Fractal

Ευρυδίκη, «αβέβαιη κ’ ήρεμη, χωρίς ανυπομονησία»

Επιμέλεια – μετάφραση: Βιβή Λάζου //

 

 

Τα ποιήματα που παρουσιάζουμε προεκτείνουν στον 21ο αιώνα τη συνιστώσα «Ευρυδίκη» του ποιητικού μύθου του Ορφέα. Με σκηνογραφία βιργιλιακή και προσωπογραφίες οβιδιακές, αναδιατάσσουν στην ύλη τους τα κύρια στοιχεία της σχετικής ευρωπαϊκής παράδοσης[i], εμφανίζουν όμως το κυριότερο από αυτά ως σταθερά: η νεκρότητα της Ευρυδίκης είναι η μόνη της ζωή, κατά τον τρόπο που εμπνεύστηκε ο Ρίλκε στο απαράμιλλο «Ορφεύς, Ευρυδίκη, Ερμής». Μετωνυμία της Ποίησης στη Gualtieri, συνεκδοχή του αντικειμένου της στον Quessep, ψηφίδα αλληγορίας του ασυνείδητου στην Pato, η Ευρυδίκη δεν έχει άλλη ζωή, παρά μόνο τον συντελεσμένο της θάνατο και είναι «αβέβαιη κ’ ήρεμη, χωρίς ανυπομονησία»[ii], όπως στο «ποίημα σε πρόζα» του Ρίλκε, ένα έργο που έκανε τον Μπρόντσκι να αναρωτηθεί μήπως είναι το σπουδαιότερο ποίημα του 20ου αιώνα.

 

 

Mariangela Gualtieri, “Le giovani parole”, 2015

 

 

 

Euridice

«Rerciò quando si scrive non si può mai essere abbastanza soli, quando si scrive non si può avere mai abbastanza silenzio intorno, la notte è ancora troppo poco notte»

FRANZ KAFKA, lettere a Felice, 14 – 15 gennaio 1913

 

Tu senti che vado lontano

in zone pericolose.

Potrei non fare ritorno –

restare sbalzata su quel fuoco

con veste incediata rovinare

o perdermi nei deserti del cielo

sbandare sui ghiacci stesi

spericolarmi nei boschi e nelle radure

minacciose. Si  è molto soli là

fra le alture e le fosse, nelle fermentazioni

nel pullulare appena di voci.

Slacciata da ciò che mi e noto

un po’ squilibrata nel vuoto.

Ci debbo ogni tanto tornare –

che qui c’ è la parte migliore.

Di quella mi vesto ogni tanto

di rado. Ma tu non girarti a guardare.

Lasciame sola. Non farmi di sale.

Spiccati, angelo dei limoni

che pompi le maree come

immenso idraulico

e proponi argomenti silenziosi.

Parlami le parole che io le getto

sul bianco, le tesorizzo, le adoro.

 

So che propendi

per la mia riva demente.

Con facilità tu componi

sinfonie preziose. Ma io, lo vedi,

sono deforme e questo sonno strano

mi distoglie dall’ amor tuo.

O forse mi conduce al suo centro

dove c’ è troppa luce per il mio debole

fuoco. Partono legioni d’ angeli

verso il foglio. Sono portentosi.

 

Vieni mistero del farsi delle cose.

Evento vero, forza dell’ istante,

potenza del creare e del manifestare,

svapora il ragionare mio, quieta il volere

atterra ogni vanità. Piovi

con tua luce d’ oro e anche metti

l’ ombra che serve, lo scuro che ti piace.

Arco voltaico

del tempo e delle ore, cancellatore

che abiti l’ istante. Appendi

la memoria all’ indaco

del tuo piumaggio e vola

cancellando il gia noto

verso un eterno.

 

 

Ευρυδίκη

«Γι’ αυτό όταν γράφουμε δεν μπορούμε ποτέ να είμαστε αρκετά μόνοι, όταν γράφουμε δεν μπορούμε  ποτέ να έχουμε αρκετή ησυχία γύρω μας, η νύχτα είναι ελάχιστα νύχτα ακόμα».

Φ. Κάφκα, Γράμματα στη Φελίτσε, 14-15 Ιανουαρίου 1913

Ακούς που ξεμακραίνω

σε μέρη επικίνδυνα.

Μπορεί και να μην επιστρέψω-

μπορεί και να μείνω ριγμένη πάνω στη φωτιά

με πυρπολημένο χιτώνα να ρημάξω

ή να χαθώ στις ερημιές του ουρανού

να γλιστρήσω στους πάγους

να κινδυνέψω στα δάση και στα απειλητικά

ξέφωτα. Είμαστε ολομόναχοι εκεί

ανάμεσα στους λόφους και τους λάκκους, στις λάσπες

στο σμήνος από φωνές και μόνο.

