Fractal

Μια οξύμωρη γέννηση

Γράφει η Λίλυ Αλεξιάδου // *

  

“Λίκνο”, Τριαντάφυλλος Σιδερίδης, Εκδ. Ιωλκός

 

Το Λίκνο είναι η πρώτη ποιητική συλλογή του Τριαντάφυλλου Σιδερίδη. Από το εναρκτήριο κιόλας ποίημα, με τίτλο «Δικαίωμα», ο νέος ποιητής συστήνεται σκιαγραφώντας το συναισθηματικό πορτρέτο του και εκθέτοντας τα βασικά στοιχεία της υπαρξιακής του ταυτότητας. Πρώτοι στίχοι του ποιήματος και της συλλογής: «Ένα μπαλκόνι. / Αυτό πεθύμησα / λειψός στο κρύο δωμάτιο.». Συγκάτοικος με το αδιέξοδό του, ζωντανός-νεκρός, ξένος και κυριευμένος από τον φόβο, «κομπάρσος / στην κεντρική σκηνή του χώματος», το ποιητικό εγώ επιθυμεί ένα μπαλκόνι με θέα στον κόσμο και στα χρώματα, το οποίο αποδεικνύεται βέβαια πως δεν εξασφαλίζει καμία διαφυγή από ένα παρόν εφιαλτικό. Σαν άλλη «Περσεφόνη», καταλήγει ανέλπιδος στο τέλος του ποιήματος: «Μια απαίσια αίσθηση απελπισίας / ταξιδεύει στην πλάτη μου. / Είναι μέρες πια / που συνήθισα το σκοτάδι. / Ντρέπομαι να βγω στα χρώματα. / Φοβάμαι. / Δε ζω πια σε εφιάλτη. / Είμαι ο Εφιάλτης.».

Αυτό το «δικαίωμα» που διεκδικείται στον τίτλο του πρώτου ποιήματος του Λίκνου παραμένει ανέφικτο και το ποιητικό εγώ, αποδεκατισμένο, παλεύει να συγκρατήσει την πτώση του, όμως διαρκώς διαπιστώνει πως δεν χωρά στην πραγματικότητα. Η θεματική του ζωντανού-νεκρού επανέρχεται επίμονα και συνδιαλέγεται με τη θεματική του ρημαγμένου και γερασμένου σώματος, που αναμετριέται με μια ποίηση φθαρμένη, φτιασιδωμένη, σαπισμένη: «Η Ανάγκη / ντύνεται φτηνή Τέχνη. / Οι ρυτίδες / άγαρμπες πόρνες στο σώμα […] πιο νεκρός κι από τους νεκρούς […] Στον κήπο της Έμπνευσης / σάπιες νότες φυτρώνουν πια. / Με αυτές τρέφονται / τα λιμασμένα μου όνειρα / και μάλιστα, μου φιλούν το χέρι!».

Ο κόσμος είναι μια «τσαλακωμένη παράσταση» και το «μουχλιασμένο θεατρικό επίπεδο της οπτικής» περιορίζει τη θέαση, ξεθωριάζει τα χρώματα, εμποδίζει την ελευθερία του βλέμματος, ακυρώνοντας τον δεσμό του υποκειμένου με το πραγματικό: «Με μάτια από στάχτη / ερέθιζα όλα τα αντικείμενα / κανένα δεν ανταποκρίθηκε. / […] Βδελυρός κάπρος εκείνο το βλέμμα / αγκύλωσε τις Αισθήσεις.». Το ποιητικό εγώ αυτοπεριορίζεται στην παρατήρηση ενός νεκροζώντανου εαυτού, μπαινοβγαίνει στον τάφο του, «τυφλός σκελετός», πρόωρα γερασμένος, «Γρήγορα γέρασα / σου το είπα. / Σαν φύλλο τώρα / φθίνω αργά. / Ανάτασή μου / θα είναι η παύση», ανασκαλεύει τη μνήμη για να βρει ερείσματα, αλλά η έκβαση της πάλης με τις αναμνήσεις παραμένει αβέβαιη: «Μάταια πάλευες / όλη νύχτα / με την πιο σαγηνευτική μνήμη. / Κι εκείνη η αποτυχία / βήμα νίκης. / Τώρα πια / σταφιδιασμένο το δέρμα τους […] / Κι όμως! / Μπορούν ακόμα / και ρωτούν: / «Με φοβάσαι;». Αυτή η δύσκολη σχέση με το παρελθόν δεν εγγυάται τη συνοχή της σκόρπιας ύπαρξης και αναγκάζει το ποιητικό εγώ να συμφιλιωθεί με τη μοίρα μιας πορείας χωρίς σκιά, στερημένης από το φως: «Η Μνήμη δεν θα σου παραδοθεί […] / Καμιά είδηση / δε θα σκιάσει την πορεία εφεξής. / Θα ζήσουμε νεκροί / να κάτι καινούριο!».

