Fractal

☆ Αριστοφάνης-Ηρώνδας contra tempo

Γράφει η Ανθούλα Δανιήλ //

 

 

Αριστοφάνης-Ηρώνδας contra tempo

Από το Κρατικό Θέατρο Βορείου Ελλάδος, Ηρώδειο 7 Σεπτεμβρίου 2022

 

Κατ’ αρχάς ποιος είναι ποιος

Ο Αριστοφάνης (445-386 π. Χ) ήταν ο κατ’ εξοχήν Αθηναίος ποιητής της αρχαίας κωμωδίας, έζησε τον 5ο αιώνα, έγραψε 46 έργα, σώζονται τα 11 και πάρα πολλά αποσπάσματα από εκείνα που δεν σώζονται.

Ο Ηρώνδας, «γελιογράφος», έζησε τον 3ο αιώνα π. Χ. και έγραψε ανάμεσα στα 275 με 245 π.Χ. μιμίαμβους δηλαδή μίμους σε ιαμβικό μέτρο, από τους οποίους μερικoί μόνο στίχοι ανακαλύφθηκαν τον 19ο αι., στους οποίους περιγράφει με κωμικό τρόπο σκηνές της άθλιας ρεαλιστικής καθημερινής ζωής. Οι μίμοι είναι ψυχρά φιλολογικά ντοκουμέντα, από τα οποία προκύπτει γέλιο και χειροκροτήματα, ανάλογα με το κοινό που παρακολουθεί και διακόπτει την τελετουργία της παράστασης.

 

 

Ο Άκης Δήμου σκέφτηκε να φέρει στην ορχήστρα του Ηρωδείου τους δύο δημιουργούς και να τους βάλει να αντιπαρατεθούν, ο ένας με τα 11 έργα και ο άλλος με τους λίγους στίχους, ως θεατρικοί συγγραφείς. Θα γίνει δηλαδή κάτι ανάλογο με εκείνο που συνέβη στους Βατράχους του πρώτου, με τον διαγωνισμό ανάμεσα στον Αισχύλο και τον Ευριπίδη, ας πούμε. Και έτσι θα προκύψει το contra tempo -άλλοι καιροί και άλλα ήθη- αλλά τα καθημερινά πάντα ίδια. Ο πόλεμος και το προσφυγικό, ο ρατσισμός, ο σεξισμός, η ακρίβεια, η έλλειψη επικοινωνίας, η διαφωνία μάνας και κόρης, η έλξη προς το όμοιο φύλο και η αθυροστομία. Ο στόχος του σύγχρονου διασκευαστή είναι να βγάλει το γέλιο, που λείπει από την εποχή μας, όπως συχνά επαναλήφθηκε στις ανακοινώσεις.

Επί σκηνής, στην ορχήστρα του Ηρωδείου, όλος ο θίασος διαρκώς παρών, παλεύει ανάμεσα στις συγκρούσεις, λεκτικές και ηθικές, όπου ο αρχαίος και ο νεότερος, contra tempo, πάντα θα αναπτύσσουν τα επιχειρήματά τους.

Ο καμβάς πάνω στον οποίο θα παίξει ο σημερινός σκηνοθέτης είναι η Λυσιστράτη και οι Όρνιθες του Αριστοφάνη. Να θυμίσουμε, αν και όλοι το γνωρίζουν, ότι ο Αριστοφάνης κάτω από την κωμική επιφάνεια των έργων του είναι τραγικός ποιητής, πολιτικός και κοινωνικός κριτικός.

Ο Ηρώνδας έχει στη φαρέτρα του την καθημερινή ζωή και μερικούς «ήρωες». Τίποτα σπουδαίο, σημαντικό όμως στο βαθμό που τρελαίνει τους καθημερινούς ανθρώπους και λύση δεν υπάρχει. Υπάρχει μόνο η Τέχνη για να προσφέρει την ελπίδα της ουτοπίας που θα προκύψει από μια Λυσιστράτη ή από μια κοινωνία Ορνίθων, στην οποία όμως και πάλι οι επιτήδειοι θα καταφέρουν να επιβληθούν.

