Fractal

Διήγημα: “Ιβάν”

Της Ιωάννας Φωτοπούλου // *

 

 

 

Ιβάν

 

«Ένας σκύλος ίσως σας βοηθήσει να χαλαρώσετε. Επιπλέον, οι ορμόνες που θα εκκρίνετε από τη φροντίδα του, θα μπορούσαν να βοηθήσουν επίσης. Υπάρχουν έρευνες που το αποδεικνύουν και αν και αυτό που θα σας πω δεν είναι επιστημονική άποψη η αλήθεια είναι ότι το έχω δει να συμβαίνει. Δεν έχετε να χάσετε κάτι.»

Μάλιστα. Αυτό πρώτη φορά το άκουγε. Σίγουρα είναι γιατρός αυτή που της πρότεινε η Μαίρη; «Δηλαδή αν υιοθετήσουμε σκύλο θα μείνω έγκυος; Πώς θα με βοηθήσει να χαλαρώσω ο σκύλος αφού και η σκέψη μόνο με φρικάρει», σκεφτόταν ενώ περπατούσε χεράκι χεράκι με τον Άρη, προσπαθώντας να συγκρατήσει τα δάκρυά της.

Είχε ξεχάσει αυτή τη μακρινή εποχή. Πόσο τρομερό της φαινόταν τότε το γεγονός ότι 8 μήνες δε μπορούσε να συλλάβει ένα μωρό. Υποτίθεται ότι όλη της τη ζωή φοβόταν μη μείνει έγκυος και τώρα που ήθελε δε μπορούσε. «Μας το παρουσίαζαν τόσο εύκολο οι γονείς μας και τώρα πού ’ναι το μωρό;» σκεφτόταν απαρηγόρητη. Η Nίνα τότε της έλεγε ότι επειδή οι γονείς τους τους είχαν περάσει τόσο πολύ το φόβο του «να μη μείνεις έγκυος», «πρόσεχε μη μείνεις έγκυος», «μια απερισκεψία αρκεί για να συμβεί το κακό», γι’ αυτό το σώμα αντιδρούσε. Το μπλόκαρε ο φόβος. Ασυναίσθητα το σώμα το αντιλαμβανόταν σαν κακό και το πολεμούσε. Αχ! Αυτοί οι γονείς πόσα πράγματα μας φόρτωσαν. Μα πώς τα θυμήθηκε τώρα όλα αυτά; Το μυαλό της τριγυρνούσε στα παλιά με τη γνώριμη ευκολία του.

Η Άννα δε θα ξεχνούσε τη μέρα που χτύπησε το κουδούνι και ανοίγοντας την πόρτα αντίκρυσε τον Άρη αγκαλιά με ένα θεοβρώμικο κανελί κουτάβι με το τρίχωμά του γεμάτο τζίβες και μια απαίσια σκυλίσια μυρωδιά. «Αγάπη μου, από δω ο Ιβάν. Ιβάν, από δω η νέα σου μαμά» της είπε και το πέταξε στην αγκαλιά της. Κλασικός Άρης! Πάντα ακολουθεί κατά γράμμα τις οδηγίες των ειδικών. Παρθένος. Το ζώδιο φταίει. Όποτε τη νευρίαζε τα έριχνε στο ζώδιό του. Έμεινε αποσβολωμένη με τον Ιβάν στα χέρια να κλαψουρίζει και να μην ξέρει τι να τον κάνει. Μια αναζήτηση στο google της έδωσε τις πληροφορίες που χρειαζόταν κι έτσι ο Ιβάν μπανιαρισμένος και ταϊσμένος βρέθηκε σ’ ένα κουτί με μια κουβερτούλα που έκτοτε δεν αποχωρίστηκε ποτέ. Δίπλα του ένα ρολόι τυλιγμένο σε μια πετσέτα. Το ρυθμικό τικ τακ υποτίθεται ότι έμοιαζε με το χτύπο της καρδιάς της μαμάς του και θα τον ηρεμούσε. Στο google το διάβασε κι αυτό. Παρόλα αυτά συνέχιζε να κλαίει όλη νύχτα και την επόμενη. Τρεις νύχτες έκλαιγε συντηρώντας την απελπισία της και καλλιεργώντας τη συμπόνια της. «Μεγάλη επιτυχία έχω ως σκυλομαμά, κάτι ξέρει που δεν έρχεται το μωρό», «χρειάζομαι εκπαίδευση», σκεφτόταν και δεν παρέλειπε να το συζητάει δεξιά αριστερά προσπαθώντας να δώσει μια απάντηση στους πάντες που να εξηγεί γιατί δεν ερχόταν το μωρό αλλά κυρίως για να το ακούει η ίδια.

