Fractal

Με την ποίηση ανάμεσα στα σοσιαλιστικά ιδεώδη και τον υπαρκτό σοσιαλισμό

Του Γεωργίου Νικ. Σχορετσανίτη //

 

 

 

Το σονέτο, με την γνωστή του δομή που εκτείνεται σε δύο τετράστιχες και δύο τρίστιχες στροφές, αποτελεί παραδοσιακά την μορφή ποίησης την οποία οι περισσότεροι άνθρωποι συνδέουν με εκφράσεις και εκφάνσεις μιας ρομαντικής αγάπης. Ήταν, να θυμηθούμε εδώ,  ιδιαίτερα αρεστό στους Ουίλιαμ Σαίξπηρ, Τζον Κιτς, Τζον Μίλτον, Βερλαίν, Ρεμπώ, αλλά και στον δικό μας  Λορέντζο Μαβίλη, μεταξύ πολλών άλλων. Κι’ όμως, με το βιβλίο ετούτο του Φίλιπ Όλτερμαν, αποδεικνύεται ότι αυτή η τόσο παθιασμένη μορφή ποίησης, συνδέθηκε κάποτε και με τους πράκτορες μιας αδίστακτης μυστικής αστυνομικής οργάνωσης, όπως ήταν η Στάζι της Ανατολικής Γερμανίας, ίσως για πολλούς ο πιο εκτεταμένος και πολύπλοκος μηχανισμός ασφαλείας που έχει γνωρίσει ποτέ ο κόσμος, η οποία ενθάρρυνε τεχνηέντως τα μέλη της να αποκαλύπτουν λεπτομέρειες του εσωτερικού τους κόσμου μέσω της ρίμας και του στίχου. Ο αναγνώστης του βιβλίου ‘Ο Ποιητικός Κύκλος της Στάζι’ (The Stasi Poetry Circle. Faber & Faber, 2020), του Φίλιπ Όλτερμαν (Philip Oltermann, γεν.  1981) μεταφέρεται πίσω από το Σιδηρούν Παραπέτασμα, σε έναν φαινομενικά παράξενο και μυστηριώδη κόσμο διάχυτου ιδεολογικού πολέμου, λανθασμένου ιδεαλισμού και ολοένα κλιμακούμενης παράνοιας. Ο Όλτερμαν, εδώ, μας αποκαλύπτει μια πραγματικά αξιοσημείωτη και αξιοθαύμαστη ιστορία. Αντί να προσεγγίσει την ιδέα μιας κοινωνίας ‘κόκκινων’ ποιητών με περιφρόνηση και  χλευασμό, ο συγγραφέας προφανώς γοητεύτηκε από τους ανθρώπους και τις έννοιες που εμπλέκονταν στον περίγυρό τους και προσπάθησε να τις κατανοήσει, αρχής γενομένης με μια προσπάθεια εντόπισης πρώην κατασκόπων ποιητών, καθώς και επίσημων εγγράφων σε αρχεία, αποκομίζοντας έτσι πλούσιο αμητό γνώσεων που θα μπορούσαν να του δώσουν κάποια εικόνα της νοοτροπίας τους, με τελικό σκοπό να μας προσφέρει απλόχερα και να μας εξηγήσει συγκεκριμένες ιδέες, τόπους και το ιστορικό βέβαια πλαίσιο της εποχής εκείνης. Η Λαϊκή Δημοκρατία της Γερμανίας πρέπει, για τους περισσότερους, να φαντάζει ως απίθανο μέρος για την άνθηση των δημιουργικών τεχνών, τουλάχιστον από μια συγκεκριμένη εξωτερική οπτική γωνία. Τα αμέτρητα βιβλία και οι κινηματογραφικές ταινίες που έχουμε γνωρίσει κατά καιρούς, έχουν δημιουργήσει την εικόνα ενός γκρίζου, άψυχου τοπίου, του οποίου η πολιτική ηγεσία ακολουθούσε μια ιδεολογία που βασιζόταν αποκλειστικά στον πολύπλευρο έλεγχο και τον εξαναγκασμό. Ενώ, όμως, οι ισχυρισμοί αυτοί δεν είναι εντελώς αβάσιμοι, η σκληρή πραγματικότητα και η αλήθεια είναι, όπως τόσο συχνά ισχύει, πιο περίπλοκη.

