Fractal

Κατανοώντας τον ρόλο του ψεύδους στην πολιτική

Γράφει ο Μύρων Ζαχαράκης //

 

 

“Γιατί οι πολιτικοί λένε ψέματα”, John J. Mearsheimer, Μτφρ. Νίνα Μπουρή, Πατάκης 2012, Σελ. 222

“Σύγχρονοι ελληνικοί μύθοι”, Περικλής Γκόγκας, Κριτική 2018, Σελ. 280

 

 

 

Ορισμένοι τον έχουν χαρακτηρίσει σύγχρονο Machiavelli, βρίσκοντας περισσότερες από μια ομοιότητες ανάμεσα σε αυτόν και τον περίφημο Ιταλό διπλωμάτη και πολιτικό φιλόσοφο του 16ου αιώνα, που είναι ευρύτερα γνωστός για τις ευφυείς και κυνικές συμβουλές που προσέφερε σε ηγέτες της εποχής του, με την περίφημη πραγματεία του Ο Ηγεμόνας. Ο τελευταίος υπήρξε επίσης σημαντικότατη επίδραση για τη Ρεαλιστική Σχολή στις Διεθνείς Σχέσεις, στην οποία εντάσσεται και το έργο του (ειδικότερα, του Νεορεαλισμού). Για την ακρίβεια, αποτελεί τον ιδρυτή του «επιθετικού ρεαλισμού» (με το magnum opus του Η τραγωδία της πολιτικής των μεγάλων δυνάμεων), καθώς πρεσβεύει ότι γενικά τα κράτη τείνουν στην επιθετική μεγιστοποίηση της ισχύος ή της επιρροής τους (π.χ. εθνικισμός). Ο Νεορεαλισμός θεωρείται σήμερα, μαζί με τον Νεοφιλελευθερισμό, η σημαντικότερη Σχολή στις Διεθνείς Σχέσεις. Στο μικρό και ενδιαφέρον βιβλίο του Γιατί οι πολιτικοί λένε ψέματα (2011), ο Αμερικανός αναλυτής των Διεθνών Σχέσεων και καθηγητής στο πανεπιστήμιο του Σικάγου, John J.Mearsheimer,  επισημαίνει επτά μορφές ψευδολογίας στην πολιτική: τα διακρατικά ψεύδη, την κινδυνολογία, τις στρατηγικές συγκαλύψεις, τους εθνικιστικούς μύθους, τα φιλελεύθερα ψεύδη, τον κοινωνικός ιμπεριαλισμός και τέλος, τις αχρείες συγκαλύψεις),

 

 

Αν και επικεντρώνεται στην ψευδολογία, ο ίδιος δεν παραλείπει να κάνει λόγω για την αποσιώπηση ή τη διαστρέβλωση, ως τακτικές παραπλάνησης παρόμοιες με αυτή, αλλά γρήγορα κάνει ξεκάθαρο πως δε σκοπεύει να τις αναλύσει και αυτές εδώ. Επιπλέον, ο Mearsheimer εξαρχής αποκλείει από την ανάλυσή του τις δύο τελευταίες υποκατηγορίες, οι οποίες κατά τη γνώμη του οφείλονται αποκλειστικά σε ιδιοτελή συμφέροντα των εκάστοτε πολιτικών ηγετών, για να εξετάσει τις πέντε πρώτες.

Αρχικά, το κάθε είδους ψέμα ικανοποιεί κάποιον σκοπό, αλλά ενδέχεται και να ικανοποιεί περισσότερους από έναν σκοπούς συγχρόνως. Τα διακρατικά ψεύδη μπορεί να απευθύνονται είτε σε εχθρικά κράτη είτε σε συμμαχικά. Ως φαινόμενο, η ψευδολογία μπορεί να διαιρεθεί με διάφορους τρόπους. Πρώτος κα σημαντικότερος από αυτούς είναι η διάκριση ανάμεσα στα ψεύδη που λένε οι ηγέτες στον λαό τους, και σε εκείνα που λέει ένα κράτος σε ένα άλλο κράτος. Τα ψέματα από ένα κράτος σε ένα άλλο είναι περισσότερα σε σχέση με τα ψέματα από έναν ηγέτη στον λαό του.  Ο Mearsheimer παραπέμπει μάλιστα στον Πλάτωνα και την έννοια του «γενναίου ψεύδους» που εκείνος μεταχειρίστηκε, στον περίφημο διάλογό του Πολιτεία (414b-414c). Όταν λόγου χάρη ο Αμερικανός πρόεδρος Franklin Roosevelt είπε ψέματα ότι το αντιτορπιλικό USS Greer (DD- 145) δέχτηκε γερμανική επίθεση τον Σεπτέμβριο του 1941, είχε την αγαθή πρόθεση να ωθήσει τον λαό σε πόλεμο εναντίον της ναζιστικής Γερμανίας, σε μια εποχή που η επέλασή της ήταν πραγματικά επικίνδυνη. Ας δούμε αναλυτικότερα τα ψεύδη.

