Fractal

Τρία ποιήματα περί μνήμης

Γράφει η Μαρία Μίτλεττον //

 

 

 

 

 

21 μοναχά γραμμάρια

 

Η Μνήμη βγήκε το λοιπόν ξανά

με το λουλουδισμένο ρούχο της.

Φόρεσε επιδέσμους,

καμουφλάρισε τους μώλωπες, τις εγκοπές,

προπάντων τις ραγάδες,

τα εγχάρακτα αρχαία γράμματα του τοκετού,

πήγε στο πλησιέστερο μπακάλικο

να πάρει απολυμαντικό.

Και την εζύγιασε και πάλι ο μπακάλης.

«21 μοναχά γραμμάρια, δεν πήρες ούτε δράμι.

21 μοναχά γραμμάρια

αποτελούμενα από σκέτες φλέβες κι αμυχές.

21 μοναχά γραμμάρια

όσα μια κουταλιά ακαθάριστες φακές».

Έφυγε το λοιπόν προσβεβλημένη η Μνήμη.

Πάντα της φεύγει ανάστερη και ζοφερή.

Πηγαίνει σπίτι της, πετά τους επιδέσμους,

το λουλουδισμένο ρούχο,

λούζει το σώμα της και ζέχνει και βρωμοκοπά.

Βάζει ξανά τα βαφτικά,

τις κρέμες τις αντιγηραντικές.

Βγαίνει την άλλη μέρα καθαρή.

Βαστά κάτω απ’ την αμασχάλη της μιαν ονειροπαγίδα,

μια κρυφή μεγάλη πέτρα,

τέσσερα κουκιά.

Γελά ο μπακάλης,

«Μα τι πάθατε όλες κι επιμένετε να σας ζυγιάζω κάθε μέρα και στιγμή;

21 μοναχά γραμμάρια, δεν πήρες ούτε δράμι. Βάρος τελικό.

21 μοναχά γραμμάρια

αποτελούμενα από σκέτες φλέβες κι αμυχές.

21 μοναχά γραμμάρια όσα κι η άλλη,

η Ψυχή».

 

 

 

 

Η Πρίσκιλλα

 

Πνιγμένη από τη σκόνη κι από τους λυγμούς

τη βρήκε η Πρίσκιλλα

στην πόρτα όπως άπλωνε τα χράμια

και βαστούσε την καρδιά.

«Τον πήρανε», κραύγασε η Πρίσκιλλα.

«Πήγε μονάχος του στο όρος των Ελαιών.

Ύστερα τον συνέλαβαν

και τον οδηγήσαν εμπρός στον δικαστή».

Έδεσε η άλλη τη ματόχρωμη μαντήλα της

και κίνησε αμίλητη στον Γολγοθά.

Αμίλητη εδέχθη και κατόπιν τα καρφιά.

Ήξερε όμως.

Της το είπε η Πρίσκιλλα,

κι ύστερα μες στον ύπνο της το προαισθάνθηκε,

ξύπνησε κι άρχισε να πλένει χράμια

και να τραγουδά νανουρητά.

Ήξερε, της το είπε η Πρίσκιλλα

πως δεν θα του ‘πλενε ποτέ τα κόκκαλα.

Και πως η μάνα της η Άννα θα τον υποδέχονταν

να του φιλήσει τα μαλλιά

εκεί που τριγυρνούσε μες στους κήπους της,

μες στ’ ασφοδίλια του αιώνιου ύπνου.

Η Πρίσκιλλα επήγε

και στης Λούλας το φτωχόσπιτο

κάποια φορά,

την ώρα π’ άπλωνε τ’ ασπρόρουχα στ’ Αυγούστου το σχοινί.

Κοίταζε τον ολάνοιχτο αυγινόν ορίζοντα της Μεσαριάς,

πλέριαζε τις ολόκεντες μαξιλαρόθηκες

με προσευχές και φυλαχτά.

Ούρλιαζε μες στη σκόνη της η Πρίσκιλλα,

τραβούσε τα μαλλιά.

«Μ’ έστειλεν η Μαρία», φώναζε

«Δεν θα’ ρθει ο Κωστής, ακούς;»

Μα η Λούλα δεν την άκουγε μήτε την έβλεπε η θολή.

Μόλις που άπλωσε τ’ ασπρόρουχα.

Μόλις που έβρασε τα κόλλυβα της μάνας της,

για να τα πάρει του παπά.

Ως το απόγεμα που θα επέστρεφε ο Κωστής απ’ τη δουλειά.

Ως τότε θα προλάβαινε να πιει ένα καφέ.

Ως τότε θα προλάβαινε να φανταστεί τη μάνα της

να τριγυρνά μέσα στους κήπους της,

μες στ’ ασφοδίλια του αιώνιου ύπνου.

 

 

 

Αν γυρίσεις τα μάτια μου

 

Αν γυρίσεις τα μάτια μου,

θα δεις από κάτω

τα λιβάδια που κιτρίνισαν

και που δεν γίνηκαν ακόμα,

τον ασβεστόλιθο που γέλαγε,

νερό άλλοτε στα πρώιμα πόδια του,

το μοιρογνωμόνιο που έσπασες

εκείνη τη μέρα

που αποτυπώθηκες στο μάγουλό μου

σε μιαν άστοχη αγκαλιά.

Όμως να,

οι τυμβωρύχοι βρίσκουν τα μάτια μου

κι από κάτω τους το ιερό με τις επτά κάμαρες

τα αναθήματα, τα ειδώλια

την πηγμένη τρυφεράδα.

Βρίσκουν την Αγιδώ και τα άλλα

σαστισμένα κορίτσια

που πέταξαν τα στεφάνια τους

και παρατήσαν τον χορό

με τ’ απλωμένα χέρια τους

να μυρίζουν ακόμα καρύδα.

Όμως να,

οι τυμβωρύχοι ξύνουν το χώμα μου

με το αδίστακτο τρακτέρ

και φυτεύουν παραδίπλα την ταμπέλα τους

χωρίς αιδώ:

«Προσοχή! Εκτελούνται ανασκαφαί».

 

(Από τη συλλογή «Γυναικών Λόγος»)

 

 

 

 

Ετικέτες:
ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top