Fractal

Εν περιλήψει

Γράφει η Γιόλα Πετρίτση //

 

Μαρία Μανωλέλη «Μέσα Πέτρα», εκδ. Ποταμός

 

Στα ημιορεινά της Κρήτης, βρίσκεται η Πέτρα, ένα χωριό, που αρχικά κτίστηκε πάνω στο βουνό, που όμως σιγά σιγά απλώθηκε και στην πλαγιά, που ήταν γεμάτη ελαιόδεντρα. Τα σπίτια στις αυλές τους είχαν καρυδιές, χαρουπιές και λιόδεντρα. Έτσι με τις σκιές των δέντρων είχε δημιουργηθεί στην περιοχή μία αντίληψη κακοτυχίας. Τα σπίτια, που είχαν κτιστεί στη σκιά των δέντρων, ανάλογα με τη μοίρα της οικογένειας, που τα κατοικούσε, χαρακτηρίζονταν καλοΐσκιωτα ή βαρίσκιωτα, οπότε αν ένα σπίτι είχε χτυπηθεί από συμφορές αυτός, που πέρναγε από εκεί, πρόσεχε να μην πατήσει στα σημεία, που έπιανε η σκιά, μην τυχόν και τον αγγίξει το κακό.

Ο τόπος έβγαζε ξακουστό λάδι και ξακουστές ήταν και οι υφάντρες του, που προμήθευαν όλες τις αρχοντικές οικογένειες του νησιού και όχι μόνο. Ο τόπος δεν είχε τουριστικό ενδιαφέρον, γιατί δεν ήταν κοντά στη θάλασσα. Ένα από τα σπίτια του χωριού ανήκε στην οικογένεια Καλογεράκη, που στον πόλεμο οι Γερμανοί τουφέκισαν τον άντρα του σπιτιού κι έμεινε η γυναίκα του χήρα με τρία αγόρια, που ο πρωτότοκος ήταν ο  Ηλίας. Απέναντι από το σπίτι του Καλογεράκη ήταν το σπίτι του παπά, ο οποίος είχε δυο κορίτσια, που η μεγαλύτερη ήταν η Βιργινία και την  ανέτρεφε με αυστηρές αρχές, να μην βγαίνει από το σπίτι και να μην παίζει με τα παιδιά της γειτονιάς. Έτσι η Βιργινία ζούσε κρυμμένη πίσω από τη βαριά υφαντή κουρτίνα του παραθύρου της και παρακολουθούσε ανελλιπώς το σπίτι του Καλογεράκη, οπότε ήξερε τα πάντα γι’ αυτούς και από τα τρία αγόρια είχε ξεχωρίσει τον Ηλία, γιατί ήταν κλειστός τύπος και λιγομίλητος. Της άρεσε και ήταν ερωτευμένη μαζί του, παρ’ όλο που άκουγε από τον πατέρα της, ότι αυτός δεν πάταγε ποτέ ούτε στην εκκλησία, αλλά ούτε και στο σχολείο, μόνο τριγυρνούσε συνέχεια με μια σφεντόνα στο χέρι. Ο Ηλίας βέβαια, αφού δεν είχε δει ποτέ του την Βιργινία, δεν ήξερε καν ότι υπήρχε, αλλά ούτε γι’ άλλα κορίτσια ενδιαφερόταν. Εκείνος αγαπούσε να στήνει ξόβεργες και με τη σφεντόνα του να βρίσκει στόχο. Όταν έπιανε πουλιά εκείνο, που έκανε, ήταν να τα μαδάει επί τόπου, να τα ξεκοιλιάζει και να τα δίνει στη γιαγιά του να τα μαγειρεύει. Η Βιργινία πίσω από το κουρτινάκι της τον είχε δει να μεγαλώνει, να ντύνεται φαντάρος και να πηγαίνει στο στρατό, τον είδε να ντύνεται γαμπρός και να παντρεύεται, τον είδε που έκανε παιδιά, που συνόδεψε τη μάνα του αξύριστος και μαυροντυμένος στο νεκροταφείο  και αργότερα, που συνόδεψε τη γυναίκα του. Τον έβλεπε επίσης να βλαστημάει και να γυρίζει μεθυσμένος. Οπότε μέσα σ’ αυτά τα χρόνια κατάφερε κι αυτός να την γνωρίσει και την συμπεριέλαβε στους ελάχιστους γνωστούς, που είχε, κι από αυτήν δεχόταν απλά χωρίς τίποτε άλλο, το πεσκέσι, που του πήγαινε.