 

 

Το 1945, πολλοί Γερμανοί ήταν εκείνοι που πίστευαν βαθιά στην ιδέα της οικοδόμησης μιας καλύτερης κοινωνίας πάνω στις στάχτες της παλιάς, καταστραμμένης και ηθικά καταρρακωμένης, όπως ακριβώς έμεινε από τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο. Όλοι εκείνοι οι αριστεροί, με την επικρατούσα ορολογία, πολίτες στους οποίους ανατέθηκε αυτή η διαδικασία στην Ανατολική Γερμανία από τους σοβιετικούς νικητές του μεγάλου πολέμου, είχαν χρηματίσει  για ορισμένα χρόνια στην εξορία ή σε ναζιστικές φυλακές. Πίστευαν πραγματικά ότι μια καινούργια κοινωνία χρειαζόταν μια νέα ψυχή και η λογοτεχνία φαινόταν ότι αποτελούσε έναν κατάλληλο δρόμο για τις καρδιές και τα μυαλά του γενικού πληθυσμού. Ως εκ τούτου, οι συγγραφείς κατατάχθηκαν και αυτοί  στους βασικούς εργαζόμενους, ακόμη και στις πιο σκοτεινές ημέρες που υπήρχε η ισχύς του δελτίου τροφίμων. Ελάμβαναν, να πούμε παρεπιπτόντως, καλύτερες μερίδες φαγητού και πακέτα περίθαλψης, καθώς και τα ίδια προνόμια που είχαν και άλλοι σημαντικοί άνθρωποι που προσπαθούσαν να ανοικοδομήσουν την καινούργια χώρα που ανέτειλε ελπιδοφόρα στον ορίζοντα μπροστά τους. Αυτό που ίσχυε ως κανόνας, γενικώς, ήταν ότι οι άνθρωποι όλων των κοινωνικών στρωμάτων θα πρέπει με κάθε θυσία να ενθαρρύνονται να διαβάζουν, να γράφουν και να εκφράζονται λυρικά.

 

Γιοχάνες Μπέχερ (1891–1958)

 