 

 

  Ο διεθνολόγος, ακαδημαϊκός και συγγραφέας του βιβλίου, John J. Mearsheimer

 

 

Ο πρώτος τύπος ψευδών, τα διακρατικά ψεύδη (inter-state lies), λαμβάνει χώρα απέναντι σε κάποιο άλλο κράτος (συνήθως αντίπαλο, αλλά ενίοτε και συμμαχικό), με στόχο να αποκτηθεί το στρατηγικό πλεονέκτημα έναντι αυτού, ή απλώς να εμποδιστεί εκείνο από το να κερδίσει το πλεονέκτημα. Αν και αυτή η μορφή ψευδολογίας, όπως δηλώνει και το όνομά της, απευθύνεται πρωτίστως σε άλλα κράτη, αναγκαστικά εξαπατά και τον λαό του ηγέτη που την ξεστομίζει. Κινδυνολογία (fear-mongering) έχουμε όταν ο ηγέτης κάνει λόγο για μια, ψευδή ή όχι τόσο σοβαρή, εξωτερική απειλή, με στόχο να κινητοποιήσει τον λαό του εναντίον της. Η τρίτη μορφή ψευδολογίας, οι στρατηγικές συγκαλύψεις (strategic cover-ups), άλλοτε απευθύνονται στον λαό και άλλοτε σε άλλα κράτη, αποσκοπώντας στο να κρατήσουν κρυφή μια αποτυχημένη ή αμφιλεγόμενη πολιτική. Στόχος είναι και εδώ η προστασία της χώρας από έναν κίνδυνο, όπως για παράδειγμα όταν κατά τη διάρκεια ενός πολέμου αποκρύπτεται μια αστοχία του στρατού, με στόχο να μη χαθεί η λαϊκή εμπιστοσύνη σε αυτόν και να διατηρηθεί ψηλά το ηθικό των πολιτών της χώρας (ή και να εκφοβιστεί ο αντίπαλος).

Τέταρτον, οι εθνικιστικοί μύθοι (nationalist myth-making), είναι ένα είδους ψεύδους που συνήθως οι ηγέτες λένε στον λαό τους, παρουσιάζοντας ένα αφήγημα για το παρελθόν της χώρας τους, σύμφωνα με το οποίο εκείνη εμφανίζεται να έχει λίγο-πολύ πάντοτε το δίκιο με το μέρος της, ενώ οι εκάστοτε αντίπαλοι προβάλλονται ως άδικοι και διεφθαρμένοι.  Η χώρα αντιμετωπίζεται έτσι ως να έχει δράσει με τόλμη και αρετή (διεκδίκηση ψεύτικων αρετών), ενώ παρουσιάζεται άμοιρη ευθυνών για καταδικαστέες αποτρόπαιες πράξεις (αποσιώπηση πραγματικών κακών). Στόχος είναι φυσικά η γενικότερη ενίσχυση της συλλογικής ταυτότητας, πιθανώς ενόψει ενός πολέμου ή απλώς για τη διατήρηση του κοινωνικού ιστού, ενώ κάποιες φορές επιδιώκεται και η νομιμοποίηση του κράτους/χώρας στα μάτια των άλλων κρατών. Οι εθνικιστικοί μύθοι δεν αποτελούν τόσο την πραγματική αιτία άσκησης βίας ενός κράτους όσο την εκ των υστέρων δικαιολόγησή της, ενώ οι αρνητικές συνέπειες τέτοιων μύθων στην εσωτερική και εξωτερική πολιτική είναι σπανιότατες. Η δημιουργία τέτοιων μύθων αποτελεί πρωτοβουλία των εξουσιαστικών ελίτ και συνάμα ικανοποιεί τον πόθο του λαού να τους ακούσει. Πέμπτον, φιλελεύθερα ψεύδη (liberal lies) έχουμε όταν επιχειρείται η απόκρυψη πράξεων ενός κράτους, οι οποίες αντιβαίνουν στα ατομικά δικαιώματα που είναι ευρύτερα αποδεκτά με βάση το Διεθνές Δίκαιο. Χαρακτηριστικό παράδειγμα φιλελεύθερου ψεύδους είναι όταν η ηγεσία αρνείται ψευδώς τη χρήση βασανιστηρίων από τις αστυνομικές δυνάμεις σε πολίτες.