Χωρίς τους δεσμούς με αυτό που μου είναι γνωστό

χωρίς  αρκετή ισορροπία στο κενό.

Πρέπει να γυρνάω εδώ κάθε τόσο –

γιατί αυτή είναι η πλευρά η καλύτερη.

Μ’ εκείνη ντύνομαι

σπάνια. Εσύ όμως μη γυρίσεις να κοιτάξεις.

Άσε με μόνη μου. Μη με κάνεις από αλάτι.

Πρόβαλε, άγγελε των λεμονιών

που αντλείς τις παλίρροιες σαν

πελώριος υδρονόμος

και προτείνεις σιωπηλά επιχειρήματα.

Πες μου τα λόγια που εγώ τα ρίχνω

στο λευκό, τα  αποθησαυρίζω, τα λατρεύω.

 

Ξέρω πως γέρνεις

προς την ακτή της παραφροσύνης μου.

Εσύ με ευκολία συνθέτεις

συμφωνίες πολύτιμες. Όμως εγώ, το βλέπεις,

είμαι παραμορφωμένη κι αυτός ο παράξενος ύπνος

με τραβάει μακριά απ’ την αγάπη σου.

Ή ίσως με οδηγεί στο κέντρο σου

που το φως είναι πολύ για την αδύναμη

φωτιά μου. Λεγεώνες αγγέλων πορεύονται

στις φυλλωσιές. Δυσοίωνοι.

Έλα μυστήριο της των πραγμάτων γεννήσεως.

Γεγονός αληθινό, δύναμη της στιγμής,

ισχύς της πλάσης και της φράσης,

εξάτμισε τη λογική μου, ησύχασε τη βούληση, προσγείωσε κάθε ματαιοδοξία. Ράντισε

με το χρυσό σου φως, βάλε και

τη σκιά που χρειάζεται, το σκούρο που σου αρέσει.

Τόξο ηλεκτρικό

του χρόνου και των ωρών, που όλα τα σβήνεις

και τη στιγμή κατοικείς. Κρέμασε

τη μνήμη στο γαλάζιο

της φτερούγας σου και πέταξε

σβήνοντας ό,τι είναι ήδη γνωστό

προς κάτι που είναι αιώνιο.

 

 

 

 

Giovanni Quessep, “Revista Prometeo”, 2001

 

 PREGUNTAS A ORFEO

 

Y ahora aquí en tu abismo

qué vas a hacer, Orfeo,

si es más hondo que el reino

que le da una blancura

lunar y enajenada a las manos de Eurídice.

 

¿Pedir por ella al dios

como pide el mendigo su mendrugo,

o, acaso, una moneda

para alcanzar de nuevo la nave de los muertos?

 

¿Qué harás cuando tu lira

haga danzar los lirios y las constelaciones,

pero tu amada Eurídice

no sepa que es por ella

que el cielo es la mitad de una granada,

y la otra, que gira, la pradera infinita?

 

¿Qué harás? ¿Cantar a solas

puro como un adolescente, o

volverte fiera en el jardín, acaso

tu jabalí y tu Adonis? Oh padre del abismo,

si un resplandor nos ciega, deja al menos que fluya nuestro canto, nuestra lira

diga, al final, Eurídice, y hasta la

isla de Lesbos

Eurídice, Eurídice, Eurídice…

 

 

 

 

ΕΡΩΤΗΜΑΤΑ ΠΡΟΣ ΤΟΝ ΟΡΦΕΑ

 

Και τώρα τι θα κάνεις, Ορφέα, εδώ, στην άβυσσό σου,

αν είναι πιο βαθιά από το βασίλειο

που δίνει στα χέρια της Ευρυδίκης λευκότητα

σεληνιακή κι αλλότρια.

 

Θα τη ζητήσεις από το θεό

όπως ζητάει ο ζητιάνος την κόρα του ψωμιού,

ή μήπως ένα νόμισμα

για να ξαναφτάσεις το πλοίο των

νεκρών;

 

Τι θ’ απογίνεις όταν η λύρα σου

θα βάλει στο χορό τους κρίνους και τους

αστερισμούς,

αλλά η αγαπημένη σου Ευρυδίκη

δε θα ξέρει πως για κείνη

ο ουρανός είναι το μισό από ένα ρόδι

και πως το άλλο, που γυρνάει, ο λειμώνας

ο ατέλειωτος;

 

Τι θ’ απογίνεις; Θα τραγουδάς μονάχος

αγνός σαν έφηβος, ή

άγριο ζώο στον κήπο θα ξαναγίνεις, μήπως

ο αγριόχοιρός σου και  ο Άδωνις; Ω, πατέρα της αβύσσου,

αν μια λάμψη μάς τυφλώνει, άφησε τουλάχιστον

να κυλάει το δικό μας τραγούδι κι η δική μας η λύρα

πες, επιτέλους, Ευρυδίκη, και μέχρι

τη Λέσβο

Ευρυδίκη, Ευρυδίκη, Ευρυδίκη…

 

