Fractal

Με τον τρόπο όλων των τυφλών ανθρώπων που ξαφνικά βλέπουν μπροστά τους μια μικρή φωτεινή χαραγματιά

Γράφει η Ελένη Γκίκα //

 

Μαρία Γαβαλά «Κόκκινος σταυρός», εκδ. Πόλις, σελ. 480

 

«Η Γκέρτρουντ προτού τρελαθεί – αν δηλαδή τρελάθηκε ποτέ της, με την έννοια πως το εγώ της διαλύθηκε εντελώς, πιθανόν εν πολλοίς διασκέδαζε ή αμυνόταν παριστάνοντας την τρελή, αλλά παίξε παίξε με τη φωτιά στο τέλος έγινε λαμπάδα…»

«Ήταν και προικισμένη και ιδιοφυής και είχε πλήρη συναίσθηση αυτού που έκανε. Δυστυχώς δεν σώθηκε τίποτα από την εποχή που δεν την βάραινε το ακαταλόγιστο».

Θα μπορούσε, από τις ελάχιστες διασωθείσες ακουαρέλες αν, τελικά, «ερμηνευτούν και ως παλίμψηστο», να προκύψει η πινακοθήκη μιας σκοτεινής εποχής και τα κλειδιά ερμηνείας για κάθε σκοτεινή εποχή; Θα μπορούσε η σκοτεινιά στη ζωή του ενός να οδηγήσει στην σκοτεινή άβυσσο της ανθρώπινης συνείδησης και ψυχής;

Παρότι αυτά δεν είναι παρά δηλωμένες ευσεβείς προθέσεις της ελληνογερμανίδας φοιτήτριας Αριάδνης Χόπε που σπουδάζει Ιστορία της Τέχνης στο Πολυτεχνείο της Δρέσδης και το θέμα της μεταπτυχιακής της με αφορμή την συνθηματική γλώσσα των πινάκων της διαταραγμένης πνευματικά Μπέρτα Γκέρτρουντ Φλεκ (1870-1940) που έζησε έγκλειστη σε ψυχιατρικά άσυλα και υπήρξε θύμα της εθνικοσοσιαλιστικής ευγονικής, η συγγραφέας Μαρία Γαβαλά, εν τούτους, τα καταφέρνει.

Ο «Κόκκινος Σταυρός» της που κυκλοφόρησε προσφάτως από τις εκδόσεις Πόλις και υπήρξε αποτέλεσμα πενταετούς έρευνας και συγγραφικού μόχθου λειτουργώντας καλειδοσκοπικά, με κατακερματισμένη πολυπρισματική μέθοδο σκιαγραφεί μεθοδικά και σε βάθος, από απόσταση αλλά και φωτίζοντας το τραυματισμένο ελάχιστο, μια ιστορική εποχή αίνιγμα, που αποτελεί και θα αποτελεί πάντα χαίνουσα πληγή. Ο Μεγάλος Πόλεμος, η Βαϊμάρη, η Ναζιστική Γερμανία υπήρξαν και η εποχή μας μοιάζει τόσο συγγενική.

Αποδεικνύοντας ότι η μεγάλη τέχνη δεν κάνει άλλο παρά να ερμηνεύει το ανθρώπινο δράμα, χρησιμοποιεί ως βατήρα την τέχνη και της δημιουργού την ταραγμένη ζωή. Μια έκθεση στο Μουσείο Μπενάκη υπήρξε γι’ αυτήν η αφορμή. Στη συνέχεια «Τα λουλούδια και η γάτα δεν είναι παρά επιζωγράφιση. Κανένας δεν θα μπει στον κόπο να περάσει τους πίνακες από ακτίνες Χ για να δει τι κρύβεται από κάτω. Κι από δω ξεκινάει η δική μου αποστολή. Με αφορμή αυτά τα ελάχιστα δείγματα δουλειάς διεισδύοντας στην διαφάνεια ή στην αδιαφάνειά τους, αναλύοντας τις δυνατότητες που προσφέρουν, με την βοήθεια και κάποιων στοιχείων από τις ιατρικές γνωματεύσεις και από τα αρχεία ασύλων, μπορεί κανείς να συνθέσει το κοινωνικο-ιστορικό κάδρο μιας εποχής και μιας ανθρώπινης μοίρας που πάει πλάι πλάι με την εποχή».

Και σε ένα μυθιστόρημα- άθλο ενώνοντας ιστορικά πρόσωπα με επινοημένους ήρωες, δίνοντας σε όσους δεν έχουν φωνή, συνείδηση και φωνή, κατορθώνει σε κοινό σώμα να συνυπάρξουν δυο εποχές, δυο λαοί, φοιτητές και καθηγητές, θεραπευτές κι ασθενείς, ακρωτηριασμένοι ήρωες που αυτοσυστήνονται και αποκαλύπτονται, φωτίζοντας με ενάργεια κάθε σκοτεινή πτυχή.