Οι σκέψεις της την επανέφεραν στο τώρα. Στην αίθουσα αναμονής. «Πότε πέρασαν τα χρόνια, πότε η Κάσσι μου έφτασε 17 χρονών, έτοιμη να ανοίξει τα φτερά της για το πανεπιστήμιο», συνέχισε την αναπόληση. Τα δάκρυα άρχισαν να τρέχουν πάλι ασταμάτητα. Ετοιμαζόταν να βγει έξω για τσιγάρο όταν την πρόλαβε ο Παύλος, ο κτηνίατρος του Ιβάν και αδελφικός της φίλος πια τα τελευταία 12 χρόνια. «Άννα, λυπάμαι αλλά ο Ιβάν είναι πολύ γέρος πια, δεν έχει κανένα νόημα να τον ταλαιπωρήσεις. Ακόμα κι αν αντέξει το χειρουργείο δεν έχει πάνω από δύο μήνες ζωή».

Βγήκε τρέχοντας έξω. Τα δάκρυά της είχαν γίνει λυγμοί και τράνταζαν τους ώμους της. Σαν παιδί έκλαιγε για τον επικείμενο χαμό του πρώτου της «παιδιού». Δεν ήταν καθόλου προετοιμασμένη γι’ αυτό αν και η αλήθεια είναι ότι ο Ιβάν είχε ζήσει πολύ περισσότερο από το προσδόκιμο ζωής του. Αν δεν τον έβρισκε ο καρκίνος θα τον προλάβαιναν τα γηρατειά. Αλλά πώς να δεχτεί ότι ο σκυλάκος της, αυτό το υπέροχο και πανέξυπνο πλάσμα που τη συντρόφεψε στις μεγαλύτερες χαρές και τις πιο απύθμενες λύπες δε θα υπήρχε πια στη ζωή της και θα ήταν αυτή που θα έκοβε το νήμα της ζωής του; Αυτό το πλάσμα που τόσο λίγα της ζητούσε και τόσα πολλά της έδινε θα ‘λεγε ότι ήρθε στη ζωή της για να τη μάθει ν’αγαπάει. Απόλυτα και παντοτινά. Αυτός την εκπαίδευσε να καταλαβαίνει και να επικοινωνεί σε μια γλώσσα άγνωστη. Να συμπονά, να συναισθάνεται. Να βάζει στην άκρη τους εγωισμούς της. Και τώρα πάλι αυτός θα τη μάθαινε πως είναι εγωισμός να τον ταλαιπωρεί απλά και μόνο γιατί αδυνατούσε να σκεφτεί τη ζωή της χωρίς αυτόν. Είπε αυτά τα λόγια στον εαυτό της σαν να τα πρόβαρε για να δει πώς της ακούγονται. Ακόμα δεν είχε πειστεί. Έσβησε το τσιγάρο, σκούπισε τα μάτια της και μπήκε πάλι μέσα στο ιατρείο εμφανώς πιο ήρεμη. Ο Παύλος την περίμενε στο γραφείο του. Πήρε τον Ιβάν από την αγκαλιά του και τον κράτησε σφιχτά πάνω της. «Χρειάζομαι χρόνο. Άκουσα την άποψή σου, αλλά δεν είμαι καθόλου έτοιμη για όλο αυτό».

