Fractal

Ένα Μυθιστόρημα με διηγήματα και συνεντεύξεις

Γράφει η Ελένη Ε. Νανοπούλου // *

 

Γιάννης Καρκανέβατος «Ο πατέρας δεν μιλούσε γι’ αυτά» εκδ. Εστία

 

Μια καλή παρουσίαση βιβλίου υπόκειται σε κάποιους κανόνες. Όμως, άφησα τους κανόνες στην άκρη και βολεύτηκα με την άποψη του Βloom, που λέει περίπου: μπορεί πιο καλά να λειτουργήσει μια κριτική εμπειρική και πρακτική, παρά θεωρητική, φωτίζοντας εκείνο που υπάρχει υπόγεια στο βιβλίο, αν το διαβάσεις ανθρώπινα, με όλο σου το είναι. Αφού το διάβασα, προσπάθησα να είμαι ειλικρινής και όχι να μιλήσω καλά για να μιλήσει κι εκείνος καλά για το δικό μου.

Ο έντιμος γραφιάς, λέγεται, καθρεφτίζει πλευρές του εαυτού του- και κρατάω τη λέξη γραφιάς γιατί ο ίδιος δήλωσε ότι

«δεν αισθάνομαι ακόμα συγγραφέας, σε 10-15 χρόνια το συζητάμε».

Επίσης, λέγεται, ότι πρέπει κανείς να γράφει για τον καιρό του. Πάνω σ’ αυτό είχα μια συζήτηση με φίλη συγγραφέα που διαφωνεί με τους σύγχρονους Έλληνες που κοιτάζουν πίσω και γράφουν για κείνη τη ζοφερή περίοδο της ιστορίας μας χωρίς να ξεφεύγουν από τα στενά όρια της χώρας ή της συγκεκριμένης ιστορικής περιόδου ώστε να οδηγηθούν προς την οικουμενική εμπειρία. Τώρα μπορώ να της πω ότι αυτό το βιβλίο δεν είναι ένα ακόμα βιβλίο για τον Εμφύλιο.

Όμως, αναρωτιέμαι: η λογοτεχνία έχει ανάγκη από πραγματικές αναμνήσεις; Υποχρεωτική η προσφυγή εκεί, όσο είναι εσωτερικό το κέλευσμα. Πού ανήκει ο συγγραφέας, στη χώρα του, στη γλώσσα του ή στον εαυτό του; Ανήκει παντού όσο λέει κάτι άξιο να διαβαστεί. Πώς να ξεφύγεις από την ιστορία σου; Η ιστορία, οι ρίζες μάς βοήθησαν να γίνουμε αυτό που είμαστε, πάνω μας είναι γραμμένο το αποτύπωμα από τα βιώματα των προπατόρων. Και καθώς  το βίωμα επιλέγει τελικά τη μορφή που θα εκφραστεί, ο γράφων οδηγείται στον δικό του τρόπο  αισθανόμενος την αντοχή του υλικού του. Ο Γ.Κ. αποχαιρέτησε τις βεβαιότητες και ευκολίες, γιατί  όντας χρόνια μέσα στην περιπέτεια της ανάγνωσης και γραφής διάλεξε να εκτεθεί στον κίνδυνο: να μπει στην περιπέτεια της αφήγησης μαζί με την περιπέτεια του εαυτού. Και η ανθρώπινη περιπέτεια δεν έχει τέλος ούτε στη γραφή.