Ο Γιοχάνες Μπέχερ (Johannes R. Becher, 1891–1958) ήταν ένας τέτοιος πολιτικός, μυθιστοριογράφος και ποιητής που προσπάθησε να διαπαιδαγωγήσει τους συμπατριώτες του. Επιστρέφοντας από τη σοβιετική εξορία μετά τον πόλεμο, έγινε ηγετικό στέλεχος του κυβερνώντος Ενιαίου Σοσιαλιστικού Κόμματος (SED) της Ανατολικής Γερμανίας, καθώς και υπουργός Πολιτισμού της χώρας. Πίστευε, ότι ειδικά το σονέτο θα μπορούσε να διαδραματίσει  σημαίνοντα ρόλο στην οικοδόμηση του σοσιαλισμού, και γι’ αυτό έπρεπε να σπάσουν οι άκαμπτοι δεσμοί μεταξύ του αλφαβητισμού και της όποιας κοινωνικής προέλευσης. Το όραμα του Γιοχάνες Μπέχερ, όμως,  έγινε απτή πραγματικότητα μετά το θάνατό του, το 1958. Ήταν η εποχή κατά την οποία οι συγγραφείς τοποθετήθηκαν σε εργοστάσια ή ανθρακωρυχεία και διηύθυναν κύκλους εργαζομένων που έγραφαν με το δημοφιλές σύνθημα ‘Σήκωσε την πένα, σύντροφε!’. Μέσα σε λίγα χρόνια, κάθε κλάδος της βιομηχανίας είχε και τον δικό του κύκλο συγγραφέων. Τελικά υπήρχαν κάπου τριακόσιοι  τέτοιοι κύκλοι στη χώρα και οι οποίοι βέβαια αποτελούσαν γνήσιους χώρους δημιουργικότητας και έμπνευσης. Μερικοί, μάλιστα, από τους πιο ταλαντούχους συγγραφείς της Ανατολικής Γερμανίας ξεκίνησαν την καριέρα τους και έγραψαν σπουδαία έργα με αυτόν τον τρόπο. Χαρακτηριστικό παράδειγμα ο ‘Μοιρασμένος ουρανός’ (1963), ένα μυθιστόρημα της Κρίστα Βολφ (Christa Wolf 1929-2011), το οποίο κυκλοφόρησε και στη χώρα μας το 2009, σε μετάφραση της Κυριακής Χρυσομάλλη–Heinrich, από τον εκδοτικό οίκο University Studio Press της Θεσσαλονίκης. Το μυθιστόρημα να πούμε πως γνώρισε ξεχωριστή επιτυχία και στις δύο πλευρές του Τείχους του Βερολίνου και ασχολήθηκε κριτικά με το περιβάλλον της συγγραφέως, στην Ανατολική Γερμανία. Στην ουσία έχει τις ρίζες του στις εμπειρίες της Κρίστα Βολφ κατά τη διάρκεια της πρακτικής της άσκησης σε μια εταιρεία κατασκευής βαγονιών τρένων, όπου ήταν επικεφαλής τού εκεί δραστηριοποιούμενου λογοτεχνικού κύκλου. Η κυβέρνηση ήταν προφανές ότι επιθυμούσε σφόδρα να αποκωδικοποιήσει την υψηλή κουλτούρα και να την κάνει προσιτή σε όλους. Τα θέατρα και οι όπερες μοίραζαν άφθονα εισιτήρια σε εργοστάσια και πανεπιστήμια. Το 1973, ένα διάταγμα όριζε ότι τα μεγάλα εργοστάσια έπρεπε να διαθέτουν στο εσωτερικό τους μια βιβλιοθήκη για χρήση των εργαζόμενων,  με πεντακόσια έως χίλια διαθέσιμα βιβλία, και με υπεύθυνο έναν ικανό βιβλιοθηκάριο. Εάν η εταιρεία είχε 5.000-10.000 υπαλλήλους, έπρεπε να διαθέτει  περίπου 18.000 έως 30.000 βιβλία. Η μικρή εκείνη χώρα τύπωνε κατά μέσο όρο έξι έως εννέα βιβλία ανά άτομο κάθε χρόνο, αριθμός που μόνο η Σοβιετική Ένωση και η Ιαπωνία μπορούσαν να συναγωνιστούν εκείνη την εποχή που αναφερόμαστε. Και η κουλτούρα της ανάγνωσης, γνωρίζουμε από την ιστορία πως απέδωσε αξιέπαινους καρπούς. Μια μελέτη του 1990 έδειξε ότι ο μέσος όρος της αναγνωστικής ικανότητας των οκτατάξιων μαθητών της Ανατολικής Γερμανίας ήταν σημαντικά υψηλότερος από εκείνον των δυτικογερμανών συμμαθητών τους. Φυσικά, η μυστική υπηρεσία της Στάζι δεν ήθελε να χάσει τη φρενήρη αυτή διαδικασία της ανάγνωσης και άρχισε να σκέφτεται τη δημιουργία της δικής της ομάδας από το 1960, με την οποία και ασχολείται στο βιβλίο του ο Φίλιπ Όλτερμαν.

 

 

‘Ο Ποιητικός Κύκλος της Στάζι’ (The Stasi Poetry Circle. Faber & Faber, 2020), λοιπόν, που είδε το φως της δημοσιότητας πριν λίγα χρόνια, είναι βιβλίο του Βρεττανού, γερμανικής καταγωγής,  δημοσιογράφου, Φίλιπ Όλτερμαν (γεν. 1981) και ανταποκριτή του βρεττανικού Guardian στο Βερολίνο. Σε αυτό, ο Όλτερμαν περιγράφει τον τρόπο και όλα τα σχετικά βήματα με τα οποία  η ανατολικογερμανική Στάζι αποφάσισε να χρησιμοποιήσει τα ποιήματα ως μέσο καταπολέμησης του καπιταλισμού, σε ένα συναρπαστικό, παράξενο και ανησυχητικό, συνάμα, κείμενο. Παρά την ευρεία αποδοχή, στις δεκαετίες πριν από την διάλυση της Σοβιετικής Ένωσης, ότι η τέχνη γενικότερα δεν ενέχει καμία σοβαρή απειλή για τα πολιτικά καθεστώτα, στη δεκαετία του 1980, συγκεκριμένα, η Στάζι, η πολύπαθη μυστική αστυνομία της Ανατολικής Γερμανίας, αποφάσισε ότι ο καλύτερος τρόπος για να καταπολεμήσει την εξάπλωση του καπιταλισμού δεν ήταν χρησιμοποιώντας βόμβες και ρουκέτες, αλλά με ένα άλλο αθόρυβο όπλο. Τουτέστιν  την ποίηση!