Ο Χέγκελ στην Αισθητική του διακρίνει τρία είδη ηρώων. Τον «επικό», τον «τραγικό» και τον «δραματικό». Από τον 19ο αιώνα κι έπειτα όμως ήρωας θεωρείται και ο «κωμικός», ενώ ονομάστηκε «αντιήρωας» εκείνος ο οποίος έχει απαρνηθεί κάθε αξία και δεν πιστεύει σε τίποτα. Τέτοιους βρίσκουμε στα έργα του Ντίρενματ και του Μπρεχτ, που αναφέρθηκε συχνά στην παράσταση, σαν να πρέπει, για να επιβιώσει ο άνθρωπος στην κοινωνία, να γίνει μπουφόνος και γελοίος, όπως μας έδειξε και ο Μπέκετ. Ένας άνθρωπος που έχει συνθλιβεί μέσα στα γρανάζια του κόσμου που ζει και έχει παρασυρθεί από τα γεγονότα στα οποία η προσωπικότητά του αδυνατεί να παρέμβει και να τα εμποδίσει. Επίσης, να πούμε ότι δεν μας διέφυγαν οι στίχοι του Καρυωτάκη και του Καβάφη, οι οποίοι εντάχτηκαν μέσα στο κείμενο όχι τόσο σαν ανακουφιστικά ιντερμέδια, όσο σαν συνδετικοί κρίκοι παλαιών και σύγχρονων δεινών.

Η σκηνοθεσία αποδόμησε τα πάντα και επανασυνέδεσε τα πάντα. Το κέντρο της παράστασης ήταν και δεν ήταν ορατό, όλα ήταν στην κρίση του κοινού και σε κρίση γενικώς. Θα μπορούσαμε να ονομάσουμε την παράσταση μεταμοντέρα; Ίσως.

Πάντως ο θίασος όλος επί σκηνής, δρούσε δυναμικά. Ο περιθωριακός λόγος κέντριζε το κοινό που κατενθουσιασμένο διέκοπτε κάθε λίγο την παράσταση ιδίως όταν άκουγε λέξεις που περιέγραφαν γλαφυρά τα γεννητικά όργανα και τη σεξουαλική πράξη (σαν για πρώτη φορά να τα άκουγαν) όχι ως απόλαυση αλλά ως τιμωρία και προσβολή, όχι προσβολή της αιδούς –ποιας αιδούς;- αλλά της αισθητικής. Ήταν σίγουρα ερεθιστικά, δεν απευθυνόταν στο πνεύμα αλλά στα ένστικτα για μια άλλου είδους κάθαρση όπου ο έρωτας δεν είναι αγαθό και απόλαυση αλλά προσβολή και τιμωρία. Vulgaire κατάσταση, όπως και κάποια περιφερόμενη δήθεν εκπρόσωπος του φιλοθεάμονος κοινού.

Οι πρωταγωνιστές, ευτυχώς, διακρίθηκαν μέσα στον ορυμαγδό του ποικιλόχρωμου πλήθους. Αριστοφάνης, Διόνυσος, Ηρώνδας. Οι δύο με τα άσπρα κοστούμια –πεθαμένος ο ένας, αθάνατος ο άλλος- και ο τρίτος, ο ζωντανός, παρενδεδυμένος, με το κομψό μαύρο γυναικείο σετ, τις γόβες και την περούκα καθώς και την ιδιάζουσα «κίνηση που χαρακτηρίζει τον τύπο», όπως έγραφε ο Κώστας Γεωργουσόπουλος, για άλλον παρόμοιο «τύπο».

Μου άρεσε που ο Αριστοφάνης είδε τον εαυτό του ξαναγεννημένο σαν Μολιέρο, θυμίζοντάς μας ότι η τέχνη του επηρέασε τους μεγάλους όλων των εποχών, αλλά και το ότι στη τέχνη δεν υπάρχει παρθενογένεση, όπως είπε ο Γιώργος Σεφέρης. Όλα ξεκίνησαν από την αρχαία Ελλάδα και οι νεότεροι διδάχτηκαν και μπολιάστηκαν από τους αρχαίους μας.

