτία μια απειλητική προκήρυξη των αντιεξουσιαστών, που στοχοποιεί τον Αμερικανό πρέσβη.
Καθώς προχωρά η παρακολούθηση, ανακύπτουν ερωτήματα που ολοένα και πληθαίνουν. Η Σπίθα είναι μόνο αυτό που δείχνει ή κρύβει κάτι άλλο, πιο σκοτεινό, που κανείς δεν μπορεί να φανταστεί;
Στο μεταξύ ο Πάνος Ντέιλ βρίσκεται αντιμέτωπος με την απρόβλεπτη εισβολή μιας μοιραίας γυναίκας στη ζωή του. Η Ευρυδίκη θα σαρώσει την ψυχή του και θα τον παρασύρει σε ένα ταξίδι μαγικό, γεμάτο συναίσθημα και πάθος, που θα τον αναγκάσει να συγκρουστεί με τις αρχές και τα πιστεύω του.
Ένα κατασκοπικό αστυνομικό θρίλερ που εξερευνά το άβατο των μυστικών υπηρεσιών. Ένα μυθιστόρημα επίκαιρο, όπου τα λογισμικά κατασκοπείας γίνονται τα πιο επικίνδυνα όπλα των σκοτεινών κέντρων εξουσίας.

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top