Fractal

Διήγημα fractal: “Να σμίξουμε”

Του Άγγελου Ποθουλάκη // *

 

 

 

 

Οι καιροί φέρναν αντάρα. Μια ταραχή θαρρείς και είχε διαποτίσει τον αέρα τον ίδιο και τον κλωθογύριζε άστατα, δεξιά και αριστερά, πάνω και κάτω. Και εμείς τον ρουφούσαμε αχόρταγα, διψασμένοι για λευτέρωμα. Μα αντί για την ανάλαφρη πνοή του, εκείνος μας μετέδιδε την ανησυχία αυτή και μας την απίθωνε βαριά ˙ λες κι ήθελε να ξαλαφρώσει. Και έτσι, ούτε στις πιο βαθιές μας και εναγώνιες εκπνοές δεν καταφέρναμε να αποτινάξουμε κείνο το βάρος, το πλάκωμα που μας είχε όλους καταβάλλει μα που κανείς μας δε μιλούσε για αυτό, σαν από ντροπή, σαν από βεβαιότητα πως στον εαυτό μας μόνο έμοιαζε βαρύς ο ουρανός και μολυβένιος. Κι ούτε γαλάζιο τ’ ουρανού, ούτε φεγγάρια μισοσβησμένα από τα σύννεφα τα βράδια, ούτε βήματα ανάλαφρα να ηχούν, ούτε θροΐσματα των φύλλων να γεννούν μουσική που κάνει τις καρδιές να λικνίζονται στις απαλές στροφές της. Μονάχα βλέμματα φευγαλέα, φοβισμένα και στεγνά, μονάχα κήποι με πεσμένα φύλλα, μονάχα αμμουδιές στενές και μετρημένες, μονάχα θάλασσα που στέκει ακίνητη και ξεπλυμένη από το μεγαλείο της λαμπερής της όψης. Μα πάνω απ’ όλα, ούτε σιωπή, ούτε σταγόνα από την ιερή μετάληψή της, απ’ το γλυκύτατο εκείνο βάλσαμο του βελουδένιου ήχου της. Ούτε σιωπή. Η σιωπή είχε πεθάνει. Μουδιασμένοι όλοι, και τρομαγμένοι από κείνο το κύκλωμα του ζόφου που ολοένα νιώθαμε γύρω μας να στενεύει, ξορκίζαμε το κακό φωνάζοντας. Φωναχτά μιλούσαμε, φωναχτά κλαίγαμε, φωναχτά στενάζαμε κάτω απ’ το βάρος του καιρού. Κραυγάζαμε φλυαρίες ανούσιες, κενές, ουρλιάζαμε ξεστομίζοντας τις πιο κοινότυπες ευχές. Και πίσω απ’ όλη τούτη τη βουή, σα να μη μας κάλυπτε ούτε κείνη, βάλαμε υπόκρουση στέρεη και δυνατή. Βάλαμε τις κόρνες μας να ηχούν, τις τηλεοράσεις μας να μιλάνε, θέσαμε κάθε μέσο που ‘χαμε σε λειτουργία, να σβήσει κάθε επίφαση σιωπής. Μα δε μας έφτανε μονάχα αυτή να ξορκίσουμε. Έπρεπε και το σκοτάδι να νικήσουμε. Έπρεπε η νύχτα κάποτε να σβήσει. Να σβήσει ο φόβος, μα προπάντων να σβήσει ο στοχασμός που εκείνη φέρνει. Και φέραμε τους δυνατότερους προβολείς και τους παρατάξαμε στους δρόμους μας και τις πλατείες στραμμένους πάνω μας, να φέγγουν κάτω απ’ τον μαύρο ουρανό, να σβήσουν το απαλό τρεμούλιασμα των άστρων. Ντύσαμε τα βαριά μας κτίσματα με παρδαλές επιγραφές, φωτεινές και παγωμένες. Στολίσαμε με λάμπες τα παραθύρια μας, τα τραπέζια μας, λάμπες και μέσα στις στενές ντουλάπες μας. Κρεμάσαμε φωτάκια γύρω απ’ τους λαιμούς μας, πετάξαμε τα ταπεινά κεριά και τα αντικαταστήσαμε με τις δυνατότερες λάμπες του εμπορίου, μικρές, κομψές και υψηλής ενεργειακής απόδοσης. Φωτάκια, φωτάκια παντού, να συσκοτίζουν τον ξύπνιο και να μουτζουρώνουν τον ύπνο μας.