 

 

 

Chus Pato, “Hordas de escritura”, 2008

[O que importa]

 

cando soñamos, as paraxes en trepidante e súbita transformación son sempre primavera e inverno. Perséfone secciona o Hades

 

evocar o xardín, a luminosidade na plenitude do inverno/ non só Eurídice, senón os xenitais que se axustan, a parella cercada pola especie, brutalmente allea ao logos

 

todas as noites, cando a linguaxe pecha os ollos, descende aos ínferos. Alí, beira dun río de corrente mansa, nun bosque, o corpo de Orfeo é desmembrado pola éxtase

 

o ecrán sobre o que nos proxectamos é inconcluso como as augas; dentro do tambor viven os animais, os antepasados que se aparean e soñan na primavera e todas as noites a voz que fascinados aprendemos da nai é esnaquizada pola embriaguez da cópula

 

son Eurídice e Orfeo que sinalan o norte, a polarización, os astros. Eles

disgregan o social, a lingua materna, xogan nun xardín, copulan

 

onte, unha alga verde e mesta na corrente era cobra, drákar, un rizo de animalidade, Medusa, Orfeo, Eurídice

 

 

[Αυτό που έχει σημασία]

 

Όταν ονειρευόμαστε, οι στάσεις στην

ταραγμένη κι απότομη μεταμόρφωση είναι

πάντοτε άνοιξη και χειμώνας. Η Περσεφόνη

ανατέμνει τον Άδη

για ν’ ανακαλέσει τον αγρό, μια φωτεινότητα στην

πληρότητα του χειμώνα / όχι μόνο η Ε.,

και το φύλο της προσαρμόζεται, το

ζευγάρι περικυκλώνεται από άτομα του είδους του,

βάναυσα έξω απ’ τα λογότυπα

 

Κάθε βράδυ, όταν κλείνει

τα μάτια της, η γλώσσα κατεβαίνει στα έγκατα της γης. Εκεί,

από ένα ήρεμο ποτάμι, σ’ ένα

δάσος, το σώμα του Ορφέα

διαμελίζεται από έκσταση

 

η οθόνη που προβάλλουμε τους εαυτούς μας είναι

θολή σαν τα νερά. Μέσα στο

τύμπανο ζουν ζώα, πρόγονοι που ζευγαρώνουν κι ονειρεύονται την

άνοιξη και κάθε βράδυ η φωνή που

μαθαίνουμε γοητευμένοι από τη μητέρα

θρυμματίζεται από τη μέθη της συνουσίας

η Ευρυδίκη και ο Ορφέας υποδεικνύουν το Βορρά, τον πόλο, τους αστερισμούς.

Αυτοί διασπούν την κοινωνικότητα, τη μητρική γλώσσα, χορεύουν και πηδούν σ’ έναν κήπο, συνουσιάζονται

χθες, ένα πράσινο και παχύ φύκι στο ρεύμα ήταν κόμπρα, ντράκαρ, ένας πλόκαμος ζωικότητας, Μέδουσα, Ορφέας, Ευρυδίκη

 

 

_____________

[i] Διακρίνονται κυρίως η ένταση του Βαλερύ («Ορφέας»), το βάθος του Ζουβ («Οι αποχαιρετισμοί του Ορφέα»)  και οι προοπτικές του Απολλιναίρ («Το συναξάρι των ζώων ή Ορφέως ακολουθία»).

[ii] Ο στίχος 64 και 100 (τελευταίος) στη μετάφραση του Άρη Δικταίου (στον τόμο Ράινερ Μαρία Ρίλκε, Ποιήματα, εκδ. Ηριδανός χ.χ., ανατύπωση της Εκλογής από το ποιητικό έργο του Rainer Maria Rilke, Νέα Εστία, 1957).  Η μετάφραση της τριλογίας μας επιχειρεί να παρουσιάσει την οφειλή στον Ρίλκε  ακολουθώντας τις «εξπρεσιονιστικές σπείρες» της γλώσσας του, που είχε αναδείξει ο Δικταίος. Στο τεύχος 29 του περιοδικού Ποίηση (Άνοιξη – Καλοκαίρι 2007) είχαν δημοσιευθεί οι άκρως ενδιαφέρουσες μεταφραστικές εκδοχές της Μαρίνας Αγαθαγγελίδου, της Εύης Μαυρομμάτη και του Γιώργου Τσιρώνη, φοιτητών της Μαρίας Τοπάλη.

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top