Η Βιργινία είχε βαθύ αίσθημα γι’ αυτόν στην καρδιά της, γι’ αυτό έμεινε και ανύπαντρη, εξαιτίας αυτού έδιωξε δυο συνοικέσια, που της έκαναν, ενώ η αδελφή της παντρεύτηκε και πήγε να ζήσει στα Χανιά. Εκείνη έμεινε στο σπίτι γηροκόμησε τους γονείς της και όταν πέθαναν έμεινε ολομόναχη. Για να νιώθει ότι υπάρχει και κάτι προσφέρει, πήγαινε σε κηδείες και στο νεκροταφείο κι άναβε όλων τα καντήλια και παρευρίσκετο ανελλιπώς στις αγρυπνίες όλων των πεθαμένων του χωριού, γι’ αυτό και την είχαν ονομάσει «ξαγρυπνού».

Στο χωριό υπήρχε και η οικογένεια του Μανούσου Αντωνακάκη, που με τη γυναίκα του τη Ζαχαρένια είχαν δυο παιδιά, τον Κωνσταντή και την όμορφη Δέσποινα. Η Δέσποινα στην εφηβεία ερωτεύτηκε τον Ανδρέα Παπαδάκη, που όμως ήταν φτωχός και ορφανός, που τον μεγάλωνε μία θεία του. Όταν το έμαθαν οι γονείς της Δέσποινας δεν ήθελαν με τίποτε να πάρει η κόρη τους αυτόν τον ξεβράκωτο και έκαναν τα πάντα να τους χωρίσουν. Η Δέσποινα που αγαπούσε πολύ τον Ανδρέα τον παρακαλούσε να την κλέψει, αλλά ο Ανδρέας δεν έβρισκε σωστή αυτή τη λύση. Αυτός επειδή στο πανηγύρι του Δεκαπενταύγουστου γνώρισε έναν, που είχε πάει στην Αμερική κι έκανε περιουσία, θέλησε να πάει κι αυτός στην Αμερική, να αποκτήσει περιουσία και τότε να ζητήσει από τους γονείς της τη Δέσποινα, για να την παντρευτεί. Ο άνθρωπος αυτός  θα τον έπαιρνε στη δουλειά του κι έτσι αποφάσισε να φύγει. Η Δέσποινα του ζήτησε να την πάρει μαζί του, αλλά αυτός δεν δέχτηκε, όμως της υποσχέθηκε, ότι θα της έγραφε καθημερινά. Πράγματι τον αποχαιρέτησε και μετά από μερικές ημέρες πήρε το πρώτο γράμμα του. Όταν όμως οι γονείς της αντιλήφθηκαν, ότι η Δέσποινα δεν θα τον ξέχναγε αφού θα είχαν αλληλογραφία, αποφάσισαν και πλήρωσαν αδρά τον ταχυδρόμο, να μην στέλνει στην Αμερική τα γράμματα, που θα του δίνει η κόρη τους, αλλά ούτε να της δίνει τα γράμματα, που θα έρχονται από την Αμερική κι επειδή φαντάστηκαν ότι η θεία του μπορεί να παίρνει γράμματα και να μαθαίνει η κόρη τους μέσα από αυτήν, πλήρωσαν τον ταχυδρόμο να μην δίνει ούτε σ’ αυτήν τα γράμματα του Ανδρέα.