Οι δύο «δούλοι» – Χαλκιάς και Πιατάς- ο πρώτος με το κλοουνίστικο φράκο και ο άλλος με το ό,τι να ’ναι, γνωστοί και αρεστοί πάντα, και τίποτα να μην έλεγαν το κοινό γελούσε και χειροκροτούσε. Ο χορός μας έδωσε μερικές ενθουσιαστικές στιγμές, όχι όλες, κινούμενος από μια έντονη χορευτική μουσική. Ο ρόλος του, ως γνωστόν, είναι συγκεκριμένος, με λατρευτική και καθαρτική δύναμη και στην αριστοφανική, τουλάχιστον, κωμωδία ενσωματώνεται στη δράση, ενώ στη νεότερη δραματουργία λειτουργεί ως χάπενινγκ ή περφόρμανς, με μεγάλη σωματική δραστηριότητα. Κάπως έτσι μας δόθηκε και, στην παρούσα παράσταση, ενισχυμένη με πολλά ζογκλερικά στοιχεία.

Ο χρόνος που είναι και αυτός στοιχείο εκ των ων ου άνευ του κειμένου και της παράστασης, ανασύροντας από τον τάφο τον Αριστοφάνη και φέρνοντάς τον στην εποχή του Ηρώνδα και τους δυο μαζί, στη συνέχεια, στον 21ο αιώνα, ως δραματικός χρόνος συνέδεσε τις εποχές και έδειξε την χωρίς διακοπή προβληματική ζωή των απλών ανθρώπων και κέντρισε τον ενθουσιασμό της κερκίδας, αφού, όπως έλεγε και ο Μπρεχτ «δεν θα υπάρξει αληθινή επικοινωνία της σκηνής προς την πλατεία παρά μόνο, όταν η θεατρική εργασία θα είναι ικανή να παρουσιαστεί ως καλλιτεχνικό εφέ για την ανίχνευση ενός ιδεολογικού εφέ». Βέβαια, στην παρούσα παράσταση τα πάντα ήταν στην επιφάνεια και τίποτα δεν απέμεινε για ανίχνευση.

Στη σκηνογραφία, μία καντίνα στον δρόμο και ένα παραβάν. Συναφές με το έργο. Το μακιγιάζ έντονο, επιθεωρησιακό, κραυγαλέο υπογράμμιζε τους ρόλους και συμμετείχε ως αισθητικό στοιχείο της σκηνοθεσίας.

Μουσική και χορογραφία, ήδη είπαμε. Άξιος ο κόπος όλων. Η αθυροστομία να έλειπε όλα θα ήταν καλύτερα για μια παράσταση στο Ωδείο Ηρώδου του Αττικού και όχι στο μπουλούκι!!!

 

 

 

Συντελεστές:

Δημιουργική σύνθεση κειμένων: Άκης Δήμου
Σκηνοθεσία: Γιάννης Ρήγας
Σκηνικά – κοστούμια: Αλεξάνδρα Σιάφκου – Αριστοτέλης Καρανάνος
Μουσική: Γιώργος Χριστιανάκης
Χορογραφία: Αναστασία Κελέση
Μουσική Διδασκαλία: Χρύσα Τουμανίδου
Βοηθός σκηνοθέτη: Ανδρέας Κουτσουρέλης
Οργάνωση παραγωγής: Φιλοθέη Ελευθεριάδου

Πρωταγωνιστούν: Δημήτρης Πιατάς, Τάσος Χαλκιάς, Ταξιάρχης Χάνος, Σταμάτης Γαρδέλης, Κωνσταντίνος Χατζησάββας

Παίζουν οι ηθοποιοί: Μαργαρίτα Αλεξιάδη, Νίκος Βατικιώτης, Θαλασσινή Βοσταντζόγλου, Ιωάννα Δεμερτζίδου, Αριστοτέλης Ζαχαράκης, Τερέζα Καζιτόρη, Παναγιώτης Καμμένος, Ηλέκτρα Καρτάνου, Θάνος Κοντογιώργης, Μάρα Μαλγαρινού, Λίνος Μάνεσης, Βιβή Μιτσίτσκα, Βασίλης Παπαδόπουλος, Γρηγόρης Παπαδόπουλος, Σπύρος Σιδέρης, Πολυξένη Σπυροπούλου, Βιργινία Ταμπαροπούλου, Θεοφανώ Τζαλαβρά, Γιάννης Τσεμπερλίδης, Τάσος Τυρογαλάς.

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top