Fractal

✔ Κώστας Βούλγαρης: «Άλλωστε, τόσο η τέχνη, εν προκειμένω η λογοτεχνία, όσο και η κριτική της, δεν μπορούν να υπάρξουν, αν δεν διακινδυνεύουν»

Συνέντευξη στην Πέρσα Κουμούτση //

 

 

Το βιβλίο του Κώστα Βούλγαρη, με τίτλο: «Ο Κολοκοτρώνης ωραίος σαν Μπολιβάρ», και υπότιτλο «Ο Νίκος Εγγονόπουλος απέναντι στον Μακρυγιαννισμό», φέρει εξώφυλλο με ζωγραφικό έργο του ίδιου του ποιητή, ενώ το περιεχόμενό του αποτελεί μια τολμηρή, θα έλεγα, αναπαράσταση μιας εποχής, αλλά και μια καινοτόμο και ανατρεπτική προσέγγιση εκ μέρους του συγγραφέα για τη σχέση ανάμεσα στην τέχνη και την Ιστορία.

 

-Κύριε Βούλγαρη, στο νέο σας βιβλίο, όπως σε όλα σχεδόν τα προηγούμενα, ο αναγνώστης διακρίνει τάσεις «ρεβιζιονισμού», με την έννοια της αναθεώρησης των ιδεών που έχουν παγιωθεί ή εδραιωθεί στο συλλογικό συνειδητό μας. Έτσι, κι αυτό το έργο σας, ανατρέπει, αποδομεί, και τολμώ να πω αποκαθηλώνει είδωλα της ιστορικής/συλλογικής μνήμης. Εκτός από τόλμη, τι άλλο πιστεύετε ότι χρειάζεται για να ολοκληρωθεί ένα τέτοιο ανατρεπτικό -κατά πολλούς αιρετικό- εγχείρημα;

Χρειάζεται απλώς γενναιότητα, πνευματική γενναιότητα. Άλλωστε, τόσο η τέχνη, εν προκειμένω η λογοτεχνία, όσο και η κριτική της, δεν μπορούν να υπάρξουν, δεν μπορούν να είναι άξιες λόγου, αν δεν διακινδυνεύουν. Αλλιώς, πρόκειται για διαδικασίες διεκπαιρεωτικές, οι οποίες δεν αφορούν την τέχνη αλλά το καταναλωτικό, αν και χρήσιμο, πεδίο του πολιτισμού.

 

-Στο βιβλίο σας αναλύετε την κορυφαία ποιητική σύνθεση του Νίκου Εγγονόπουλου, τον «Μπολιβάρ», και την συνδέετε άρρηκτα με την φιλοσοφία του, την αντίληψή του για τον κόσμο και τη ζωή. Τι είναι αυτό που κυρίως απασχολεί τον Εγγονόπουλο σε αυτό το ποίημα κατά τη γνώμη σας και γιατί δεν ονοματίζει τον πρωταγωνιστικό του ήρωα. Είναι εσκεμμένη θεωρείτε αυτή η «απόκρυψη»;

Ο Εγγονόπουλος φτιάχνει μια ιστορική αφήγηση, ανταγωνιστική προς την καθεστωτική εθνική αφήγηση που εκείνα ακριβώς τα χρόνια συνθέτει ο Σεφέρης, τη βοηθεία της χορείας της γενιάς του ’30.

Εσκεμμένα «αποκρύβει» τον Κολοκοτρώνη, γιατί, αν τον ονομάτιζε, το ποίημα κινδύνευε να εγγραφεί και να λειτουργήσει μονοσήμαντα, ως ιστορία της επανάστασης του 1821, ενώ ο Εγγονόπουλος θέλει, εδραζόμενος στην Επανάσταση και στον Κολοκοτρώνη, να μιλήσει για την όλη ιστορία, μέσα από μια επαναστατική αντίληψη της ιστορίας.