Η Δέσποινα είχε στεναχωρηθεί πολύ, που πέρναγε ο καιρός και δεν έπαιρνε γράμμα από τον Ανδρέα, που άρχισε να μην τρώει και είχε αδυνατίσει πολύ. Η μητέρα της φοβούμενη μην αρρωστήσει, σκέφτηκε κάτι, που θα την έκανε να τον ξεχάσει για πάντα. Έβαλε μία εξαδέλφη της, που έμενε στην Αμερική όμως σε άλλη πόλη, που αυτή δεν ήταν δυνατόν να γνωρίζει τον Ανδρέα, όμως την παρακάλεσε να πάει στο σπίτι τους και να πει, ότι έμαθε πως ο Ανδρέας έχει παντρευτεί κι έχει και παιδί. Μετά από την μεγάλη πίεση της Ζαχαρένιας η γυναίκα πήγε στο σπίτι και ανακοίνωσε στη Δέσποινα πως ο Ανδρέας είχε παντρευτεί και είχε και παιδί, οπότε η Δέσποινα έκλαψε πολύ, στεναχωρήθηκε, δεν μπορούσε να πιστέψει πως την ξέχασε, αλλά μην μπορώντας να κάνει κάτι άλλο αφέθηκε στις επιθυμίες των γονιών της χωρίς καμία αντίρρηση. Έτσι ο Μανούσος της βρήκε αμέσως γαμπρό τον Ηλία τον Καλογεράκη, επειδή γειτόνευαν τα χωράφια τους κι έκλεισαν την συμφωνία στο καφενείο. Η Δέσποινα παντρεύτηκε τον Ηλία κι έκαναν τρία παιδιά, τον Ηρακλή, την Αρετή και τον Μιχάλη, αλλά η Δέσποινα δεν περνούσε καθόλου καλά, γιατί αυτός γύριζε στο σπίτι μεθυσμένος την έδερνε, την έβριζε και την τράβαγε από τα μαλλιά. Εκείνη δεν μίλαγε, αλλά έδινε όλη της την αγάπη στα παιδιά της, έπαιζε μαζί τους και τα βοηθούσε στα μαθήματα. Εκείνος που ήταν αυτοκόλλητος με τη μάνα του ήταν ο Μιχαλιός, που τ’ αδέλφια του τον έλεγαν «κουλούκι». Την άσχημη συμπεριφορά του Ηλία, προς την κόρη της, την είχε δει και η μάνα της, αλλά κι αυτή δεν έλεγε τίποτε, παρά άφηνε το παιδί της να υποφέρει.