Κάθε φορά που διαβάζω ένα βιβλίο έρχεται στο νου μου κάτι που είχα προσέξει παλιότερα και ως δια μαγείας επαληθεύεται: η απαραίτητη ενέργεια για την κατασκευή του συγγραφέα γεννιέται από κάποια  δίπολα, όπως το οικογενειακό σπίτι και γύρω του το ανησυχητικό κενό οικόπεδο. (Τοπία καταγωγής, Olivier Rolin)

Ο ΠΑΤΕΡΑΣ ΔΕΝ ΜΙΛΟΥΣΕ ΓΙ ΑΥΤΑ Μυθιστόρημα, ΕΣΤΙΑ

Ανοίγοντας το μυθιστόρημα δεν περίμενα τίτλους διηγημάτων. Ο συγγραφέας έλυσε την απορία μου: για να γίνουν διακριτά τα μυθοπλαστικά μέρη σε σχέση με τον κορμό της αφήγησης δηλαδή της συνέντευξης. Σεβαστό αν και κρατάω την προτίμησή μου μυθιστόρημα με εμφανώς διακριτά μέρη, χωρίς τίτλους- να δυσκολευτούμε και λίγο εμείς  οι αναγνώστες! Όμως η λογοτεχνία παραμένει ανοιχτό πεδίο άσκησης και ελεύθερο.

Τα είκοσι διηγήματα τα ξαναδιάβασα πάλι και πάλι αφήνοντας στην άκρη τις συνεντεύξεις. Και μπορούν να σταθούν αυτόνομα όπως στέκονται και συνδεδεμένα με τον κορμό του μυθιστορήματος: μια λογοτεχνία, όπως απαιτείται, με ακρίβεια και πύκνωση. Αλλού το παρελθόν και το  παρόν με ρεαλισμό και αλλού όσα ξεχωρίζουν με τρόπο υπερβατικό και είναι σαν τόπος αναψυχής, ανακούφισης από το βάρος του ρεαλιστικού. Η ζωή του αφηγητή που αποφάσισε να μιλήσει: αφηγήσεις που συγκροτούν τον εαυτό, τον άλλον, την πραγματικότητα, το όνειρο. Ιστορίες αληθινές ή πλαστές σφραγίζονται από ένα λιτό τίτλο, συνηγορούν υπέρ της ενότητας ανάμεσα στο υποκείμενο και την αντίληψή του για τον κόσμο, στηρίζουν την ύπαρξή του μέσα σ’ αυτόν τον κόσμο. Ακούμε τον λυγμό του, νιώθουμε τις ανεπάρκειες και τις υπερβάσεις του, την απελπισία και την ελπίδα. Σε πρώτο πρόσωπο στα περισσότερα η θέαση του κόσμου- το βλέμμα  εντός του κοινού τόπου.

Και καθώς η λογοτεχνία ανήκει στην μεταφορά, σας διαβεβαιώ ότι οι παρομοιώσεις και οι μεταφορές του είναι καίριες και θα μπορούσα να αναφέρω πολλές που είναι εξαιρετικές. Στην καλή λογοτεχνία διακρίνουμε πέρα από το οικουμενικό ανθρώπινο υλικό και κάτι δικό μας. Εντόπισα τέτοια σημεία και ταυτίστηκα συγκινητικά τουλάχιστον είκοσι φορές. (η κηδεία σ.28, η ηθική σ.30, 38, ο συγγραφέας και ο αναγνώστης σ.61, η ευγένεια σ.63, οι λέξεις σ.85, τα βιβλία σ.55, 61, 63, 64, 84 κ.α.)

Καθώς οι σελίδες ανοιγοκλείνουν τα Ορθά μαύρα στοιχεία γίνονται Πλάγια στις συνεντεύξεις. Ένα αόρατο μάτι- κάμερα καταγράφει χώρους, σώματα, στιγμιότυπα, σχέσεις και αποτυπώνει με φωτογραφική ματιά τα συμβάντα. Ο ίδιος- και σκηνοθέτης- δημιουργεί  ντοκιμαντέρ με ασπρόμαυρες μνήμες: είναι η κυρίως αφήγηση με πρωταγωνιστές τον θείο και τον πατέρα του που θυμούνται, διηγούνται, εξηγούν, και τον ίδιον που παρεμβάλλεται. Τα επεισόδια από τις διώξεις, εξορίες, μάχες, μαρτυρίες, μνήμες έχουν ξαναγραφεί λογοτεχνικά με τον ένα ή τον άλλον τρόπο. Τώρα, όμως, μας εντυπωσιάζει η προφορικότητα’﮲ ειλικρινής, άμεση, χωρίς ψιμύθια, με σιωπές, αποσιωπήσεις και εντάσεις όπου πρέπει. Σε παρένθεση να ομολογήσω ότι εδώ άκουσα να λένε «τα ή στα Σέρρας – κι είναι τόσο ωραίο το άρθρο χωρίς το τελικό ς.