 

 

Και είναι πράγματι περίεργο το γεγονός πως μια υπηρεσία κατασκοπείας εστίασε το ενδιαφέρον της στο χώρο της ποίησης, ως εργαλείο εκπαίδευσης των υπαλλήλων της. Η έρευνα του προαναφερθέντος δημοσιογράφου  τον οδήγησε και τον έφερε σε επαφή με στρατιώτες και συνοριοφύλακες που συμμετείχαν στις μηνιαίες συναντήσεις των ‘Τσεκιστών’ σε ένα μυστικό μέρος (Αντλερσχοφ,  Adlershof) του Βερολίνου. Ο όρος ‘τσεκισμός’, να σημειώσουμε με την ευκαιρία, προέρχεται από τη λέξη ‘Τσέκα’, την πρώτη μυστική σοβιετική αστυνομική οργάνωση και είναι ένας όρος που περιγράφει την κατάσταση στη Σοβιετική Ένωση όπου η αστυνομία ήλεγχε έντονα όλες τις σφαίρες και δραστηριότητες της κοινωνίας. Στις μέρες μας, χρησιμοποιείται από τους επικριτές του σημερινού καθεστώτος του Κρεμλίνου για να περιγράψει την εξουσία που απολαμβάνουν οι υπηρεσίες επιβολής του νόμου στη σύγχρονη Ρωσία. Εκεί, λοιπόν, στις συναντήσεις τους, τα μέλη του κύκλου των ‘Δημιουργικών Τσεκιστών’, παρουσίαζαν τα ποιήματα που είχαν γράψει και αντάλλασσαν πολυποίκιλες απόψεις για αυτά τα ζητήματα.  Φυσικά ο απώτερος σκοπός τους δεν ήταν  η ποίηση, αυτή καθ΄ εαυτή, αλλά πως θα την χρησιμοποιήσουν ως όπλο εναντίον του ταξικού εχθρού, που ήταν η Δύση.

 

Ούβε Μπέργκερ (Uwe Berger).

 

Επιβλέπων και επικεφαλής αυτής της σκοτεινής αποστολής, ήταν ο Ούβε Μπέργκερ (Uwe Berger, 1928-2014), ο οποίος βεβαίως δεν είχε κάποιο ιδιαίτερο λογοτεχνικό ταλέντο πάνω στην τάλαινα ποίηση, αλλά κατάφερε να τεθεί στην κορυφή μιας υπηρεσίας που αποσκοπούσε στο να καταγράφει και να καταδίδει οποιονδήποτε έγραφε ή έστω υπαινισσόταν απλώς κάτι αρνητικό για το κόμμα που βρισκόταν στα ηνία της χώρας, για το κράτος όπως αυτό είχε διαμορφωθεί, και φυσικά για την Σοβιετική Ένωση. Πέρα από αυτά, όμως, εξ’ ίσου ενοχοποιητικά στοιχεία αποτελούσαν γι’ αυτόν και τους προϊσταμένους του και οτιδήποτε θετικό στοιχείο έβγαινε στην επιφάνεια και αναφερόταν στην Δυτική Γερμανία. Φυσικά όλα τα μέλη του αναφερόμενου κύκλου δεν παρουσίαζαν κάποιο συγκεκριμένο ταλέντο στην ποίηση, εκτός ίσως από τον Αλεξάντερ Ρούικα (Alexander Ruika) τον οποίο εντόπισε αμέσως ο Ούβε Μπέργκερ, λαμβάνοντας υπ’ όψιν κυρίως τη χρήση της έννοιας της μεταφοράς στον ποιητικό του λόγο. Ο Όλτερμαν ανίχνευσε τις πρώτες του επιτυχίες σε μια σειρά βραβείων που έλαβε, και σε κάποιες δημοσιεύσεις του σε λογοτεχνικά περιοδικά εγνωσμένου κύρους, αλλά παράλληλα διαπίστωσε και κάποια διαφωνούσα υφέρπουσα ηχώ στα ποιήματά του που δήλωνε ότι ο Αλεξάντερ Ρούικα δεν αποτελούσε το επιθυμητό πρότυπο του ‘Τσεκιστή’, αλλά κατά βάθος πιθανότατα βρισκόταν απέναντι στο καθεστώς και στους ιδεολογικούς περιορισμούς που βρίσκονταν απλωμένοι πάνω απ’  όλη την κοινωνία. Συνολικά 620.000 πληροφοριοδότες ήταν καταχωρημένοι στα βιβλία της Στάζι μεταξύ 1950 και 1989, με τον ιδιαίτερο ρόλο και αποστολή να αναφέρουν όλες τις ύποπτες τάσεις και τις γενικότερες απόψεις του πληθυσμού.