Ποτέ άλλοτε μια αθώα λέξη όπως «αραιώσουμε» ή «κόβουμε» δεν θα μπορούσαμε να φανταστούμε πώς κάνει τόση ζημιά, ειδικά όταν μιλάμε γι’ ανθρώπους και «όχι για φυτά που θέλουν κλάδεμα ή ξερίζωμα»:

«Δεν γνωρίζω τ’ όνομά του, μη με ρωτάτε πως τον λένε, απ’ το πρωί δεν κάνουμε τίποτα άλλο απ’ το να κόβουμε χέρια και πόδια» [χειρουργός στο μέτωπο όπως το μεταφέρει στρατιώτης σε επιστολή]

«Πρέπει να τους αραιώσουμε, να τους αραιώσουμε» [διαπίστωση διοικητικού προσωπικού στο άσυλο].

Στο μυθιστόρημα της Μαρίας Γαβαλά τίποτα δεν συμβαίνει τυχαία, παρ’ ότι όλα ακούγονται ψύχραιμα και από απόσταση, το κατορθώνει η Αριάδνη Χόπε λόγω και της δικής της διπλής καταγωγής: «Ανάμεσα στα δυο μισά μου κυλούσε μια γκρίζα λεωφόρος» θα πει κι έχει κάθε δικαίωμα να διαγνώσει για την μισή της καταγωγή: «ο Γερμανός πολίτης δεν αποτελεί μια ολοκληρωμένη εικόνα ενότητας, δεν ανήκει στο είναι αλλά στο γίγνεσθαι, καθώς βρίσκεται διαρκώς σε διαδικασία εξέλιξης… Την ψυχή των ομοεθνών μου την αφουγκραζόμουν σαν ηφαίστειο σε ύπνωση».

 

Μαρία Γαβαλά

 

Στο βιβλίο συνδράμουν Τέχνη, Ιστορία, Πολιτική, ο κόσμος των Ιδεών, Φιλοσοφία, Ψυχολογία και Ψυχιατρική και με την μέθοδο της αφηγηματικής σκυταλοδρομίας ζωντανεύει η ναζιστική Γερμανία και ο Μεγάλος Πόλεμος, η δική μας πικρή εποχή. Την αφηγούνται συνήθως πρωτοπρόσωπα σαν μάρτυρες ούτε κατηγορίας αλλ’ ούτε και υπεράσπισης, σαν ήδη νεκροί, η Αριάδνη Χόπε η οποία μιλά και για τους γονείς της, ο Μάνουελ ο καταλανός εραστής της από τον οποίο μαθαίνουμε και την ιστορία του κούρδου συμφοιτητή του, η νοσηλεύτρια Έρρικα Μπέντιεν στο Φρενοκομείο Ζόνενσταϊν που μας μιλά για την Μπέρτα Γκέρντρουντ Φλεκ και την Κορνέλια Γκουζέβσκι (οι οποίες, όμως, διαθέτουν και δική τους φωνή), για τον ακρωτηριασμένο ήρωα αδελφό της Μάρτιν, για τις μοναχές που αποτελούν καταφύγιο και βάλσαμο σε μια καθόλα παράλογη εποχή.

Με αριστουργηματικό τρόπο και σπουδαία αφηγηματική τεχνική η συγγραφέας μπαινοβγαίνει στον Χρόνο [η Γερμανία πριν, κατά και μετά τον πόλεμο, η εποχή μας] και στο Χώρο [Χαλάνδρι, Δρέσδη, Αίγινα, Βερολίνο, Πανεπιστήμιο, Μέτωπο, Κλινική] και ζωντανεύει και στην ελάχιστη λεπτομέρεια ένα τεράστιο μυθιστορηματικό σύμπαν με κρυστάλλινη σχεδόν καθαρή φωνή. Κανένας άλλος δεν κοίταξε έτσι κατάματα το σκοτάδι [στην εποχή, στη ζωή, στην ανθρώπινη ψυχή] και δεν τον κατάπιε η άβυσσος, δεν σκιαγράφησε το Σύμπαν αφουγκραζόμενος ακόμα και το αίμα που ρέει στις φλέβες, δεν αφηγήθηκε με τέτοια σχεδόν χειρουργική τεχνική. Με δυνατότητα εντομολόγου, εντομολόγος και έντομο μαζί, η Μαρία Γαβαλά μας προσφέρει ένα δυνατό, φιλόδοξο, σκληρό, διαχρονικό  μυθιστόρημα που αξίζει άπειρες φορές να διαβαστεί και να ξαναδιαβαστεί. Κάθε φορά έχει την δυνατότητα να υποδείξει και να φωτίζει κι άλλα. Θα μπορούσε να σε διαλύσει, αλλά υιοθετεί σαν την Αριάδνη Χόπε την ήρωίδα της, μέθοδο και απόσταση πανεπιστημιακής διατριβής.

Προσωπικά, εκείνο που μου έμεινε και άντεξα το σκοτάδι μας είναι η μέθοδος της Ντονάτας και της αδελφής Φραγκίσκας, το σημείο του σταυρού στο στήθος «με τον τρόπο όλων των τυφλών ανθρώπων που ξαφνικά βλέπουν μπροστά τους μια μικρή φωτεινή χαραγματιά». Και αφού κάποιος κατόρθωσε να τα δει και να τα αφηγηθεί, πού ξέρεις, μπορεί όλο αυτό το έρεβος και να ηττηθεί.

 

 

 

Δημοσιεύθηκε στον Φιλελεύθερο

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top