Τον Δεκαπενταύγουστο, που ο μεγάλος ήταν κοντά στα έντεκα, η Αρετή εννιά και ο μικρούλης έξι, ήρθε από την Αμερική ο Ανδρέας, πλούσιος πια. Εκείνη την ημέρα γινόταν το πανηγύρι στο χωριό, όπως κάθε χρόνο, και η Δέσποινα έφτιαξε γλυκά για να τα πάει στην εκκλησία, κι ετοίμασε τα παιδιά για να πάνε να κοινωνήσουν. Κατά το βραδάκι ξεκίνησε και το γλέντι με μουσική στην πλατεία. Ο Καλογεράκης πήγε αργότερα κι έκατσε δίπλα στον Μανούσο και ξεκίνησε να πίνει. Στο τραπέζι τους είχε καθίσει το νιόπαντρο ζευγάρι, που ήταν ο αδελφός της Δέσποινας με την γυναίκα του. Ο Ανδρέας πήγε κι αυτός στο γλέντι, αλλά κάθισε στην απέναντι πλευρά, γιατί ήθελε να την βλέπει. Όταν το νιόπαντρο ζευγάρι σηκώθηκε να χορέψει, η νύφη τράβηξε την Δέσποινα να χορέψει κι αυτή μαζί τους. Η Δέσποινα χόρεψε με την ψυχή της, σαν να μην την έβλεπε κανείς. Μετά από λίγο ο Καλογεράκης την διέταξε να πάει στο σπίτι με τα παιδιά, για να τα βάλει να κοιμηθούν και να τον αφήσουν ήσυχο. Η Δέσποινα σηκώθηκε να φύγει, αλλά λίγο πριν απομακρυνθεί την πλησίασε ο Ανδρέας δήθεν να την χαιρετήσει και της είπε πως το βράδυ θα κοιμηθεί στο μετόχι. Η Δέσποινα κατάλαβε τι εννοούσε, γιατί εκεί ήταν ο κρυφός τόπος που συναντιόντουσαν και αντελήφθη ότι ήθελε να συναντηθούν, γι’ αυτό πήγε τα παιδιά να κοιμηθούν στη μητέρα της, λόγω της μουσικής, που ακουγόταν δυνατά μέχρι το σπίτι της και τα παιδιά δεν θα μπορούσαν να κοιμηθούν. Φεύγοντας για το μετόχι δεν ήξερε τι να κάνει. Ένιωθε πολύ θυμωμένη, που την είχε ξεχάσει τόσο γρήγορα και δεν ήξερε αν έπρεπε τα χέρια της να τον χτυπάνε ή να τον αγκαλιάζουν. Όταν έφτασε είδε τον Ανδρέα να την κοιτά με το πιο γλυκό του βλέμμα, αλλά καθώς ήταν θυμωμένη προσπαθούσε να βρει τις λέξεις, για να τον ρωτήσει τον λόγο, που την παράτησε, τον ρώτησε επίσης αν είναι παντρεμένος κι αν έχει παιδί και γιατί της έγραψε μόνο ένα γράμμα. Εκείνος της απάντησε, ότι δεν παντρεύτηκε ποτέ και ότι δεν της έγραψε μόνο ένα γράμμα, αλλά εκατό και της είπε ότι από αυτήν πήρε μόνο μία κάρτα κι αυτή από το Ηράκλειο, με δυο λόγια μόνο σαν τελεσίγραφο. Της είπε και για το τηλεφώνημα, που έκανε στο καφενείο και απάντησε ο πατέρας της, που του είπε ν’ αφήσει ήσυχη την κόρη του, γιατί παντρεύτηκε. Του είπε και για τη θεία της, που μένει στο Σικάγο, και της είπε πως ο Ανδρέας  ήταν παντρεμένος. Αυτός όμως της απάντησε πως δεν την ήξερε αυτή τη θεία της, γιατί το Σικάγο είναι μία πόλη, που βρίσκεται πολύ μακριά από εκεί που έμενε ο Ανδρέας, οπότε κατέληξαν στο συμπέρασμα, ότι όλα αυτά ήταν μια σκευωρία, που έκαναν οι γονείς της, για να τους χωρίσουν και ότι τα γράμματα δεν τα πήρε κανείς τους, εξαιτίας του ταχυδρόμου κι αμέσως  θυμήθηκε η Δέσποινα την ξαφνική φιλία του πατέρα της με τον ταχυδρόμο. Τότε πήγε στην αγκαλιά του, τον φιλούσε ανάμεσα σε χαμόγελα και δάκρυα και του είπε, πως αφού δεν περνά καλά με τον άντρα της, θέλει να τον παρατήσει και να πάει μαζί του, εφόσον δέχεται και τα παιδιά της κι αποφασίστηκε να κάνει ο Ανδρέας τις απαραίτητες ενέργειες, για να μπορέσουν να φύγουν. Πριν φύγει κανόνισαν να συναντηθούν το επόμενο βράδυ.

 

Μαρία Μανωλέλη

 