 

 

Η Λαοκρατική Δημοκρατία της Γερμανίας  όπως αποδείχτηκε, εν τέλει, ήταν στην πραγματικότητα ένα έθνος από αναρίθμητους καταδότες. Ο Ούβε Μπέργκερ είχε προσεγγιστεί για να ενταχθεί σε αυτούς ως άτυπος συνεργάτης, αρχικά, και προφανώς ανέλαβε την αποστολή με προθυμία, παράγοντας μια σταθερή ροή κατασκευασμένων ψεμάτων, μισών αληθειών, παραποιήσεων, εξαπατήσεων, φαντασιώσεων και συσκοτίσεων. Το 1982, πάντως, ανταμείφθηκε από τη Στάζι με ένα ασημένιο μετάλλιο ‘αδελφοσύνης στα όπλα’ για τις προσπάθειές του, αν και στα απομνημονεύματα που έγραψε μετά την πτώση του Τείχους του Βερολίνου δεν προβαίνει σε καμία υπενθύμιση  γι’  αυτό, ούτε φυσικά και  στις υπόλοιπες αναφορές του. Ο ίδιος άφησε να εννοηθεί ότι η εργασία του ως πληροφοριοδότης τελείωσε μόλις ανέλαβε τον ποιητικό κύκλο που αναφέραμε, ενώ σήμερα γνωρίζουμε ότι αυτή η τοποθέτηση σηματοδότησε ένα νέο σκοτεινό κεφάλαιο στην πληροφοριακή του καριέρα.

Πρόθεση του Φίλιπ Όλτερμαν, εν προκειμένω, είναι να κατανοήσει ο αναγνώστης του παραπάνω βιβλίου όχι μόνον τον τρόπο λειτουργίας του  μυαλού του κατασκόπου, αλλά περισσότερο εκείνον τον αθώο πολίτη που κατασκοπεύουν, τον κατασκοπευόμενο, με μια ξεχωριστή, θα λέγαμε, συμπάθεια. Ταυτόχρονα, παραθέτει σε ένα σημείο το καφκικό παράδειγμα της Άνεγκρετ Γκόλιν (Annegret Gollin, γεν. 1956),  μιας συγγραφέως που συνελήφθη και καταδικάστηκε σε φυλάκιση με βάση ένα μόνο ποίημα που δεν δημοσιεύτηκε ποτέ. Μια παράτολμη, ριψοκίνδυνη και ανεξάρτητη νεαρή γυναίκα που της άρεσε ο χορός και το ωτοστόπ, η Άνεγκρετ Γκόλιν  ήταν ένα επαναστατικό πνεύμα που ένιωθε αποξενωμένη από το κόμμα και την αντικουλτούρα της εποχής της. Έχοντας μετακομίσει στο Τσβίκαου, πόλη στη περιοχή της Σαξονίας, σε ηλικία είκοσι τριών ετών, εντάχθηκε σε δύο ποιητικούς κύκλους όπου οι αντικομφορμιστικές της απόψεις σύντομα έγιναν αντιληπτές και τελικά την έφεραν απέναντι στη Στάζι  και την ανέκριναν σκληρά για το ακριβές νόημα ενός ποιήματος, του ‘Concretia’, σχετικά με τον πολλαπλασιασμό των τσιμεντένιων πολυκατοικιών! Όπως παρατηρεί ο Φίλιπ Όλτερμαν, ήταν σαν να την είχαν συλλάβει να κατασκευάζει αυτοσχέδια εκρηκτικά παρά να γράφει λίγους στίχους ποιήματος. Μετά από αρκετές συνεντεύξεις στις οποίες έπρεπε να εξηγήσει με λεπτομέρεια το έργο της, η Γκόλιν καταδικάστηκε σε φυλάκιση είκοσι μηνών για δημόσια δυσφήμιση ενός οργάνου του κράτους, ενώ ο  γιος της μεταφέρθηκε σε ίδρυμα για παιδιά. Και όμως, παρά την γραφειοκρατική αυτή παράνοια, η κατασκοπεία δούλεψε ασφυκτικά στην Ανατολική Γερμανία. Καθώς ο πληθυσμός συρρικνωνόταν, ο αριθμός των ατόμων που απασχολούνταν στη Στάζι πολλαπλασιάστηκε και συγκεκριμένα την δεκαετία του 1960 διπλασιάστηκε σε μέγεθος και διπλασιάστηκε εκ νέου στην επόμενη  δεκαετία του 1970.