 

 

Ο πρόεδρος Roosevelt, όταν έβγαλε την ανακοίνωση ότι το USS Greer χτυπήθηκε, αποσκοπώντας να οδηγήσει τον αμερικάνικο λαό σε πόλεμο ενάντια στη ναζιστική Γερμανία.

 

Όπως υποστηρίζει ο Mearsheimer, ο πιο συνηθισμένος λόγος για τον οποίο οι ηγέτες ψεύδονται, είναι όχι επειδή είναι άνανδροι ή διεφθαρμένοι, αλλά κυρίως επειδή το επιτάσσει η στρατηγική. Παρά την αρνητική ηθική νοηματοδότησή του από τους περισσότερους, γεγονός είναι πως το ψέμα αποτελεί σε πολλές περιπτώσεις αναγκαίο ή ακόμη και ωφέλιμο μέσο στον κόσμο που ζούμε.

Οι δύο τελευταίες, που όπως είδαμε δεν εξετάζονται αναλυτικά στο βιβλίο, είναι ο κοινωνικός ιμπεριαλισμός (social imperialism) οι αχρείες συγκαλύψεις (ignoble cover-ups). Ένα ψέμα κοινωνικού ιμπεριαλισμού (αποκοπεί γενικά στο να στρέψει την προσοχή των πολιτών σε επιθυμητούς στόχους, αφήνοντας άλλους που θα μπορούσαν να λειτουργήσουν πολιτικά σε βάρος της κυβέρνησης ή του ηγέτη. Αυτού του είδους τα ψέματα είναι ξεκάθαρα ιδιοτελή και προωθούν τα οικονομικά ή πολιτικά συμφέροντα όσων τα ξεστομίζουν (ή συγκεκριμένων ομάδων της επιλογής τους). Ένα τέτοιο παράδειγμα θα ήταν μια ψευδής δήλωση κάποιας εξωτερικής απειλής, με κύριο σκοπό την πρόκληση φόβου στους πολίτες και τη συσπείρωση στο εσωτερικό της χώρας (άρα και η αύξηση της εμπιστοσύνης στους ασκούντες την εξουσία. Τέλος, οι αχρείες συγκαλύψεις συνιστούν απόπειρα να μη γίνει αντιληπτή μια πολιτική «γκάφα» και συμβαίνουν κατά βάση όταν οι ηγέτες ψεύδονται προκειμένου να αποφύγουν τις συνέπειες των πράξεών τους οι ίδιοι είτε οι κοντινοί τους άνθρωποι (με την ευρύτερη έννοια). Σε αντίθεση με τις στρατηγικές συγκαλύψεις, οι αχρείες έχουν ξεκάθαρα ιδιοτελή κίνητρα αλλά μερικές φορές η διάκριση ανάμεσά τους είναι κάπως αβέβαιη, καθώς πολλές φορές μια στρατηγική συγκάλυψη καταλήγει να προστατεύει ακατάλληλα πρόσωπα ή φορείς και επομένως να λειτουργεί εν μέρει (και) ιδιοτελώς. Σύμφωνα με τον Mearsheimer, ένα τέτοιο αμφιλεγόμενο παράδειγμα είναι το ψέμα του Bush για την εύρεση πυρηνικών όπλων στο Ιράκ.

Βέβαια, εύλογα μπορεί κανείς να επισημάνει (και το έχουν ήδη κάνει) ότι ο ορισμός που δίνεται μέσα στο παρόν βιβλίο για το τι συνιστά ψεύδος, είναι υπερβολικά στενός και ίσως εκεί οφείλεται το ότι εντοπίζονται τόσο λίγα παραδείγματα (επίσημα καταγεγραμμένων) ψευδών. Πράγματι, από τον ορισμό του Mearsheimer διαφεύγουν οι λεπτότερες μορφές πολιτικής εξαπάτησης, όπως λόγου χάρη η αποσπασματική πληροφόρηση με επιλεκτική παράθεση δεδομένων (δηλ. το να λέει κανείς μονάχα «τη μισή αλήθεια») ή η πρόκληση εντυπώσεων μέσω υπονοούμενων που δεν εκφράζονται ρητά. Δεδομένου όμως ότι γίνεται εντελώς συνειδητά και διευκρινίζεται από την αρχή, θα μπορούσε να εκλάβει κανείς αυτόν τον εννοιολογικό περιορισμό ως θετικό, μιας και μας αποκαλύπτει κάτι που ο συγγραφέας θεωρεί ως σημαντική, αν και αντιδημοφιλή, αλήθεια: ότι σπάνια οι πολιτικοί λένε ευθαρσώς ψέματα. Το να δηλώσει ένας πολιτικός δημόσια κάτι εντελώς ανυπόστατο, φαντάζει μια απερίσκεπτη και επομένως πολιτικά άστοχη κίνηση, καθώς εύκολα θα μπορούσε να τον διαψεύσει κάποιος, εκθέτοντάς τον στα μάτια της κοινής γνώμης. Ίσως λοιπόν το «μειονέκτημα» του βιβλίου αυτού να είναι τελικά πλεονέκτημα, διότι προειδοποιεί τους πολίτες να είναι ακόμη πιο καχύποπτοι απέναντι στα λεγόμενα των ηγετών τους. Βέβαια, θα μπορούσε κανείς να αντιτείνει εδώ, οι μύθοι δεν είναι πάντοτε στρατηγικά σχεδιασμένοι, αλλά ενίοτε προκύπτουν με διάφορους τρόπους και χωρίς απαραίτητα να ωφελούν τη χώρα που τους ενστερνίζεται.