 

 

-To βιβλίο  αποδομεί σχεδόν εκ βάθρων την επικρατούσα ερμηνεία που δόθηκε για το πρωταγωνιστικό πρόσωπο. Κι όπως προανέφερα, δεν είναι η πρώτη φορά που συγγράφετε ένα έργο με ανατρεπτικές προεκτάσεις, όμως σ’ αυτό συγκεκριμένα, αναγνωρίζετε στον πρωταγωνιστή του γνωστού ποιήματος του Εγγονόπουλου, τον Θεόδωρο Κολοκοτρώνη. Πώς προέκυψε η ιδέα; Ποιο ήταν εκείνο το ερέθισμα που σας προέτρεψε να καταπιαστείτε με τον «Μπολιβάρ»;

Η επικρατούσα ερμηνεία του ποιήματος απλώς δεν είχε ταυτίσει το πρωταγωνιστικό πρόσωπο. Μιλούσε μόνο «φιλολογικά» επί του ποιήματος, παρακάμπτοντας το πρωταγωνιστικό πρόσωπο. Αυτού του είδους η φιλολογική ερμηνεία είναι εμφανώς ανεπαρκής, όταν έχει να κάνει με ένα τέτοιο έργο, το οποίο βρίθει ιστορίας. Βοήθησε σε αυτό και η επιλογή του Εγγονόπουλου, να ονοματίζει τον Οδυσσέα Ανδρούτσο. Το έκανε όμως για να οδηγήσει τον αναγνώστη στον Κολοκοτρώνη, δηλαδή στον ηγέτη της πλευράς του εμφυλίου στην οποία ανήκε και ο Ανδρούτσος, και με αυτόν τον τρόπο σε μια άλλη ιστορική αντίληψη.

Το «ερέθισμα» που με οδήγησε σε αυτή την προσπάθεια υπήρχε επί δεκαετίες, γιατί είχα την αίσθηση ότι κάτι άλλο συμβαίνει στο ποίημα «Μπολιβάρ», κάτι πέραν αυτών που όλοι εισπράττουμε διαβάζοντάς το. Τα τελευταία χρόνια, έγινε μια πρώτη ταύτιση, στους περίφημους στίχους:

Μπολιβάρ! Κράζω το όνομά σου ξαπλωμένος στην πιο ψηλή κορφή του βουνού Έρε,

Την πιο ψηλή κορυφή της νήσου Ύδρας.

Έγινε λοιπόν η παρατήρηση, ότι το βουνό Έρε δεν βρίσκεται κάπου στη Λατινική Αμερική, όπως άλλα βουνά που αναφέρονται στο ποίημα, και όπως μας κάνει να σκεφτούμε το όνομα Έρε, αλλά είναι όντως το ψηλότερο βουνό της Ύδρας.

Το επόμενο βήμα, που το έκανα εγώ, ήταν να παρατηρήσω ότι εκεί ακριβώς, «στην πιο ψηλή κορφή του βουνού Έρε», βρίσκεται το μοναστήρι του Προφήτη Ηλία, όπου φυλακίστηκε ο Κολοκοτρώνης το 1825, στη διάρκεια του εμφυλίου. Αυτομάτως, όλα τα «κρυμμένα» άρχισαν να αποκαλύπτονται. Γιατί ο Εγγονόπουλος δεν είχε κρύψει τον Κολοκοτρώνη στα βάθη κάποιας ερμηνείας, αλλά τον είχε κρύψει στην προθήκη, στη βιτρίνα, μπροστά στα μάτια όλων.

Και έτσι αρχίζει να ξετυλίγεται μια διαφορετική αντίληψη για την Επανάσταση του 1821 και την όλη ιστορία. Κλειδί εδώ είναι η παραδοχή, ότι ο Κολοκοτρώνης δεν ήταν ένας άξεστος οπλαρχηγός, όπως είναι η κοινή αντίληψη, αλλά ένας, δεόντως διαφωτισμένος, άνθρωπος της εποχής του, δηλαδή της εποχής της Γαλλικής Επανάστασης.

Αυτή είναι η αντίληψη του Εγγονόπουλου, που ήρθε και «κούμπωσε» με φυσικότητα στη δικιά μου αντίληψη, για την Επανάσταση και τον Κολοκοτρώνη, που ήταν ακριβώς η ίδια, και την έχω καταθέσει στο πεζογραφικό μου βιβλίο «Ο Καρτέσιος στην Τρίπολη», το 2003.