Στη συνέχεια, ο Όλτερμαν εστιάζεται στη σταδιοδρομία του ποιητή και μυθιστοριογράφου Γκερτ Νόιμαν (Gert Neumann), τα βιβλία του οποίου ήταν τόσο κρυπτογραφημένα που κανείς στο υπουργείο Πολιτισμού δεν μπορούσε να κατανοήσει σωστά. Παρ’ όλα αυτά, υποβλήθηκε σε στενή παρακολούθηση και παρενόχληση που ουσιαστικά ισοδυναμούσε με κάποιας μορφής κακοποίηση. Όταν η Στάζι θεώρησε ότι ακόμη και αυτό δεν ήταν αρκετό, στρατολόγησε ακόμα και τη μητέρα του για να τον κατασκοπεύει. Το πώς τώρα διασταυρώνεται η ιστορία του Νόιμαν με εκείνη του Αλεξάντερ Ρούικα είναι ένα από τα πιο συναρπαστικά επεισόδια αυτού του ενδιαφέροντος και  καλογραμμένου κειμένου. Το βιβλίο ακούγεται σαν ένα ιδιόρρυθμο μυθιστόρημα, και θα μπορούσε από μια άποψη να θεωρηθεί και έτσι, καθώς ένας νεαρός συνοριοφύλακας στέκεται έξω από στρατιωτικό συγκρότημα Αντλερσχοφ, στο Ανατολικό Βερολίνο και ονειρεύεται παγωτό, αλλά πρόκειται στην πραγματικότητα για ένα πρόσωπο που πηγαίνει να παρακολουθήσει εξειδικευμένα μαθήματα σε ένα εργαστήριο ποίησης. Και αυτή είναι η αληθινή ιστορία του πώς η Στάζι, η μυστική αστυνομία της Ανατολικής Γερμανίας, καθιέρωσε ένα πρόγραμμα δημιουργικής γραφής για να διδάξει στους κατασκόπους της την τέχνη του στίχου.

Για την ιστορία, να πούμε, πως ο υπουργός Πολιτισμού της νεοσύστατης Λαοκρατικής Δημοκρατίας της Γερμανίας, Γιοχάνες Μπέχερ (Johannes Becher) ονειρευόταν μια πρότυπη κοινωνία στην οποία η ποίηση, θα είχε δεσπόζουσα  θέση. Στη ναζιστική Γερμανία, γνωρίσαμε, πως τα βιβλία καίγονταν και οι συγγραφείς διώκονταν. Στην Ανατολική Γερμανία, αντίθετα, οι συγγραφείς λάμβαναν γενναιόδωρη βοήθεια από το κράτος, όπως πακέτα περίθαλψης, κουπόνια τροφίμων, θέσεις στην κυβέρνηση και μειωμένο συντελεστή φορολογίας εισοδήματος. Η ανάγνωση προωθήθηκε σε μεγάλο βαθμό και ειδικότερα μεταξύ 1950 και 1989, ο αριθμός των βιβλίων που εκδίδονταν κάθε χρόνο τριπλασιάστηκε, ακόμη και όταν ο πληθυσμός μειωνόταν, ενώ ακόμα και οι χειρωνακτικοί εργάτες ενθαρρύνονταν να γράφουν και να διαβάζουν! Για τον Μπέχερ, μια συγκεκριμένη μορφή στίχων ήταν καθοριστική για την εγκαθίδρυση της νέας ουτοπίας. Ήταν το ελκυστικό σονέτο! Με τη διαλεκτική του δομή, ήτοι θέση, αντίθεση και σύνθεση, αντανακλούσε τη μαρξιστική αντίληψη για την ιστορική πρόοδο. Αν κάποιοι από όσους εντάχθηκαν στον κύκλο είχαν λογοτεχνικές φιλοδοξίες, ο υπεύθυνος Ούβε Μπέργκερ (Uwe Berger), με τα χαρακτηριστικά βαριά χοντρά  γυαλιά και το ζιβάγκο πουλόβερ του, τους απογοήτευσε γρήγορα.  Αν και δεν ήταν μέλος του κόμματος, επέβαλε με τον τρόπο του μια παλαιοκομματική γραμμή, ενθαρρύνοντας προπαγανδιστικούς ηρωικούς στίχους που εξυμνούσαν τη Σοβιετική Ένωση και δυσφήμιζαν τον καπιταλιστικό εχθρό. Ήταν πιο σημαντικό να είσαι κομμουνιστής παρά καλλιτέχνης, έλεγε, και η  ποίηση, πρέπει  να διεγείρει το συναίσθημα και να ενισχύει την πείνα για νίκη στον ταξικό πόλεμο. Ο Μπέργκερ ήταν επίσης χαφιές, ένας από τους εκατοντάδες χιλιάδες πληροφοριοδότες που ήταν καταχωρημένοι στα βιβλία της Στάζι. Όταν δεν κάρφωνε φίλους και γείτονες, χρησιμοποιώντας τους όρους ‘αλκοολικός’, λίγο ‘γεροντικός’, ή ‘ασταθής’ στις απόψεις, οσμίζονταν αντεπαναστατικές τάσεις στο εργαστήριο που διηύθυνε. Και καθώς η θεσμοθετημένη παράνοια της Στάζι αυξανόταν τη δεκαετία του 1980, ο Μπέργκερ γινόταν πιο προσεκτικός. Η ασάφεια τον ανησυχούσε. Τι έκρυβε ο κάθε ένας ποιητής, αναρωτιόταν μέσα του! Θα μπορούσε να αποτελεί έναν εν εξελίξει επαναστάτη ενάντια στα συμφέροντα της χώρας του και όχι μόνο;