Η Δέσποινα γύριζε στο σπίτι τρισευτυχισμένη. Ο Καλογεράκης είχε ήδη επιστρέψει, ήταν μεθυσμένος και μπαίνοντας στην αυλή σκόνταψε και χτύπησε το κεφάλι του, που έτρεχε αίμα. Τη ρώτησε, που ήταν κι άρχισε να τη βρίζει και της είπε πως χόρευε, σαν πουτάνα. Ενώ η Δέσποινα συνήθως σώπαινε, όταν αυτός έβριζε και φώναζε, αλλά αυτή τη φορά είχε πάρει θάρρος από τον Ανδρέα, του είπε ότι τον βαρέθηκε και θα τον παρατήσει, οπότε αυτός την άρπαξε από τα μαλλιά, την πέταξε κάτω και την κλώτσαγε στα πλευρά. Κάποια στιγμή όμως η Δέσποινα κατάφερε να σηκωθεί κι έτρεξε στην κάμαρά της και κλείδωσε την πόρτα. Ο Καλογεράκης άρχισε να την απειλεί, πως θα βάλει φωτιά αν δεν ανοίξει την πόρτα, οπότε η Δέσποινα άρχισε να φωνάζει βοήθεια στο παράθυρο. Μόνο η Αναστασιώ εμφανίστηκε, που άρχισε να του φωνάζει, πως δεν είναι άντρας, που χτυπά γυναίκες κι αν ζούσε ο άντρας της θα τον είχε φυτέψει στο κηπάκι. Από τα δυνατά χτυπήματα, που έδινε στην πόρτα, ο Καλογεράκης κατάφερε ν’ ανοίξει την πόρτα. Μπήκε μέσα την άρχισε στα χαστούκια, την έφτυσε και βγήκε γρήγορα στην αυλή, πήρε το μαχαίρι και γύρισε αμέσως. Όταν η Δέσποινα τον ρώτησε τι το θέλει το μαχαίρι της απάντησε ότι με αυτό θα  τη βοηθήσει να φύγει. Την τράβηξε από τα μαλλιά την έριξε κάτω, την έσυρε στην κουζίνα και καθώς το πορτάκι της καταπακτής ήταν ανοιχτό την έσπρωξε με δύναμη και η Δέσποινα έπεσε κουτρουβαλώντας στην ξύλινη σκάλα. Το ένα της πέδιλο έφυγε από το πόδι της κι αυτή καθώς έπεσε έχασε τις αισθήσεις της. Όταν τη ρώτησε αν επιμένει να φύγει, αυτή  δεν μπορούσε ν’ απαντήσει, οπότε εξοργίστηκε και της κάρφωσε το μαχαίρι στην κοιλιά. Μόλις είδε το αίμα να ξεπηδά από το σώμα της, έφυγε αμέσως για τα χωράφια του. Πριν φύγει όμως έδωσε στη Βιργινία να του κρύψει τα ματωμένα στιβάνια του, πηγαίνοντας κρυφά στο πίσω μέρος του σπιτιού της και όταν έφτασε στο χωράφι του, μαζί με τα ξερόχορτα, που είχε μαζέψει έκαψε και τα ρούχα που φορούσε και φόρεσε κάποια φθαρμένα, που είχε εκεί, όπως φόρεσε και κάποια λασπωμένα παλιά παπούτσια. Γι’ αυτό όταν έκανε έρευνα η χωροφυλακή δεν βρήκε τίποτε εναντίον του και στον ανακριτή είπε πως το πρωί φεύγοντας για τα χωράφια είχε αφήσει τη γυναίκα του στην κουζίνα και ήταν έτοιμη να μαγειρέψει κάτι στα παιδιά και φαίνεται ότι πήρε το μαχαίρι, που το παίρνει συχνά όπως τους είπε ή για να κόψει τυρί ή για να ανοίξει τον τενεκέ με τις ελιές, οπότε αφού βρήκαν και των δυο τους τ’ αποτυπώματα επάνω, κατάλαβαν πως ήταν μαχαίρι του νοικοκυριού, ενώ όσοι ήξεραν και κυρίως τα παιδιά του, το μαχαίρι αυτό ήταν μόνο του Καλογεράκη, που το έπαιρνε κάθε πρωί μαζί του, όταν πήγαινε στα χωράφια και όταν γύριζε δεν το έβαζε ποτέ μέσα στο σπίτι, παρά το άφηνε πίσω από το σωλήνα της βρύσης, που ήταν έξω στην αυλή. Επίσης στον ανακριτή είπε πως εκείνος δεν θα έκανε τέτοιο πράγμα στην γυναίκα που μεγάλωνε τα τρία του παιδιά και πρόσθεσε πως κανείς δεν θα της έκανε κακό, γιατί ήταν πολύ καλή και όλοι την αγαπούσαν. Οπότε αφού δεν βρέθηκε ενοχοποιητικό στοιχείο εις βάρος του η υπόθεση έκλεισε σαν ατύχημα και ο φονιάς ήταν ελεύθερος. Έξω από το σπίτι της Δέσποινας μετά το συμβάν είχε μαζευτεί πολύς κόσμος και τότε ήταν, που είχε εξοργιστεί η Αναστασιώ, η οποία έλεγε ότι τώρα δεν χρειάζεται κανέναν η κοπέλα, αλλά όταν  τους χρειάστηκε κανείς δεν ήταν εκεί να βοηθήσει, γιατί δεν ήθελαν να μπλέξουν και γι’ αυτό είχαν κλειστεί στα σπίτια τους. Το ίδιο έκανε και η Βιργινία, γιατί όταν άκουσε τις φωνές αντί να πάει να βοηθήσει, πήγε στο πίσω μέρος του σπιτιού της στο μποστάνι της, να μαζέψει κολοκυθάκια και πιπεριές. Την ώρα που απέναντί της μια γυναίκα δεχόταν ωμή βία, η Βιργινία φρόντιζε να μην τραυματιστεί η ντομάτα της.