Η καταλυτική αποξένωση ωθεί την ποίηση του Σιδερίδη σε έναν ιδιότυπο αναχωρητισμό. Ενώ δεν καταφέρνει να βρει διαφυγή προς τον άλλο, κρατά προφυλαγμένες τις κρυμμένες δυνάμεις της, σε κατάσταση αναμονής και σιωπηρής επαγρύπνησης: «Σε έναν κόσμο που ουρλιάζει / ήρθα βουβός.». Αυτή η πορεία σε πρώτο ενικό πρόσωπο, που επιζητά τη σκιά της για να επικυρώσει μια ταυτότητα και μια θέση ανάμεσα στους ζωντανούς, στα τελευταία ποιήματα της συλλογής, ανοίγεται πιο θαρραλέα στο πληθυντικό εμείς και την προοπτική του. Αν στο εναρκτήριο «Δικαίωμα» το ποιητικό εγώ διαπίστωνε ότι «το χαμόγελο με εγκατέλειψε / εδώ και μήνες» και ότι «ντρέπομαι να βγω στα χρώματα», στο προτελευταίο ποίημα με τίτλο «Καταφυγή» βεβαιώνει: «γαλάζια θα αγναντεύουμε […] / Και θα χαμογελάμε.». Το βλέμμα κατορθώνει κάποτε να διαπεράσει τον θολό ορίζοντα της απομόνωσης και να ξανοιχτεί σε έναν μελλοντικό χρόνο, αν όχι διαφεύγοντας, πάντως καταφεύγοντας σε ένα φανταστικό και απελευθερωτικό πέταγμα συμφιλίωσης με τη μνήμη, με το ακυρωμένο όνειρο, με την ακατόρθωτη λέξη. Μια οξύμωρη και αντίστροφη γέννηση, που ξεκινά από το γήρας, συντελείται στο υπαρξιακό Λίκνο του Σιδερίδη με πολλά υποσχόμενο βίο.

 

 

Τριαντάφυλλος Σιδερίδης

 

 

ΚΑΤΑΦΥΓΗ

 

Στη φαντασία πάντα θα πετάμε

χωρίς ανέμους

χωρίς οδηγούς.

Σαν μεθυσμένες φλόγες

σαν ομίχλη χορεύτρια.

Το στόμα μας άχρονο

θα ξεραίνεται

μπροστά σε όσα αφήσαμε.

 

Πότε θολά

πότε μακριά

γαλάζια θα αγναντεύουμε

ξενυχτώντας ανέλπιδα

σε στιγμές απάτητες

– σαν μνήμες

που ξεθώριασαν τελείως.

Και θα χαμογελάμε.

Και θα χαμηλώνουμε.

 

Κοίτα πίσω

σε πόσες μυρωδιές λείψαμε.

Αλλά και πόσες επιθυμίες

μουσκέψαμε στο αργότερα.

Μόνοι συνοδοιπόροι

τα γράμματα

που αρνήθηκαν να γίνουν λέξεις

και τα όνειρα

που παράτησαν το φαγητό τους.

 

[Τριαντάφυλλος Σιδερίδης, Λίκνο, Ποιήματα, Β’ έκδοση, Ιωλκός, Αθήνα, 2018]

 

 

 

* Η Θεοδούλη (Λίλυ) Αλεξιάδου είναι διδάκτωρ Νεοελληνικής Φιλολογίας του Παν/μίου Paris IV-Sorbonne, ΕΔΙΠ του Τμήματος Θεατρικών Σπουδών ΕΚΠΑ.

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top