Ο Ούβε Μπέργκερ πέθανε το 2014, αλλά ο Όλτερμαν, ο οποίος είναι επικεφαλής του γραφείου του Guardian στο Βερολίνο, εντόπισε αρκετούς από τους άνδρες που παρακολουθούσαν τα περιβόητα ποιητικά του εργαστήρια, ανάμεσά τους και τον Αλεξάντερ Ρούικα (Alexander Ruika), του οποίου το ποιητικό ταλέντο εντυπωσίασε αλλά και ανησύχησε τον Μπέργκερ, και του οποίου οι δυνατότητες για αντικαθεστωτική δράση εξανεμίστηκαν όταν και αυτός στρατολογήθηκε από την Στάζι ως πληροφοριοδότης! Στον Ρούικα  ανατέθηκε να συγκεντρώσει πληροφορίες για τον Γκερτ Νόιμαν (Gert Neumann), έναν κλειδαρά στο επάγγελμα, του οποίου η μυθοπλασία και η ποίηση ήταν ‘σαν κλειδωμένα δωμάτια με κλειδιά που χάθηκαν’ τόσο κρυπτογραφημένα που κανένας κριτικός δεν μπορούσε να τα αποκρυπτογραφήσει, και τόσο ανησυχητικά για τη Στάζι  ώστε στρατολόγησαν επίσης τη μητέρα και τη σύζυγο του Νόιμαν για να τον κατασκοπεύουν. Τριάντα χρόνια μετά, ο Όλτερμαν έφερε τους δύο άνδρες κοντά, σε ένα είδος άσκησης αλήθειας και συμφιλίωσης κατά τη διάρκεια ενός γεύματος σε εστιατόριο του Βερολίνου.

Η προβληματική σχέση της Στάζι με την ποίηση, λοιπόν, αποτελεί μια παράξενη, τραγική και κωμική ιστορία, την οποία ο Όλτερμαν αφηγείται εξαιρετικά καλά. Αν και στα εργαστήρια ποίησης κυριαρχούσαν συντριπτικά οι άνδρες, η Στάζι παρακολουθούσε επίσης στενά κάθε γυναίκα ποιήτρια που ήταν ύποπτη για πιθανή ανατροπή της καθεστηκυίας τάξεως. Παρακολουθούσαν την Άνεγκρετ Γκόλιν από τότε που ήταν έφηβη, επειδή το κάπνισμα, το ποτό και η αγάπη της για τις ντίσκο την προσέδιδαν τον τίτλο του επικίνδυνου ταραχοποιού. Και αφού τράβηξε την προσοχή τους ένα αινιγματικό αδημοσίευτο ποίημα που είχε γράψει για το μπετόν, όπως αναφέραμε παραπάνω, της επιτέθηκαν σε μια πλακόστρωτη πλατεία, την έβαλαν στο πίσω μέρος ενός αυτοκινήτου και έκαναν έφοδο στο διαμέρισμά της, όπου βρέθηκαν κι άλλα ‘ενοχοποιητικά’ σημειωματάρια. Τους μήνες μετά τη σύλληψή της, η Στάζι την ανέκριναν συνολικά  τριάντα έξι  φορές. Το συγκεκριμένο ποίημα κρίθηκε ότι παρουσίαζε σημάδια διαφθοράς που είχαν τη βάση τους σε δυτικές επιρροές. Για εκείνες τις παρακμιακές της τάσεις, πέρασε είκοσι μήνες στη φυλακή, ενώ ο μικρός της γιος, όπως ήδη είπαμε,  τοποθετήθηκε εσώκλειστος σε ίδρυμα.