Και μέσα εκεί, κάπου σ’ όλη τούτη την αχλή, σ’ εκείνο κει το φρένιασμα, είδα το μήνυμά του σε μια οθόνη φωτισμένη κάποιας συσκευής. Δεν έλεγε πολλά. Ή αν έλεγε, εγώ μονάχα δυο λέξεις συγκράτησα. Δυο λέξεις και τέσσερις συλλαβές. Να σμίξουμε. Κάτι κρυβόταν, κάτι δονούνταν σε εκείνες τις τόσο λίγες συλλαβές. Το ένιωσα αμέσως. Κάτι άλλο από κείνη την τρέλα που τριγύριζε φρενιασμένη. Μια τρέλα ίσως και αυτή, μα άλλη. Μια τρέλα που τη λαχταρούσα δίχως να τη γνωρίζω. Το απόγευμα, στο δρόμο, μες στις φωνές του πλήθους, το χτύπημα των τακουνιών μου μού ‘δινε έναν ρυθμό ακράτητο. Ηχούσαν αλλιώς τα βήματά μου, μου δίναν μια σιγουριά, μια βεβαιότητα για κάποιον προορισμό υψηλό μα ταυτόχρονα γλυκό και οικείο, μακριά απ’ το δέος που γεννά το άπιαστο. Τον είδα. Μου ‘γνεψε σιωπηλός, μ’ ένα χαμόγελο συγκρατημένο. Του το ανταπέδωσα μέσα στη ζάλη μου, ή τουλάχιστον έτσι νομίζω. Κάτσαμε κάπου απόμερα, όσο γινόταν μακρύτερα από το καθετί που μας τραβούσε πίσω στον κόσμο. Δεν είπαμε τίποτα. Απολαμβάναμε μονάχα το αγκάλιασμα των ματιών. Κι ύστερα, πάνω στο κρύο μάρμαρο του τραπεζιού, ήρθε το χέρι του ν’ αγγίξει το δικό μου. Πρώτα αργά, διερευνητικά, όπως κανείς διστάζει να προχωρήσει μπροστά σ’ ένα πεδίο άγνωστο και ξένο. Μα η θέρμη της αφής, μια θέρμη που ‘δειχνε για πάντα πια χαμένη, μας συνεπήρε και τους δυο. Και σφίχτηκαν τα χέρια αναμεταξύ τους και δέσανε καλά, σα να βρήκαν επιτέλους, μετά από ανείπωτες θυσίες και μύριους κόπους, τη θέση τους στον κόσμο. Και τα μάτια μας ακόμα, έπεφταν πια πάνω σε κείνο το αγκάλιασμα των χεριών και λαίμαργα το περιεργάζονταν, ώσπου κλείσανε και αυτά και απόμεινε μονάχα το δέρμα μας να αναπνέει, να σφίγγεται, να ζει. Και κάποτε, βαθιά μέσα στη νύχτα, με το χέρι μου μέσα στο δικό του, περάσαμε κάτω από χίλιους προβολείς και μέσα από σφυρίγματα στριγκά -οι αχοί μιας μάχης που δίναν όλοι ενάντια στον εαυτό τους – και ανοίξαμε την πόρτα και μπαίνοντας την κλείσαμε. Δεν σκεφτήκαμε στιγμή. Όλα έγιναν αβίαστα. Κάναμε κείνο που ‘δειχνε το μόνο φυσικό σ’ όλο τον κόσμο, το μόνο που ξένο δεν φάνταζε, που δεν απόδιωχνε τα όσα βαθύτερα ποθούσαμε. Σμίξαμε.

Κανένας διακόπτης δεν πατήθηκε ούτε για μια στιγμή. Μες στο σκοτάδι ήτανε που σμίξαν οι ψυχές μας. Μες στο σκοτάδι και τη σιωπή που μόνο διακόπτονταν, αραιά και πού, από μια υποψία φεγγαριού απ’ τ’ ανοιχτό παράθυρο και από τη μουσική που γένναγε τ’ αγκάλιασμά μας.

 

 

 

* Ο Άγγελος Ποθουλάκης γεννήθηκε στο Ηράκλειο Κρήτης το ’93, ζει στα Χανιά ακροβατώντας σε ύψος ασφαλές, απεχθάνεται το τρίτο πρόσωπο όταν αναφέρεται στον ίδιο και αποφεύγει κατά το δυνατόν τα βιογραφικά σημειώματα – ίσως επειδή τα δικά του είναι κάπως φτωχά. (Η Παραίτηση)

 

 

 

Ετικέτες:
ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top