Με το σκύλο αγκαλιά τη βρήκε ο Άρης στο σπίτι. Ο Ιβάν είχε σταματήσει να βογκάει. Ίσως τα παυσίπονα που του έδωσε ο Παύλος να λειτούργησαν, ίσως για ακόμα μία φορά προσπαθούσε να κρύψει τον πόνο του για να μην υποφέρει κι αυτή μαζί του. Ο καλός της ο Ιβάν, ο πάντα διακριτικός Ιβάν. Κι αν ούτε αυτός ήθελε να πεθάνει; Κι αν η ησυχία του ήταν για να της δείξει ότι είναι μια χαρά; Κι αν πράγματι ήταν μια χαρά; Για να τον δοκιμάσει σηκώθηκε να τον ταϊσει την αγαπημένη του λιχουδιά. Με αναφιλητά προσπάθησε να τον ταϊσει με το ζόρι. «Μαμά πας καλά; Τι είναι αυτά που κάνεις; Έχεις τρελαθεί τελείως;» Η φωνή της κόρης της την προσγείωσε στην πραγματικότητα. Ο Ιβάν έκανε εμετό τα μπισκότα στο πάτωμα. Η Άννα κλαίγοντας του ζητούσε συγνώμη. «Θεέ μου τι παράδειγμα δίνω στο παιδί μου; Αν ήμουν εγώ στη θέση του;», σκέφτηκε.

Αυτή που από τότε που θυμόταν τον εαυτό της παρακαλούσε να νομοθετηθεί η ευθανασία για τους ανθρώπους. Που είχε ήδη υπογράψει χαρτί ότι δεν επιθυμεί να παραμείνει στη ζωή με μηχανική υποστήριξη. Που είχε κάνει ό,τι περνούσε από το χέρι της για να εμποδίσει τους οικείους της να την κρατήσουν με το ζόρι στη ζωή αν ποτέ ερχόταν αυτή η ώρα. Που ακριβώς επειδή η ευθανασία δεν υπάρχει σα λύση για τους ανθρώπους είχε σκεφτεί όλους του πιθανούς τρόπους να πεθάνει μόνη της. Που είχε τόσο εγωισμό, ώστε θα ήθελε ο Άρης να τη βοηθήσει να πεθάνει αν χρειαστεί ακόμα κι αν αυτό θα τον τρέλαινε. Ακόμα και στα στερνά του ο Ιβάν ήταν εδώ για να της δείξει πράγματα. Να της βγάλει στην επιφάνεια το ζήτημα που είχε με τον αποχωρισμό και να την προετοιμάσει για τον επικείμενο αποχωρισμό της από την Κάσσι.

Στη σκέψη ότι θα έμενε δίχως το σκύλο της και με την κόρη της σε άλλη πόλη λύθηκε πάλι σε αναφιλητά. Ήθελε να είναι εγωίστρια, ήθελε να είναι το κακό παράδειγμα για το παιδί της, ήθελε να μην το κάνει εύκολο σε κανέναν. Ήθελε να είναι λυπημένη και παραιτημένη και να κλαίει αιώνια. Η φωνή της κόρης της την επανέφερε στην πραγματικότητα. «Μαμά, εσύ μου το έμαθες. Τα δύσκολα συναισθήματα είναι μες στη ζωή. Είναι εντάξει να είσαι λυπημένη για τον Ιβάν. Κι εγώ είμαι. Όμως αυτή τη λύπη κάτι πρέπει να την κάνεις. Σου δίνει μια ενέργεια αυτό το συναίσθημα για να κάνεις ή να σκεφτείς κάτι. Μετασχημάτισέ την σε κάτι λειτουργικό. Γιατί αν μείνεις για πάντα να τροφοδοτείς τη λύπη σου με την ενέργεια αυτή γρήγορα θα ανακαλύψεις ότι θα γίνεται όλο και πιο δύσκολο να εγκαταλείψεις τον τροχό που σε κάνει να βρίσκεσαι πάντα στο ίδιο σημείο. Δεν είσαι ποντίκι μαμά. Δε μπορεί να σου είναι χρήσιμο όλο αυτό. Ούτε σκύλος να κυνηγάς την ουρά σου. Θες να σκεφτώ κι άλλα τέτοια μαμά;». Γρήγορα βρέθηκαν να γελούν αγκαλιασμένες στο πάτωμα δίπλα στον Ιβάν. Ο Ιβάν κούνησε δειλά την ουρά του προσπαθώντας να μπει στην παρέα τους. Ήταν όμως τόσο κουρασμένος.