Τα πρόσωπα του θείου, του πατέρα και του αφηγητή παρουσιάζονται όσο χρειάζεται για να γίνει ορατή η κλωστή που τα ενώνει, να ανοίξουν οι κλειστές κουρτίνες, να δούμε την πίσω πλευρά και να φανερωθεί τελικά η αλήθεια για τον ήρωα θείο. Οι άνθρωποι βρίσκονται σε πραγματικές συνθήκες χρόνου και τόπου και μέσα από τη συζήτηση, τις διηγήσεις, τα τραύματά τους αναδύεται ένας κόσμος ηττημένος μα συμφιλιωμένος με τη μοίρα του. Μια συνομιλία πάνω στο ρευστό έδαφος της συλλογικής εμπειρίας. Γράφει «αυτή ήταν η ζωή μας» (σ.135) κι ας «φοβούνται οι άνθρωποι να λεν τα πράγματα με τ’ όνομά τους» (σ. 36).

 

Γιάννης Καρκανέβατος

 

Ο λόγος υποβάλλει στον αναγνώστη-ακροατή συμπάθεια, συμπόνια, θυμό, πικρία έστω κι αν για τους νεότερους θεωρηθούν συναισθήματα ξεθωριασμένα πια ή και ξένα εντελώς.

Το Βουνό παντού- γιατί μας καθορίζει ο Τόπος, φέρουμε τις πεδιάδες και τα  στενά μας, τον ήλιο και το σκοτάδι, το δάσος και τη θάλασσα. Οι αναφορές στο φυσικό περιβάλλον δεν είναι αποκομμένες από τους ήρωες και την πλοκή αλλά δίνουν το συμπληρωματικό πλαίσιο.  Φωτίζονται τα μικρά συμβάντα ως στοιχεία της ευρύτερης αφήγησης της ιστορίας.

Γράφει κάπου ο Γ.Κ. για «σύνδεση κατακερματισμένη» (σελ.119) και  «εικόνες θολές… να εστιάσω δεν μπορώ» (σ. 20) δηλώνοντας μιαν αδυναμία﮲και παρά την έσωθεν ή έξωθεν δυσκολία και τα κομμάτια συνδέθηκαν και εστίασε μια χαρά. Κι ενώ λέει ότι «στο                                               γράψιμο το πιο ουσιαστικό είναι το βλέμμα» το τελευταίο διήγημα αφιερώνεται σε ένα τυφλό ελάφι ﮲βλέπουμε μια ταινία μικρού μήκους με υγρασία ποιητική μέσα σε δάσος, επιβεβαιώνοντας αυτό που είχε γράψει πριν (σ.44) ότι μπορείς «να γεύεσαι χρώματα, να βλέπεις ουρλιαχτά, να ακούς τον έρωτα». Προσέξτε να ακούσετε τα υγρά μας σύμφωνα λ, ρ σε όλο το μεγαλείο τους. Τα Λάμδα που λάμνουν 130 φορές και τα Ρο που τρέμουν 180 φορές- επαναλαμβάνονται ερήμην του συγγραφέα, άραγε; Επίσης δείτε ότι σε αντίστιξη με την ξηρότητα- σκληρότητα του Βουνού των συνεντεύξεων στα άλλα κείμενα επικρατεί η υγρότητα-τρυφερότητα του Νερού- χιόνι, βροχή, θάλασσα, λίμνη.  Βίος εαυτού- ταξίδι στη ζωή- διαδρομή προς την ολοκλήρωση-η αφήγηση στηρίζει την ύπαρξη του ανθρώπου στον κόσμο, του ανθρώπου που έχει ανάγκη «για κάτι περισσότερο από αυτό που προσφέρει η καθημερινότητα».