Κάπου στο 1984, όλοι παρατηρούσαμε, πως το τείχος δεν μπορούσε πλέον να κρατήσει μακριά τη δυτική επήρεια. Υπήρχαν ολοένα και περισσότερα κινήματα ειρήνης που αναπτύσσονταν μεταξύ των νέων. Ακόμη και οι στρατιωτικοί, διαβάζαμε, προτιμούσαν τον Έρικ Κλάπτον και τον Στίβεν Σπίλμπεργκ από την εγχώρια μουσική και τις κινηματογραφικές ταινίες. Αλλά οι ηγέτες της Ανατολικής Γερμανίας ήταν αρκετά ηλικιωμένοι και η χώρα ήταν πιο αργή στο να αποδεχτεί τη γκλάσνοστ από ό,τι το υπόλοιπο σοβιετικό μπλοκ. Τουλάχιστον το τέλος εκείνου του καθεστώτος υπήρξε ευτυχώς αναίμακτο, γιατί ενώ η ναζιστική Γερμανία τυλίχθηκε πριν από κάποιες δεκαετίες στις φλόγες, στη Ανατολική Γερμανία, τώρα, δεν υπήρχαν καμένα πτώματα, παρά μόνο πολτοποιημένοι φάκελοι αντιφρονούντων ή κάπως έτσι παρεμφερείς εικόνες! Είναι εύκολο να χλευάσει κανείς σήμερα την ωμότητα της σοβιετικής προσέγγισης της καλλιτεχνικής πρακτικής. Αλλά όπως επισημαίνει ο συγγραφέας, και η αμερικανική CIA χρησιμοποίησε επίσης τον πολιτισμό ως πολιτικό όπλο, χρηματοδοτώντας καλλιτέχνες όπως ο Τζάκσον Πόλοκ (Jackson Pollock). Και βέβαια ήταν καλύτερα ο ψυχρός πόλεμος να διεξαχθεί με αυτόν τον τρόπο και όχι με πυρηνικές βόμβες, και κυρίως ως μάχη μεταξύ αφηρημένου εξπρεσιονισμού και σοσιαλιστικού ρεαλισμού.

Ο ηγέτης της Λαοκρατικής Δημοκρατίας της Γερμανίας  από το 1971, ο Έρικ Χόνεκερ, ανακοίνωνε με υπερηφάνεια ότι διοικούσε μια ‘χώρα αναγνωστών’, σε αντίθεση με τη ‘χώρα των μπεστ σέλερ’, στην άλλη πλευρά των συνόρων. Αλλά μια τέτοια δήλωση, σύντομα αποδοκιμάστηκε, ποικιλοτρόπως. Η  παροχή πρόσβασης ενός ολόκληρου έθνους σε υψηλό επίπεδο αλφαβητισμού και τεχνικών κριτικής σκέψης, σήμαινε ότι η κυβέρνηση δυσκολευόταν όλο και περισσότερο να ελέγξει τι διάβαζε, σκεφτόταν και έγραφε ο κόσμος. Ακόμη και οι πράκτορες της Στάζι στους λογοτεχνικούς κύκλους άρχισαν να γράφουν σκοτεινά, μελαγχολικά και κριτικά έργα που συζητούσαν την πολιτική, κοινωνική και οικονομική κατάσταση στη μικρή τους χώρα.  Παρακολουθούσαν όλο και περισσότερες δυτικές ταινίες από τη συλλογή της ίδιας της Στάζι. Η δυσαρέσκειά τους με την πραγματικότητα της δεκαετίας του 1980 ήταν βαθιά και γνήσια. Ήταν η εποχή στην οποία συγγραφείς όπως η Κρίστα Βολφ, πάλευαν καθ’ όλη τη διάρκεια της καριέρας τους να συμβιβάσουν τα σοσιαλιστικά ιδεώδη με τον υπαρκτό σοσιαλισμό γύρω τους!

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top