Fractal

«Η νύχτα κι οι νεκροί/ μάς εξωθούν στα ποιήματα»

Από τον Κωνσταντίνο Μπούρα // *

 

Κώστας Θ. Ριζάκης, “Η τριμερής σοδειά”, πρόλογος από την Δήμητρα Μήττα “Ο σκοτεινός της ποίησης παράδεισος”, εικαστική παρέμβαση: Φωτεινή Χαμιδιέλη, εκδόσεις ΑΩ, Αθήνα 2020, 48 σελ.

 

“η νύχτα κι οι νεκροί

μάς εξωθούν στα ποιήματα” (σελ. 37).

 

Αυτοί είναι οι δύο θεματικοί άξονες γύρω από τους οποίους στρέφεται η ιδιότυπη ποιητική του σύγχρονου διανοητή, μελετητή, επιμελητή και ουαλδικού παραδοξολόγου Κώστα Θ. Ριζάκη που έπλασε μία απολύτως διακριτή ιδιόλεκτο (παρά τις ομολογούμενες επιρροές της) ανάμεσα δημοτικής, λαϊκής, ακόμα και χωριάτικης ντοπιολαλιάς και της πλέον αρχαΐζουσας καθαρεύουσας που έχει τυπωθεί ποτέ τα τελευταία δέκα χρόνια. Απόλυτα φαλλική η μετωνυμική χρήση του σώματος ως ψηφίδος εις το απεράντων διαστάσεων συμπαντικό ψηφιδωτό με το οποίο ο ποιητής-προφήτης ενώνεται εκστατικά σαν αναστενάρης, με διεσταλμένη την έννοια των ορίων μεταξύ των διαστάσεων, της τετάρτης, όπου εμφιλοχωρούν οι νεκροί, συμπεριλαμβανομένης. Δεν πρόκειται για λόγο ναρκισσιστικό, αλλά για διονυσιακή βακχεία. Ο ρήτωρ απευθύνεται σε έναν φανταστικό αναγνώστη ή στον εαυτό του τον ίδιον, σαν ήρωας ενός μονοδράματος του εγώ (“ich drama”, στα γερμανικά), όπου η συνείδηση διαστέλλεται για να συμπεριλάβει και το Άρρητο και το Άχωρο και το λυσιτελές.

Ερωτικός μέχρις παραισθήσεως και εξιδανικευμένος μέχρις αυτοπληρώσεως ο ποιητικός του λόγος είναι πέρα κι από την ελεγεία, πέρα και από τον λυρισμό, πέρα ακόμα και από την ανάγκη της αποδοχής. Είναι ειρωνικός, ναι. Καυστικός, σίγουρα. Παραδοξολόγος, οπωσδήποτε. Σαρκαστικός όμως όχι. Γιατί τον σώζει εκείνη η έμφυτη ευγένεια, η καλόγνωμη ενσυναίσθηση, η φιλάνθρωπη ματιά που αποκαλύπτεται πλέρια στο ποίημα “βαρύτης αχιλλείου” (της σελίδας 27). Η απόλυτη γενναιοδωρία εκείνου που δεν έχει τίποτα να χάσει και ταυτίζεται με κάθε αδικημένο, οπλισμένος με την απελπισία της απόφασης ότι δεν είμαστε μόνοι στον κόσμο, παρά την μόνωση του σώματος που πάσχει, φυλακισμένο σε αδιέξοδα πατρικής αγριότητας, που ενυπάρχει ακόμα και μετά τον θάνατο, σαν σκελετός στο υπόγειο, που απειλεί να κονιορτοποιηθεί με το πρώτο άγγιγμα.

Αυτή η ιδιαίτερη σχέση πατέρα-γιου, όσο φαντασιακή κι αν είναι αποκαλύπτεται σε δύο από τα τελευταία ποιήματα με μία βιτριολική οξύτητα που και να θέλουμε να αποφύγουμε τον φροϋδικό εκλεκτικισμό πάλι δεν μπορούμε να δηλώσουμε αμέτοχοι. Ενοχή, που κουβαλάει η ομιλώσα ποιητική φωνή στα κατάβαθα της υπαρξιακής της αγωνίας. Ενοχή μη εκπλήρωσης πατρικών προσδοκιών; Ενοχή μη συμμόρφωσης με τα εσκαμμένα; Ενοχή μη απελευθερώσεως από τα δεσμά ενός “πατέρα-αφέντη”, για να μην ξεχνάμε την αριστουργηματική ταινία των αδελφών Ταβιάνι. Ή μήπως ενοχή για την απουσία ενός πατρικού προτύπου που οδήγησε (μέσα από την ταύτιση με κάθε τι θηλυκό) στο πάσχον κι ανεκπλήρωτο, στο ορφανό ποιητικό σώμα; Η Αφροδίτη δεν είναι εδώ μόνον θεά του Κάλλους και του ουρανίου Έρωτος, αλλά και Πάνδημος, και προστάτις των ναυαγισμένων ναυτικών με τα ξεγυμνωμένα πάλλευκα κόκκαλα που ξεβράζονται στην ακτή. Ανατριχιαστική εικόνα. Σχεδόν λατινοαμερικάνικη, με τις ρίζες της στην καθημερινή χαρμολύπη των Mayas, εκεί όπου η ζωή είναι απλώς ένα σκοτεινό πέρασμα ανάμεσα στις εκτυφλωτικές φωτεινιές του θανάτου. Η χρήση απομυθοποιητικών λέξεων είναι απλώς το αντίδοτο σε έναν άκρατο ρομαντισμό με το φεγγάρι να πρωταγωνιστεί ως αιμοχαρής (κεκαλυμμένη με τα επτά πέπλα της θλίψης) αρχετυπική θηλυκή θεότητα, απειλητική για την αυτάρκη ύπαρξη κάθε αρσενικού που αρνείται να θυσιαστεί στα καπρίτσια της. Ας θυμηθούμε τι σκληρή τιμωρία επιφυλάσσουν στον αντιερωτικό πρίγκιπα Αφροδίτη και Άρτεμις, ήδη από τον πρόλογο της ευριπίδειας τραγωδίας “Ιππόλυτος”. Η μοίρα του Ορφέα εξάλλου ήταν παρόμοια. Διαμελίστηκε από τις μαινάδες της Θράκης γιατί αρνήθηκε τον έρωτά τους.