Πρώτη αντίκρυσε σ’ αυτό το χάλι τη μαμά της η Αρετή, που ονειρευόταν να φάει για πρωινό το τηγανιτό της αυγό. Μες στα αίματα το παιδί χάιδευε τη μάνα του κλαίγοντας και βγαίνοντας έξω ξεφώνιζε για το πάθημα της μαμάς του. Η Ζαχαρένια και ο Μανούσος τώρα, που ήταν αργά κατάλαβαν, που είχαν δώσει το παιδί τους. Η Ζαχαρένια έλεγε πως το κορίτσι τους κακόπεσε, ενώ στην ουσία την κακοέριξαν. Μόνο η Αναστασιώ και η Μαρία η φιλενάδα της Δέσποινας, που ήξεραν τι πέρναγε, είπαν στους χωροφύλακες, ότι αυτός τη σκότωσε, αλλά αυτοί ζήταγαν αποδείξεις χειροπιαστές, που δεν είχαν. Το έμαθε και ο Ηρακλής, αλλά η έννοια του ήταν να μην καταλάβει τίποτα ο μικρός, γι’ αυτό τον εμπιστεύτηκε στην τρυφερή Ευαγγελία κόρη της Μαρίας. Η Ζαχαρένια επέμενε, ότι έπρεπε να πάνε και τα τρία παιδιά στην κηδεία και μάλιστα επειδή ο Μιχάλης δεν ήξερε τίποτα για τη μάνα του τον έβαλε στο σπίτι για να δει τη μάνα του στο φέρετρο. Πήγε κοντά στη μάνα του και την κουνούσε να ξυπνήσει πετώντας κάτω τα λουλούδια, που ήταν επάνω της. Ο μικρός δεν ησύχαζε και φώναζε τη μαμά του. Ο παπάς βέβαια προσπάθησε να του εξηγήσει ότι ο Θεός τη διάλεξε να την κάνει Άγγελο στον Παράδεισο. ΄Όλα αυτά δημιούργησαν ψυχολογικά τραύματα στον μικρό, που τον ακολούθησαν σ’ όλη του τη ζωή. Το έμαθε και ο Ανδρέας ο οποίος έκλαιγε χτυπώντας το κεφάλι του, γιατί σκέφτηκε μήπως τους είδε κάποιος στο μετόχι και τους κάρφωσε σ’ αυτόν. Στο νεκροταφείο η Μαρία έβριζε και πέταγε πέτρες στον Καλογεράκη και όταν την απομάκρυναν οι χωροφύλακες με χειροπέδες, ο Ανδρέας είδε τον Καλογεράκη να χαμογελά οπότε του όρμησε τον πέταξε κάτω κι άρχισε να τον χτυπά με μπουνιές στο κεφάλι, οπότε κι αυτόν τον απομάκρυναν με χειροπέδες οι χωροφύλακες.  Μετά από μερικές ημέρες η Ζαχαρένια άρχισε να φυγαδεύει τα παιδιά από την Πέτρα. Τον Μιχάλη τον πήγε σε μια οικογένεια με άλλα τέσσερα παιδιά, κοντά στην ηλικία του. Ο Μιχάλης παρουσίασε δυσκολίες προσαρμογής, τις οποίες τις καταπίεζε μέσα του. Μόλις τελείωσε το λύκειο, έφυγε από αυτήν την οικογένεια. Κάθε μέρα ένιωθε την έλλειψη της μαμάς του και των αδελφών του. Ήταν τώρα σαράντα δύο ετών και είχε κάνει στην πορεία της ζωής του τρεις απόπειρες αυτοκτονίας. Είχε δουλέψει σερβιτόρος σχεδόν σε όλα τα νησιά εκτός από την Κρήτη. Όταν μάζεψε χρήματα σπούδασε οινολογία και δούλευε ως σομελιέ στον χώρο της οινοποιίας. Έμενε στο Παγκράτι, αλλά έκανε πολλά ταξίδια στο εξωτερικό.

