Fractal

Ποιήματα Ποιητικής

Γράφει ο Κωνσταντίνος Μπούρας // *

 

Μαριγώ Αλεξοπούλου, “Νυχθημερόν”, ποίηση, εκδόσεις Πόλις, Αθήνα 2020

 

Ήδη από τον πίνακα περιεχομένων καθίσταται φανερή η σχέση της πολυσπουδαγμένης ποιήτριας με την Εκπαίδευση, αφού συμπεριλαμβάνεται και ποίημα με τίτλο “e-class”. Η φιλόλογος Μαριγώ Αλεξοπούλου, που γεννήθηκε στην Αθήνα το 1976, είναι διδάκτωρ Κλασικών Σπουδών του Πανεπιστημίου της Γλασκώβης. Η διατριβή της με τίτλο “Νόστος στην αρχαία ελληνική τραγωδία” υπερβαίνει τα όρια των πανεπιστημιακών μελετών και διαπιδύει την ποίησή της, όπως τα υδροχρώματα υπερβαίνουν τον “ηθμό” των περιγραμμάτων στις ακουαρέλες των μεγάλων ζωγράφων.

“Ποιήματα ποιητικής” τα περισσότερα, όπως εκείνο με τίτλο “Νά το το φεγγάρι”, που παραπέμπει στα πάλαι ποτέ αναγνωστικά του Δημοτικού Σχολείου και αποδομεί πλήρως κάθε απόπειρα νοσταλγικής επιστροφής σε ξεφτισμένους νεορομαντισμούς, αλλά και νεοκλασικισμούς.

Η ποιητική φωνή κολυμπάει στο “τώρα”, αν και το “εδώ” της είναι εν πολλοίς απροσδιόριστο. Το ποίημα “Lego Ninjago” θα μπορούσε να διαδραματίζεται οπουδήποτε στο παγκοσμιοποιημένο χωριό που λέγεται (ακόμη) “Γη”.

Τα “Φώτα πορείας” είναι αφιερωμένο στη Μέλπω Αξιώτη κι εδώ όντως εμφιλοχωρεί η έννοια “νόστος” μέσα από το νόστιμο γλυκό του κουταλιού. Παρελθών χρόνος αλλά όχι και παρελθούσα μνήμη. Τίποτα δεν σβήνει οριστικά όσο μιλάμε και γράφουμε γι’ αυτό. Η Απώλεια είναι μια έννοια με μακρύ κατάλογο απολεσθέντων, σε αυτά όμως δεν συμπεριλαμβάνονται όσα συνεγείρουν και συνείρουν αισθήματα.

Ποίηση υπαρξιακή, που κινείται όμως με προσοχή ανάμεσα στον πεσιμισμό και στον συμβολικό ντετερμινισμό, με στίχους όπως “Και θα γυρίσουν τα χελιδόνια” (από το ποίημα “e-class”, της σελίδας 53). Αυτό το “και” πριν από το θα γυρίσουν, σε συνδυασμό με τους προηγούμενους στίχους ακυρώνει – κατά την ταπεινή μου γνώμη – κάθε βάσιμη υποψία ελπίδας.

Η ποίηση, η πραγματική ποίηση, εκτυλίσσεται στο ονειρικό, ηδονικό εκείνο μισόφωτο μεταξύ των επαλλήλων στρωμάτων του υπό-κειμένου (subtext ή sous-texte). Κι αυτό το αλλοδιαστασιακό ενδιαίτημα πλουτίζει κάθε φορά που οι λογοτέχνες ξεχνούν την λογιοσύνη τους και σκύβουν πάνω στην αθωότητα της παιδικής εμπειρίας, τότε που ατενίζαμε τον κόσμο ως εσαεί υπόσχεση και εργόχειρο εν εξελίξει.

Στο ποίημα “Ο χορευτής” (της σελίδας 58), αν αντικαταστήσουμε το ουσιαστικό με “ποιητής” θα βλέπαμε μια νέα, αν και συγκρατημένη απόπειρα επινοήσεως μιας προοπτικής στην απέλπιδα και κατασυκοφαντημένη σήμερα ποιητική λειτουργία. Ο πραγματισμός της τεχνολογικής προόδου οδήγησε σε σταδιακή απαξίωση των ποιητικολογούντων, αφού η ανοίκεια χρήση του γλωσσικού κώδικα είναι αυτολεξεί μη μεταφράσιμη σε κέρδη. Επομένως, οι ζημίες είναι αναπότρεπτες, όπως φαίνεται στο αμέσως επόμενο γλαφυρό ποίημα Χωρίς σύνορα (σελ. 59):Με πλεξιγκλάς ανάμεσα / ακούς τις σκέψεις μου. / Χωρίς πλεξιγκλάς / κρατάμε αποστάσεις, / στερεώνουμε ένα χαμόγελο / μέσα απ’ τις μάσκες. / Τώρα τα γυμνά χέρια / κρατάνε άδειες αγκαλιές. / Τώρα τα αναμμένα φώτα / ζεσταίνουν κάποιες καρδιές / γιατί τα πουλιά / άργησαν να επιστρέψουν / τούτο το καλοκαίρι / τα σύνορα υψώθηκαν / παντού”.

 

Μαριγώ Αλεξοπούλου

 

Ας προσέξουμε τους σοφά επιλεγμένους διασκελισμούς κι ας παρατηρήσουμε πως όσο κι αν ο ελεύθερος συνειρμός είναι υπερτιμημένη αφηγηματική τεχνική του μοντερνισμού, εδώ  – αντιθέτως – επιλέγεται μια αυστηρή, μαθηματική δομή, που υποδεικνύει κάποια άλλη συγκρότηση του ποιητικού υποκειμένου απομακρύνοντάς το από κάθε προσπάθεια από-σβέσεως  (ή θολώσεως;) του κοινωνουμένου νοήματος. Κι όσο κι αν αυτή η διαδικασία είναι κατά το μάλλον ή ήττον υπό-συνείδητη, είναι όμως και αποτέλεσμα λογικής επιλογής ο τρόπος που θα διαχειριστούμε ποιητικά το όποιο αφηγηματικό υλικό μας.

Η νοσταλγία είναι φανερή και στο ποίημα “Χαμένα καράβια (ή το λευκό σου πουκαμισάκι” (της σελίδας 46), αλλά και στην ελλειπτική, στη λακωνική, στην ελαχιστοποιημένη “Νηνεμία” (της σελίδας 40).

Πρόκειται για μια ώριμη πλέον ποιητική φωνή που διαλέγει πού θα απλωθεί και πού θα περιοριστεί στα όρια που η ίδια θέτει στον εαυτό της.

Οι αφιερώσεις σε παλαιότερους επιφανείς λογοτέχνες λειτουργούν ενδεχομένως ως άσκησις αυτοταπεινώσεως του ποιητικού υποκειμένου, ή ως εξόφληση δανείων (θεματικής ή και τεχνοτροπίας).

Το σίγουρο είναι πως οι διακειμενικές αναφορές είναι τόσο πλούσιες και τόσο αφομοιωμένες που καταλήγουν μη ανιχνεύσιμες. Όμως αυτό δεν αφαιρεί το ελάχιστο από την χαρμολύπη που προκαλείται στον επαρκή αναγνώστη.

 

 

* Ο Δρ Κωνσταντίνος Μπούρας είναι ποιητής, θεατρολόγος και κριτικός (www.konstantinosbouras.gr)

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top