Fractal

Διήγημα: “Μασκαρεμένο φως”

Γράφει ο Αργύρης Φυτάκης // *

 

 

 

 

 

 

Από νωρίς εκείνη τη μέρα ο καιρός άρχισε να αλλάζει. Ο αέρας πάνω στο αυτοσχέδιο πεζούλι τράβαγε τα φύλλα των λουλουδιών σαν κάποιος που ήθελε να τα ξεριζώσει. Ο πρωινός γαλαζοπράσινος ουρανός έδωσε τη θέση του σε μια σκοτεινή περιβολή που έπνιγε την ατμόσφαιρα. Γύρω απ’ το σπίτι, τα ψηλά δέντρα έγερναν τους στιβαρούς κορμούς τους μια δεξιά και μια αριστερά. Ήταν τόσο διαπεραστική η κίνησή τους, που έλεγες ότι από στιγμή σε στιγμή θα πλάκωναν τη σκεπή και θα την έσχιζαν στα δυο, χωρίς καμιά συμπόνια για τις ψυχές που κατοικούσαν σ’ εκείνο το παλιό αρχοντικό. Η συκιά μπροστά στην ξύλινη πόρτα έσπασε μερικά κλαδιά άγουρους καρπούς που εξοβελίστηκαν στα πίσω σκαλοπάτια της αυλής. Στο εσωτερικό, η νύφη χάιδευε την κοιλιά της κάτω απ’ τη μάλλινη κουβέρτα. «Θα ανάψω τη σόμπα. Έβγαλε κρύο», έκανε μέσα απ’ τα δόντια της η πεθερά. Μερικές σταγόνες βροχής έπεφταν πάνω στη λαμαρίνα. Ο Κωνσταντής είχε φύγει από νωρίς για το χωράφι, μπας και προλάβει. Θα έπρεπε αυτή τη χρονιά να καταφέρει να ορθοποδήσει αν ήθελε να συντηρεί ακόμη αυτό το αρχοντικό στην άκρη του χωριού.

Όταν τα πράγματα ήταν καλά, τούτο το σπίτι ήταν γεμάτο απ’ ανθρώπους που το διέσχιζαν, πέρα δώθε, γελώντας και τραγουδώντας στην αυλή. Κάτω απ’ τη λαμαρίνα απλώνονταν ένα τεράστιο τραπέζι γεμάτο λογιών λογιών εδέσματα και κρασιά. Κάθε τόσο, συνήθιζαν από μια γιορτή. Πότε ο τρύγος, πότε η σπορά και πότε το αλώνι, το σπίτι πλημμυριζόταν από φίλους και περαστικούς. Όταν όμως ο κυρ Παρασκευάς χώθηκε δυο μέτρα κάτω απ’ τη γη, όλα σταμάτησαν. Σφράγισαν οι πόρτες και τα παράθυρα. Δυο γιους είχε όλους κι όλους, ανεπρόκοποι απ’ την κορυφή ως τα νύχια. Στον χρόνο πάνω, η συγκομιδή έπεσε στο μισό κι εκείνοι αντάλλαξαν βαριές κουβέντες. Ούτε στον γάμο του αδερφού του δεν ήρθε ο Χρήστος. Κάποιοι τον είδαν τύφλα στο μεθύσι εκείνη τη μέρα.

Το επόμενο πρωί, η πεθερά κρέμασε όλο περηφάνια το σεντόνι στα κάγκελα. Ολόκληρο το χωριό πέρασε να δει τα καμώματα του Κωνσταντή και το ήθος της νύφης. Σε αυλές και υπόγεια, σε σταυροδρόμια και σε χωράφια, σε στενά και σε παράθυρα, ο κόσμος μίλαγε. Όταν πέρασαν οι τρεις μήνες κι η νύφη άρχισε να φουσκώνει, τα στόματα σφάλισαν για πάντα.

Ο αέρας ούρλιαζε στην καμινάδα της σόμπας. «Θα βράσω λίγο μαντζουράνα», είπε και σηκώθηκε απ’ το κρεβάτι. Στα λόγια της η πεθερά δεν έστριψε ούτε το βλέμμα της πέρα απ’ το κοφτό κέντημα. «Είναι στην αποθήκη», έκανε η εκείνη.