Κι αν για τον Χ.Τζέημς οι βαθιές ιστορίες κρύβουν τον πυρήνα ενός μύθου που πρέπει να παραμείνει ανερμήνευτος, ο Γ.Κ. ελπίζει κάποια πράξη του ανεξήγητη να φωτιστεί. Χωρίς να μείνει στο ατομικό, ιδιωτικό του σύμπαν άγγιξε τις άλλες πτυχές του κοινωνικού μας βίου, έδωσε το στίγμα του, άφησε τα ίχνη του. Και όπως γράφτηκε τελευταία, το βιβλίο αυτό είναι από τα 5 δυναμικά πεζογραφικά ίχνη της χρονιάς.

Ο Γ.Κ. λέει «κάθε συγγραφέας υπάρχει απόλυτα μέσα στο βιβλίο του». Προσθέτω ότι παραμένει δίπλα και πέρα και πάνω από το έργο του αφού το έχει παραδώσει στον αναγνώστη, που έχει ανάγκη τις λέξεις. Γιατί έχουμε ανάγκη από λέξεις: για να φωνάζουμε, να αγαπάμε, να ζούμε. Και γράφουμε τις λέξεις έτσι, ώστε «ο τρόπος ανταπόκρισης στη γραφή να δείχνει και το μέτρο της ανθρωπιάς μας» (Κ.Γ.Παπαγεωργίου)

Ο κόσμος του βιβλίου του Γ.Καρκανέβατου άνοιξε με την «βαλίτσα που του αναλογεί», έκλεισε (;) με μια σύγχρονη αλληγορία και βάζοντας  ένα λιθαράκι στον κορμό της νεοελληνικής λογοτεχνίας μας, άφησε ανοιχτή την πόρτα για την συνέχεια.

Ένα αόρατο μάτι- κάμερα καταγράφει χώρους, σώματα, στιγμιότυπα, σχέσεις.

Σκηνοθέτης ο συγγραφέας.

Κι εδώ σκηνοθέτης

Ντοκιμαντέρ με ασπρόμαυρες μνήμες

Τα μέρη του κορμού με τα επεισόδια από διώξεις, εξορίες, μάχες, μαρτυρίες, μνήμες έχουν ξαναγραφεί με τον ένα ή τον άλλον τρόπο. Ενδιαφέρει όμως η προφορικότητα του λόγου, ειλικρινής, άμεση, χωρίς ψιμύθια, με σιωπές, αποσιωπήσεις και εντάσεις όπου πρέπει.

Τα πρόσωπα του θείου, του πατέρα και του αφηγητή παρουσιάζονται όσο χρειάζεται για να δοθεί η κλωστή που τα ενώνει, να ανοίξουν κλειστές κουρτίνες, να δούμε την πίσω πλευρά και να φανερωθεί τελικά η αληθινή πρόθεση του θείου.

Ήρωες δεν υπάρχουν.

 

 

* Η Ελένη Ε. Νανοπούλου γεννήθηκε στην Κορινθία, σπούδασε στην Αθήνα, υπηρέτησε στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση ως φιλόλογος και ζει στον Πειραιά.

Έγραψε:

– Ποίηση:”Ονείρων δεσμός άλυτος ” Αndy’s Publishers 2014

– Διηγήματα:”Με τα μάτια” Γκοβόστης 2016

– Συμμετοχή στα συλλογικά:

“83 Ιστορίες μπονζάι για το σημείο μηδέν” Σιδέρης 2017

“Από τη γη στο φεγγάρι” Συμπαντικές Διαδρομές 2017

“Συνοικία το Όνειρο” Εύμαρος 2018

“42 κείμενα καραντίνας” Εύμαρος 2020

” Μονοπάτια της γραφής” Εντύποις 2020

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top