Η Ζαχαρένια έστειλε το Ηρακλή στον αδελφό της στον Πειραιά με την προοπτική να τον γράψει στο γυμνάσιο. Πράγματι τον έγραψε στο γυμνάσιο. Το ζευγάρι είχε μία κόρη, τη Βαρβάρα, που ήταν μετανάστρια στην Αμερική. Ο Άντρας της είχε πεθάνει και ξαναπαντρεύτηκε έναν Χιώτη, που ήταν κι αυτός μετανάστης, αλλά είχε γίνει πολυεκατομμυριούχος στις κατασκευές. Όταν πέθανε ο πατέρας της Βαρβάρας και πήγε στην Ελλάδα για την κηδεία, αποφάσισε να πάρει τη μάνα της μαζί της στην Αμερική και πήρε μαζί της και τον Ηρακλή. Ο Ηρακλής δούλευε στις επιχειρήσεις του Χιώτη, αλλά πήγαινε και σχολείο. Τελικά ο Ηρακλής σπούδασε πολιτικός μηχανικός και γρήγορα απέκτησε χρήματα. Γνώρισε τη Βασιλική, που ήταν αρχιτέκτονας, ήταν από την Κρήτη και αποδείχτηκε πως ήταν η γυναίκα της ζωής του. Έτσι παντρεύτηκαν και αποφάσισαν να χτίσουν το σπίτι τους στο Ρέθυμνο και να εγκατασταθούν εκεί. Μάλιστα έκαναν κι ένα αγοράκι τον Χάρη, που ήταν τριών ετών. Ο Ηρακλής ήταν σαράντα πέντε και είχε κτήμα, που καλλιεργούσε αμπέλια.

Η Αρετή τώρα ήταν σαράντα τεσσάρων ετών. Είχε πάει στην Αθήνα, όταν ήταν δέκα ετών κι έμεινε μαζί με την ηλικιωμένη και ανύπανδρη ξαδέλφη της γιαγιάς της, της Ζαχαρένιας. Η θεία Βητώ ήταν συνταξιούχος νοσοκόμα, που μετέδωσε χρήσιμες γνώσεις Νοσηλευτικής στην Αρετή. Η θεία αυτή βοήθησε πολύ την Αρετή, τη δέχτηκε με πολλή αγάπη, τη βοήθησε στα μαθητικά της χρόνια και την είδε να περνά στη Νοσηλευτική. Όταν πέθανε η θεία, η Αρετή ήταν είκοσι ετών. Η θεία της έγραψε το σπίτι στο Παγκράτι. Η Αρετή γενικά ήταν κλειστός τύπος, αλλά είχε κάποιες φίλες. Όταν πήγε διακοπές στην Ύδρα ερωτεύτηκε έναν Ολλανδό ζωγράφο, ο οποίος όμως έπρεπε να γυρίσει στην πατρίδα του, γιατί ήταν παντρεμένος, όμως ο έρωτας αυτός της έδωσε δυο δίδυμα κορίτσια, που τώρα είναι είκοσι δύο ετών.

Την ίδια μέρα και τα τρία αδέλφια, που δεν είχαν συναντηθεί ποτέ μετά το χωρισμό τους, έλαβαν ένα τηλεφώνημα, πως πέθανε ο πατέρας τους. Ο καθένας τους είχε τις αμφιβολίες του, αν θα πήγαινε, όμως τελικά αποφάσισαν να πάνε. Άλλος πήρε αεροπλάνο, άλλος πλοίο και άλλος αυτοκίνητο και βρέθηκαν και οι τρεις στην Πέτρα, άγνωστοι μεταξύ τους, όμως όταν και οι τρεις βρέθηκαν στον ίδιο τόπο και έξω από το σπίτι τους γρήγορα αναγνώρισε ο ένας τον άλλον.