Η μυρωδιά του βρεγμένου χώματος τής έφερε καταπάνω το μεσημεριανό. Σήκωσε το πατάκι της πόρτας κι έστριψε το κλειδί. Η παλιά πόρτα έτριξε. Μέσα στο μισοσκόταδο πάσχιζε να προσανατολιστεί μέχρι τα μάτια της να συνηθίσουν. Έκανε δεξιά, πάνω στο τσίγκινο ταψί κάτι έλαμψε. Ταραγμένη, γύρισε το πρόσωπό της προς την αντίθετη κατεύθυνση και το φως την ακλούθησε πίσω απ’ το κουτί που είχαν τα βοτάνια. Ο ήχος της καρδιάς της ήταν τόσο εκκωφαντικός που δεν έδωσε σημασία στην μπόρα που μαινόταν έξω. Σήκωσε το κουτί κι αντίκρισε τον άδειο τοίχο. Μια δεσμίδα φωτός στα χαρακτηριστικά του προσώπου της, αρχικά, λαμπίρισε στα γαλανά της μάτια κι ύστερα πέρασε απ’ τα ξερά της χείλη. Τρία χτυπήματα στο παράθυρο. Νόμισε πως ήταν η πεθερά. Βγήκε βιαστικά. Ο σκύλος γρύλιζε.

Έτρεξε μέχρι το σπίτι και γλίστρησε στην εξώπορτα. Τα γόνατά της μάτωσαν πάνω απ’ το λευκό νυχτικό.

«Τι έγινε;», ρώτησε αναστατωμένη η πεθερά. «Δεν ξέρω, ένα παράξενο φως και μετά ένας ήχος, σαν κάποιος που χτυπούσε το παράθυρο», απάντησε η νύφη με κομμένη την ανάσα. «Πόσες φορές χτύπησε;», ρώτησε ξεψυχισμένα η πεθερά. «Τρεις», ψιθύρισε η νύφη.

Ήρθε.

Η πεθερά άφησε το πλεκτό της επάνω στην καρέκλα και πήγε κοντά στη νύφη. Απ’ το ντουλαπάκι πήρε έναν επίδεσμο και καθάρισε την πληγή. Έδεσε προσεκτικά τον επίδεσμο γύρω απ’ τα γόνατά της και της χάιδεψε τα μαλλιά.

Την σκέπασε με τη μάλλινη κουβέρτα. Της έβαλε δυο ξύλα στη φωτιά. «Μη πλαγιάσεις απόψε, καλύτερα να περιμένεις να γυρίσει ο Κωνσταντής πρώτα. Εγώ θα πάω στην κάμαρά μου. Μείνε ξύπνια και μόλις τον ακούσεις, μήνυσέ τον να ‘ρθει σ’ έμενα πρώτα», είπε σχεδόν άηχα καθώς έκλεινε την πόρτα της. Φεύγοντας την φίλησε στο μέτωπο.

Εκείνη δεν κατάλαβε τι είχε συμβεί. Άνοιξε κρυφά την πόρτα και την είδε να στέκεται μπρος τον καντήλι στη μέση της σάλας. Ήταν γονατισμένη κι έκανε το σταυρό της. Κοιτούσε προς το ταβάνι και κουνούσε τα χέρια. Σαν προσευχή. Η νύφη μετακινήθηκε κι έγειρε το κορμί της επάνω στο στενό ντιβάνι. Τυλίχθηκε με τη μάλλινη κουβέρτα. Κοιτούσε τη φλόγα που ολοένα γινόταν πιο αδύνατη μέχρι που έσβησε. Το βλέμμα της είχε συνηθίσει στο σκοτάδι και μπορούσε να δει το ρολόι στον απέναντι τοίχο. Είχε σημάνει μεσάνυχτα. Η βροχή δυνάμωσε. Ο ήχος της λαμαρίνας, ένα γλυκό νανούρισμα ανάκατο με τους ψίθυρους της νύχτας.

Το επόμενο πρωί δεν μπορούσε να πάρει τα πόδια της. Μια μεταλλική γεύση τής είχε στεγνώσει στο στόμα. Η κουβέρτα ήταν τόσο βαριά που τίποτα δεν μπορούσε να την πάρει από πάνω της. Κάτι ξερό είχε αναπτυχθεί ανάμεσα στα πόδια της. Το αίμα είχε ήδη στεγνώσει. Όταν ανασηκώθηκε, καυτά δάκρυα ξεχύθηκαν στο πρόσωπό της. Πήγε να ουρλιάξει αλλά τα χείλη της δεν σάλευαν.

Φαίνεται πως, όταν έφυγε, το ίσκιωμα είχε ξεριζώσει τη γλώσσα της.

 

 

 

* Ο Αργύρης Φυτάκης είναι κάτοχος μεταπτυχιακού διπλώματος στη Δημιουργική Γραφή. Γράφει ιστορίες σε μικρή φόρμα και ποιήματα. Κείμενά του έχουν δημοσιευτεί στις 121 Λέξεις και στο Λογοτεχνικό Δελτίο της Υπερρεαλιστικής Ομάδας Θεσσαλονίκης. Συντονίζει διαδικτυακά μαθήματα γραφής.

 

 

Ετικέτες:
ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top