Το βράδυ οι τέσσερίς τους έφαγαν το αγαπημένο φαγητό όλων. Μπιφτέκια! Ο Ιβάν στην καρέκλα απόψε επιτράπηκε να φάει από κανονικό πιάτο. Για επιδόρπιο έφαγε ένα ολόκληρο κομμάτι κέικ. Ναι, επιτέλους μπορούσε να φάει κέικ χωρίς να κάνει ακροβατικά στα δυο του πόδια, χωρίς να επικαλείται όλους τους σκυλίσιους τρόπους για να την πείσει. Ένα ολόκληρο κομμάτι κείκ. Το βράδυ κοιμήθηκαν όλοι μαζί στρωματσάδα στο πάτωμα με τον Ιβάν ανάμεσά τους. Όπως την παραμονή της Πρωτοχρονίας όταν παιδί η Κάσσι ήθελε να κοιμάται στο σαλόνι για να περιμένει τον Άι Βασίλη. Το πρωί όλοι μαζί πήγαν τον «Ιβανούλη τους» στον Παύλο. Μόλις τους είδε κατάλαβε. Αγκάλιασε και φίλησε τρυφερά το κεφάλι της Άννας σα να ‘ταν παιδί. Σαν παιδί ένιωθε περήφανη για τη γενναία απόφασή της.

 

«Κείνο το λέιψανο που φύτεψες στον κήπο σου τον άλλο χρόνο,

‘Αρχισε να βλασταίνει; Πες μου, θ’ ανθίσει εφέτο;»1

 

Κι άνθισε χαρές και λύπες, αποχωρισμούς μικρούς και μεγάλους. ´Ολους σα θάνατο τους βίωσε. Τώρα όμως ήξερε να τους διαχειρίζεται. Να μετουσιώνει το δύσκολο συναίσθημα. Κάθε φορά το γιόρταζε στον κήπο τρώγοντας κέικ και ρίχνοντας ψιχουλάκια πάνω στο χώμα που σκέπαζε τον Ιβάν.

 

 

1. T.S.Eliot, η ταφή του νεκρού, Έρημη χώρα

 

 

 

* Η Ιωάννα Θ. Φωτοπούλου γεννήθηκε στην Πάτρα το 1986. Εργάζεται ως εκπαιδευτικός και υπηρετεί στην Α/θμια Εκπ/ση Ν.Αχαΐας από το 2009. Είναι μεταπτυχιακή φοιτήτρια στο πρόγραμμα της δημιουργικής γραφής του Ελληνικού Ανοικτού Πανεπιστημίου (ΕΑΠ) και του Πανεπιστημίου Δυτικής Μακεδονίας (ΠΔΜ). Γράφει και μοιράζεται κριτικές βιβλίων, ταινίων και θεατρικών παραστάσεων, ενώ τα ποιήματα και τα διηγήματά της συνήθως παραμένουν επτασφράγιστο μυστικό. Είναι παντρεμένη και μητέρα δύο παιδιών.

 

 

 

Ετικέτες:
ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top