Fractal

Διήγημα: “Λου”

Γράφει ο Κωνσταντίνος Δομηνίκος // *

 

musician-shadow

 

Τα λαμπάκια στον καθρέφτη – αγκάθινο στεφάνι, τον φώτιζαν σαν άγιο. Μια φωτογραφία ήταν σφήνα χωμένη στο κάδρο.

Πέντε χρόνια περιόδευε – πέντε, την είχε πάντοτε μαζί του.

Φόρεσε το κρεμαστό, τα πέτσινα, την κοίταξε: Ένα αγόρι που του ` μοιαζε, με μια κιθάρα, κι από δίπλα ένα ζευγάρι χέρια τον αγκάλιαζαν.

Μπαμπά;

Σταγόνες ξεπήδησαν από τα μάτια του. Η μπογιά, τις έκανε να μοιάζουν μαύρες. Πάντοτε το ίδιο. Λίγο πριν βγει στη σκηνή, πριν αρχίσει η μουσική, λίγο πριν τις κραυγές, λίγο πριν το μεγάλο Μπαμ, πάντοτε οι ίδιες σταγόνες. Μαύρες, σέρνονταν σα βδέλλες κι ύστερα στέγνωναν στην πούδρα.

Κανείς δεν προσέχει τα ψιλά γράμματα.

Τα ψιλά γράμματα είναι για τους τύπους.

Πέντε χρόνια, όλα για το Ροκ. Πέντε χρόνια γεμάτα βελούδο, ντρόγκια και βυζιά. Πολλές φορές ταυτόχρονα.

Το πλήθος κόντευε να γκρεμίσει τη σκηνή. Το όνομα του βουή. Δεν είχε όνομα. Σηκώθηκε, χάζεψε τον εαυτό του στον καθρέφτη και βγήκε από το καμαρίνι.

Στο διάδρομο τον περίμενε η ξανθιά του και κάνα δυο παρατρεχάμενοι. Φίλησε την ξανθιά του κι όλοι μαζί κίνησαν για την σκηνή. Του χτυπούσαν τη πλάτη, τον ενθάρρυναν, τραβούσαν φωτογραφίες, τον φθονούσαν. Εκείνος, κατάδικος αρένας δεν έβγαζε άχνα. Δυο κορίτσια πήγαν να του ορμήσουν τσίτσιδα. Οι παρατρεχάμενοι τ` άρπαξαν και τα `στειλαν στον αγύριστο. Η ξανθιά βλαστήμησε.

Φτάσανε στις κουρτίνες. Έτσι να τις έκανε και θα έβγαινε. Το πλήθος κόντευε να γκρεμίσει τη σκηνή.

Πέντε χρόνια. Σαν σήμερα, πριν από πέντε χρόνια έκανε την πρώτη του συναυλία. Σαν σήμερα πριν από πέντε χρόνια, ένας τύπος τον επισκέφθηκε στο καμαρίνι.

«Έχετε την καλοσύνη να μου υπογράψετε ένα αυτόγραφο;»

Δεν τον έκανες ούτε νέο, ούτε γέρο. Ούτε ροκ, ούτε ποπ.

«Βεβαίως. Μισό να βρω ένα στυλό».

«Αφήστε, έχω εγώ», είπε ο τύπος και του έδειξε την πένα που κρατούσε.

«Ωραία. Πως λέγεστε;»

«Λου».

«Λου;»

Ο τύπος χαμογέλασε. Από την τσέπη του έβγαλε μια κόλλα χαρτί.

Κανείς δεν προσέχει τα ψιλά γράμματα.

Γάμα τα ψιλά γράμματα.

«Έτσι με φωνάζουν πια», είπε και του την έτεινε.

Ο άλλος έκανε να πάρει την κόλλα.

«Μισό λεπτό. Πρώτα θέλω να μου πείτε».

«Τι ακριβώς;»

«Το τι είναι διατεθειμένος να θυσιάσει κανείς προκειμένου να εξασφαλίσει την αθανασία του ονόματος του».

«Δεν καταλαβαίνω. Μήπως είστε από κάποιο περιοδικό;»

«Μια απλή ερώτηση είναι. Ποιο θα ήταν το κόστος, ας πούμε για εσάς;»

«Δεν ξέρω… Δεν το` χω σκεφτεί…»

«Κοίταξε πίσω σου».

Ο καλλιτέχνης γύρισε. Μια φωτογραφία ήταν σφήνα χωμένη στο κάδρο. Ένα αγόρι που του `μοιαζε, με μια κιθάρα κι από δίπλα ένα ζευγάρι χέρια τον αγκάλιαζαν.

Μπαμπά;

«Λοιπόν; Που ποντάρεις;», ρώτησε ο Λου. «Στην ανθρωπιά ή στην Τέχνη σου;»

Ο καλλιτέχνης δεν απάντησε.

«Ωραία», είπε πάλι ο Λου και του έδωσε την πένα.«Υπέγραψε εδώ».

Οι κουρτίνες άνοιξαν στα δυο. Το πλήθος κόντεψε να γκρεμίσει την σκηνή. Εκείνος, κατάδικος αρένας, δεν έβγαζε άχνα. Βάδισε προς το κέντρο της εξέδρας, άρπαξε το μικρόφωνο κι έκλεισε τα μάτια. Η μπογιά νέρωσε.

Κανείς δεν προσέχει τα ψιλά γράμματα.

Τα ψιλά γράμματα πρέπει να προσέχει κανείς.

Πέντε χρόνια. Σαν σήμερα, πριν από πέντε χρόνια έκανε την πρώτη του συναυλία. Σαν σήμερα πριν από πέντε χρόνια έθαψε τον πατέρα του.

 

 

* Ο Κωνσταντίνος Δομηνίκος γεννήθηκε στο Βερολίνο το 1988. Διηγήματα του κυκλοφορούν από τις εκδόσεις Συμπαντικές Διαδρομές. Κατά καιρούς, γράφει στο entheto.wordpress.com. Ζει στην Κατερίνη.

 

Ετικέτες:
ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top