Δεν ήταν λοιπόν μόνο η πραγματολογική παρατήρηση που έκανα, αλλά η αντίληψή μου που ήταν ταυτόσημη με εκείνη του Εγγονόπουλου.

 

-Είναι γνωστό ότι η Ιστορία εμπνέει την Τέχνη, αλλά σε ποιο βαθμό αυτή (η Τέχνη) μπορεί να παρέμβει σε θέματα Ιστορίας και Πολιτικής; Ή ας το θέσω διαφορετικά, πόσο γόνιμος αλλά και αποκαλυπτικός μπορεί να είναι ο διάλογος ανάμεσα στην τέχνη και την ιστορία, ανάμεσα στην τέχνη και την πολιτική;

Όλη η νεοελληνική ιδεολογία, στις διάφορες φάσεις και εκδοχές της, έχει φτιαχτεί μέσα από την ποίηση. Ιδιαίτερα η αντίληψη για την ιστορία. Μέσα από τον Σολωμό, τον Κάλβο, τον Παλαμά, τον Σεφέρη. Έστω και με παραναγνώσεις, κυρίως του σολωμικού έργου. Η ποίηση παρεμβαίνει λοιπόν, καθορίζει την ιστορική αντίληψη και τη συνακόλουθη πολιτική αντίληψη. Πρόκειται για έναν διάλογο άλλοτε γόνιμο, άλλοτε στρεβλωτικό, πάντα όμως έντονο, έστω και υπόρρητο. Ο μεγαλύτερος, μετά τον Παπαρρηγόπουλο ιστορικός μας, ο Νίκος Σβορώνος, όταν ρωτήθηκε αν διαβάζει ποίηση, απάντησε, αφοπλιστικά, πως αν δεν διάβαζε δεν θα ήταν ιστορικός αλλά τμηματάρχης του ΙΚΑ…

 

-Και άραγε η υποκειμενική ανάγνωση ενός ποιήματος, για παράδειγμα, ή ενός λογοτεχνικού κειμένου, θα μπορούσε να αποτελέσει πεδίο επιστημονικής έρευνας; Με απλά λόγια, πόσο θεμιτό, δύσκολο ή εύκολο είναι να διαχειρίζεται ένας δημιουργός τα πραγματολογικά στοιχεία ενός ποιήματος, προκειμένου να τεκμηριώσει τις απόψεις του; Προφανώς χρειάστηκε ιστορική  έρευνα εκ μέρους σας, αλλά πώς παντρεύονται τα δυο;

Κάθε σημαντικό λογοτεχνικό έργο περιέχει τρομακτικές ποσότητες βιωμένης, και άρα μελετημένης ιστορίας, ανεξάρτητα από τη θεματική του. Ακόμα και αν έχει «προσωπική» θεματική. Και άλλα, θεματολογικά «αθώα» ποιήματα του Εγγονόπουλου, προϋποθέτουν έρευνα και θεωρία και αντίληψη, που εδράζονται στις επιστήμες, δεν είναι υπερρεαλιστικές ελευθεριότητες.

Η ιστορική έρευνα που έκανα για το βιβλίο δεν ήταν επί τούτου, αλλά ήταν για την Επανάσταση του 1821 και την όλη ιστορία, συστηματικά από το 1995 μέχρι σήμερα. Όμως, δεν ήταν έρευνα αλλά μαθητεία, επί έτη πολλά, δίπλα σε ιστορικούς, όπως ο Άγγελος Ελεφάντης και η πρόωρα χαμένη ιστορικός του 1821, Μάρθα Πύλια. Μαθητεία ετών, με την προσήκουσα πειθαρχία. Δεν είμαι ιστοριοδίφης-λογοτέχνης.