Εδώ, σε αυτό το ποιητικό σώμα ενυπάρχει και υποφώσκει κάτι το ανέφικτο, το απλήρωτο, το απραγματοποίητο. Ένα διαρκές χρέος που ανατοκίζεται εσαεί. Χρέος προς τον πατέρα; Χρέος προς την Μητέρα; Τη Μεγάλη Μητέρα Θεά; Ή χρέος προς τον εαυτό που δεν αυτοπραγματώθηκε έξω από τις λέξεις, στον κενό χώρο της σωματικότητας όπου ο λόγος ουκ έστιν έτι κι η φαντασία δεν έχει καμιά δουλειά εκεί;

 

Κώστας Θ. Ριζάκης, (σχέδιο μολύβι / Γιάννης Δ. Στεφανάκις)

 

Ο Κώστας Θ. Ριζάκης είναι ιδιαίτερος ποιητής. Είναι ποιητική προσωπικότης. Σειρήνας άσματα τα τραγούδια του και ο ρυθμός τους από χορό Σειληνών σε σατυρικό δράμα του Ευριπίδη. Τα αρχαία μέτρα συνυφαίνονται με τα παραδοσιακά σε έναν ιστό για βαθείς γνώστες της ρυθμολογίας, έναν ιστό που καμία Πηνελόπη δεν θα μπορούσε να εξυφάνει.

Χαίρομαι που έχω το προνόμιο της διακειμενικής συνομιλίας μαζί του, γιατί βρήκα πολύ “Μπούρα” στο ποιητικό του αυτό απαύγασμα. Και όχι μόνο στο επίπεδο της θεματικής, αλλά και της αισθητικής κι αυτής της μεικτής ιδιολέκτου που δεν αφήνει καμία λεξούλα παραπονούμενη και κανένα είδος λόγου αποκλεισμένο.

Όσο για την διάφανη πικρία που εκφράζει στο τέλος του βιογραφικού του σημειώματος, είναι νομίζω γνήσια αλλά και ακκισμός προκειμένου να σπεύσουμε να επιβεβαιώσουμε το αντίθετο και να συνηγορήσουμε υπέρ αυτού τούτου.

Ο Κώστας Θ. Ριζάκης μπορεί να άργησε να καταξιωθεί, είναι τώρα όμως παντού ανθολογούμενος και “καβάλα πάει στην εκκλησιά καβάλα προσκυνάει”. Κι ο αυτο-ταπεινωθείς (επιτέλους) υψωθήσεται…

Το να έχεις “το πάνω χέρι” όντας αυτοδίδακτος κι αιρετικός δεν είναι απλώς κατόρθωμα είναι βραβείο. Το μέγιστον όλων. Από εκείνα που δίνει το ευρύ κοινό και ο Χρόνος. “Ο έπαινος του δήμου και των σοφιστών”, που θα έλεγε ένας άλλος εν ζωή απόμακρος παραγνωρισμένος, Ο Μέγας Αλεξανδρινός Ποιητής, ο αξεπέραστος.

Θα ήθελα να συναντήσω κάποτε τον Κώστα Θ. Ριζάκη από κοντά και να χορέψουμε τα ποιήματά του φωναχτά, σαν ιαχή από τις ευριπίδειες “Βάκχες”, σαν ολολυγμός των μυημένων στην Ελευσίνα: “Ευοί ευοί Βάκχε ευοί ευάν”. Και “κονξ-ομ-παξ”. “Εκάς οι βέβηλοι”. Πρέπει να είσαι μεγάλος, σημαντικός ποιητής για να διασώζεις ταπεινές λεξούλες  και να τις καθιστάς αθάνατες με το “έτσι θέλω”, με τον τσαμπουκά τής εμβρίθειας, που δεν γνωρίζει όρια, σύνορα κι αναχώματα. Ακριβώς όπως η συμπαντική φιλότητα, ο Ορφικός Έρως, η οργιαστική ένωση με το Όλον, στον πυρήνα κάθε ζωντανής ποίησης που προκαλεί σε πομπό και συνδημιουργικό δέκτη το ποθούμενο “ωκεάνιο συναίσθημα”.

Χαιρετώ τον Κώστα Θ. Ριζάκη με την συνενοχή των πονεμένων, με την αλληλεγγύη των ομοιοπαθών, με την μεγαλειώδη σεμνότητα των ταπεινωμένων, οικειοθελώς. Χωρίς καμία ανάγκη.

 

 

* Ο Δρ. Κωνσταντίνος Μπούρας είναι ποιητής, θεατρολόγος και κριτικός (www.konstantinosbouras.gr)

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top