Πλήθος τέτοιων παραδειγμάτων μπορεί  κανείς να εντοπίσει το βιβλίο Σύγχρονοι ελληνικοί μύθοι, του καθηγητή Περικλή Γκόγκα. «Η Ελλάδα είναι μια μικρή, φτωχή αγροτική χώρα». «Οι Έλληνες είναι τεμπέληδες» και «οι δημόσιοι υπάλληλοι στην Ελλάδα είναι υπεράριθμοι». Οποιοσδήποτε έχει χρησιμοποιήσει τουλάχιστον μια φορά ένα από τα παραπάνω στερεότυπα, σίγουρα θα επωφεληθεί από το παρόν βιβλίο. Το ίδιο ωφελημένος θα βγει και οποιοσδήποτε έχει ακούσει αμέτρητες φορές τα παραπάνω και επιθυμεί να τα διαψεύσει, καθώς το βιβλίο προσφέρει ένα χρήσιμο οπλοστάσιο (αντε)επιχειρημάτων απέναντι σε τέτοιου είδους διαδεδομένες (μα όχι πάντα ακριβείς) ιδέες.

 

 

 

Συγκεκριμένα, ο αναγνώστης αυτού του βιβλίου θα βρει σε αυτό χάρτες, πίνακες και διαγράμματα, που εξετάζουν και αντιτίθενται σε ορισμένες από τις πιο δημοφιλείς μας αυταπάτες των τελευταίων δεκαετιών. Για παράδειγμα, όχι, η οικονομική αυτάρκεια δεν αποτελεί έναν ευκταίο στόχο, αλλά ούτε και ρεαλιστική επιλογή είναι: στην πραγματικότητα, κάθε επιδίωξη αυτάρκειας θα συνεπαγόταν την απόρριψη του διεθνούς εμπορίου και κατά συνέπεια, την πτώση του βιοτικού μας επιπέδου. Το πιο κοντινό παράδειγμα αυτάρκειας σήμερα, αποτελεί η φτωχή και αρκετά πιεσμένη Βόρεια Κορέα, αν και ακόμη και αυτή δεν είναι απόλυτα απομονωμένη, αφού έχει κάποιες εμπορικές σχέσεις με την Κίνα, λέει ο συγγραφέας. Όσο για την Ελλάδα, είναι μια από τις 30 πιο ανεπτυγμένες χώρες σε διεθνή κλίμακα, οπωσδήποτε πολύ παραγωγικότερη απ’ ότι φανταζόμαστε. Αρκεί ν’ αναζητήσει κανείς τα στοιχεία για τις εταιρείες ΦΑΓΕ, Sigma και Systems Sunlight, για να πειστεί. Επιπλέον, συνεχίζει ο συγγραφέας, ο Έλληνας εργαζόμενος κατά μέσον όρο μόνο «τεμπέλης» δε μπορεί να χαρακτηριστεί, καθώς σύμφωνα με τα δεδομένα του ΟΟΣΑ, η Ελλάδα βρίσκεται στην πρώτη θέση, με 2.100 ώρες εργασίας ημερησίως (!) Όσον αφορά τώρα τον δημόσιο τομέα, η κατάταξη του ILO παρουσιάζει τη χώρα μας να έχει ένα από τα χαμηλότερα ποσοστά δημοσίων υπαλλήλων σε σχέση με το εργατικό δυναμικό. Ο Γκόγκας στηρίζεται κατά κόρον στους αριθμούς, πράγμα που καθιστά τις παρατηρήσεις του ακόμη πιο εντυπωσιακές και αξιοπρόσεκτες.

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top