 

 

-Στο βιβλίο σας λέτε ότι ο Εγγονόπουλος, χρησιμοποιεί ιστορικά, ιδεολογικά, πολιτισμικά στοιχεία, και αντιπαραθέτει στον Μακρυγιάννη του Σεφέρη τον Μπολιβάρ, δηλαδή τον Θεόδωρο Κολοκοτρώνη και μαζί του ήρωες τις ελληνικής αλλά και Γαλλικής επανάστασης καθώς και της μυθολογίας. Εσείς ποιά  ιστορικά γεγονότα, πραγματολογικά στοιχεία ή άλλες πηγές χρησιμοποιήσατε για να στηρίξετε τα επιχειρήματα και τις απόψεις σας;

Δεν χρησιμοποίησα εγώ ιστορικές πηγές. Προσπάθησα να δω τι πηγές είχε διαβάσει ο Εγγονόπουλος, όπως προκύπτουν από τον «Μπολιβάρ», από άλλα ποιήματά του, από τους πίνακές του, αλλά και από τις συνεντεύξεις του, όπου τα έχει πει όλα. Όπως διαπίστωσα, μάλιστα, δεν επρόκειτο για κάποιες εξεζητημένες, σπάνιες πηγές, αλλά για τις πλέον προφανείς και δεδομένες, για έναν άνθρωπο της εποχής του. Για παράδειγμα, το Εγκυκλοπαιδικόν Λεξικόν Ελευθερουδάκη, απ’ όπου αντλεί αυτούσιες πληροφορίες. Επίσης, τις βασικές ιστορίες της Επανάστασης του 1821. Τον Φίνλεϋ, τον Παπαρρηγόπουλο… Και οι πηγές του Εγγονόπουλου είναι λοιπόν μπροστά στα μάτια μας. Το ότι δεν τις διαβάζουν σήμερα οι περισσότεροι λογοτέχνες και οι περί την λογοτεχνία τυρβάζοντες, αυτό δεν αφορά τη λογοτεχνία αλλά την αγραμματοσύνη τους.

 

-Θα μπορούσε το συγκεκριμένο βιβλίο να αποτελέσει παράδειγμα, ένα εφαλτήριο ας πούμε, για μια διαφορετική προσέγγιση των καλλιτεχνικών κειμένων αυτού του μεγέθους, αξίας και εμβληματικού ή συμβολικού περιεχομένου;

Η αφασία του λογοτεχνικού πεδίου καλά κρατεί, και θα κρατεί. Τι κι αν μεσολάβησε μια ολόκληρη δεκαετία κρίσης και τα περισσότερα βιβλία εκδίδονται ιδίοις αναλώμασιν και τα διαβάζουν ελάχιστοι; Τι κι αν μπαίνουμε σε μια νέα, μακράς διάρκειας κρίση λόγω της πανδημίας; Τι, δηλαδή, κι αν καταρρέει το λογοτεχνικό πεδίο; Τι κι αν το φαινόμενο είναι γενικευμένο, ως κοινωνική αφασία; Σεφερικών αποήχων στιχουργήματα θα εκδίδονται ως ποίηση, μπαγιάτικα μοντερνίζοντα πεζά θα εκδίδονται ως πεζογραφία (ως ακούσια μνημόσυνα στον εκλιπόντα μοντερνισμό, λέω εγώ)

Όχι, δεν ελπίζω πως θα αποτελέσει παράδειγμα. Απλώς, θα συναντήσει αντίστοιχες προσπάθειες, ελάχιστων άλλων, λογοτεχνών και φιλολόγων. Συνάντησε ήδη τον Εγγονόπουλο, τον παρεξηγημένο, τον απωθημένο, τον παραναγνωσμένο, επί 70 τόσα χρόνια. Είναι ήδη πολύ, πάρα πολύ, γιατί αυτός είναι ο μεγάλος ποιητής των χρόνων του ’30, ο μεγαλύτερος μετά τον Σολωμό και την μεγαλειώδη καβαφική παράκαμψη. Σε τι περισσότερο να ελπίζω;

 

-Η Τέχνη πρέπει να είναι ανατρεπτική, κ. Βούλγαρη, διδακτική, σε τι αποσκοπεί τελικά, και πού θα πρέπει να εστιάσει σε εποχές όπως αυτές που διανύουμε;

Η τέχνη, διά της μορφής της, μας δίνει ένα διαφορετικό τρόπο να δούμε τον κόσμο και τη ζωή. Αλλιώς, δεν είναι.

 

– Σας ευχαριστώ θερμά

 

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top