Το χωριό είχε αποκτήσει εδώ και καιρό Ιατρείο, που δεν υπήρχε εκείνη την εποχή, που ζούσαν εκεί τα παιδιά. Μάλιστα στεγάστηκε στο σχολείο, που πήγαιναν. Αγροτικός γιατρός ήταν ο Πέτρος, ο οποίος αγάπησε τον τόπο και μιας και κανείς άλλος δεν ζητούσε αυτή τη θέση παρέμενε αυτός εκεί, για να γιατροπορεύει τους κατοίκους.

Ο Καλογεράκης εκείνη την ημέρα είχε νιώσει έναν πόνο στο στήθος και πήγε στο ιατρείο, ο γιατρός κάλεσε ασθενοφόρο για να τον πάει στο νοσοκομείο, όμως έπαθε έμφραγμα και πέθανε. Έτσι αφού δεν υπήρχε κανένας συγγενής εκεί, ανέλαβε ο γιατρός τα διαδικαστικά, μαζί με δυο γυναίκες γειτόνισσες του Καλογεράκη, που τις ήξερε, τη Χρυσώ και την Βιργινία. Συνεννοήθηκαν με το γραφείο κηδειών να πάει το φέρετρο στο σπίτι του Καλογεράκη. Εντωμεταξύ βρέθηκαν και τα παιδιά έξω από το σπίτι, αλλά όταν μπήκαν μέσα και είδαν την ακαταστασία, που επικρατούσε, τη βρομιά, που υπήρχε ήταν αδύνατο να μείνει άνθρωπος εκεί και προσφέρθηκε η Βιργινία να δεχτεί το φέρετρο στο σπίτι της. Τα παιδιά είχαν πάρα πολλά να πουν δεν είχαν καμία διάθεση να τηρήσουν τα εθιμοτυπικά μιας κηδείας σ’ έναν κακό, άκαρδο άνθρωπο και φονιά της μάνας τους. Μάλιστα ο Μιχάλης και η Αρετή γνώρισαν και την γυναίκα του Ηρακλή την Βασιλική, που την αγκάλιασαν και την φίλησαν. Άδικα η Βιργινία φώναζε. Όταν ήρθε το φέρετρο η Βιργινία το έβαλε στο σαλόνι της, πήρε και την καρέκλα της και την έβαλε δίπλα. Εκεί που καθόταν την πήρε ο ύπνος και οι άλλοι ήταν στην κουζίνα, που μιλούσαν, γελούσαν, αλλά συγχρόνως έκλαιγαν, όχι βέβαια για τον νεκρό, αλλά από χαρά, που ξαναβρέθηκαν μαζί τ’ αδέλφια μετά από τόσα χρόνια. Είχε έρθει και ο Γιάννος ο φίλος του Ηρακλή και ο Πέτρος ο γιατρός. Από την πρώτη στιγμή, που ο Πέτρος συνάντησε την Αρετή την ερωτεύτηκε, αλλά και η Αρετή ένιωσε το ίδιο, γι’ αυτόν.  Όταν η Αρετή του ζήτησε να πάει στο σπίτι του να κάνει ένα ντους, αυτός δέχτηκε ευχαρίστως κι έτσι τους δόθηκε η ευκαιρία να έρθουν πιο κοντά. Η εξόδιος ακολουθία έγινε με συνοπτικές διαδικασίες και οδηγήθηκε το φέρετρο στο νεκροταφείο. Τα παιδιά του αντί να παρακολουθούν την ταφή του Καλογεράκη πήγαν στον τάφο της μάνας τους και ο Μιχάλης για πρώτη φορά μετά από τόσο καιρό φώναξε τη λέξη «Μάνα»! Τα παιδιά δεν ακολούθησαν καθόλου την ταφή του πατέρα τους, αλλά μετά από το προσκύνημα, που έκαναν στον τάφο της μάνας τους, βγήκαν έξω αγκαλιασμένοι.

Οι άνθρωποι του γραφείου κηδειών, μόνοι τους έθαβαν τον Καλογεράκη. Η γη της Πέτρας πήρε μέσα της την πέτρα, που είχε ο νεκρός στη θέση της καρδιάς του.

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top