Fractal

«Αγάπη πατρική στον “Αγαμέμνονα” του Αισχύλου και στη “Θυσία του Αβραάμ” του Κορνάρου»

Του Λέανδρου Πολενάκη // *

 

Ομιλία μετά από την παράσταση «Η Θυσία του Αβραάμ», που παρουσιάζεται στο θέατρο Σταθμός σε σκηνοθεσία Δαμιανού Κωνσταντινίδη. Ακολούθησε συζήτηση με το κοινό, με τη συμμετοχή των συντελεστών της παράστασης.

 

 

Το κεφάλαιο ΚΒ’ της Γένεσης από την Παλαιά Διαθήκη που έχει ως θέμα τη θυσία του Αβραάμ, έχει εμπνεύσει πάρα πολλά Δυτικά μυστήρια και θρησκευτικά δράματα. Ένα από αυτά, δημοσιευμένο το 1586, στη Βενετία, με τον τίτλο “Isach”, του Ιταλού Luigi Grotto, γίνεται γενικά δεκτό από τους μελετητές ότι χρησίμευσε ως πρότυπο για τη “Θυσία του Αβραάμ” της Κρητικής Αναγέννησης που αποδίδεται στον ποιητή του “Ερωτόκριτου” Βιτσέντζο Κορνάρο.

Ο ποιητής, όποιος και αν είναι, ακολουθεί τον ίδιο μύθο, του “αμαρτήματος” μιας παιδοκτονίας με μορφή θυσίας, που συνιστά τερατώδη  παραδοξότητα αντίθετη στη φυσική τάξη του κόσμου, η οποία την τελευταία στιγμή ματαιώνεται μετά από παρέμβαση του ίδιου του θεού. Ο ποιητής κατά κάποιον τρόπο “ελληνοποιεί” το θέμα του, επειδή η λέξη “αμαρτία” έχει διαφορετική σημασία στην εβραϊκή κουλτούρα από ό,τι στην κλασική και μεταγενέστερη ελληνική. Για την εβραϊκή θρησκευτική και νομική αντίληψη, “αμαρτία” σημαίνει πρωτίστως την ανυπακοή στο θέλημα του Θεού. Για την αντίστοιχη ελληνική αντίληψη, διαποτισμένη, ακόμη και μετά το θάνατο της τραγωδίας, με τραγικό στοιχείο, “αμαρτία” σημαίνει σφάλμα, υπέρβαση των δεδομένων ανθρώπινων ορίων, που επιφέρει τη νέμεση. “Αιτία ελομένου, Θεός αναίτιος”, όπως είπε ο φιλόσοφος που έψαλλε τον επικήδειο του τραγικού είδους. Το οποίο δεν έσβησε όμως εντελώς, διασώθηκε διάσπαρτο μέσα στα δημοτικά μας τραγούδια, ιδιαίτερα τις “παραλογές”. Ένα από αυτά, που μετεξελίχθηκε μέσω μιας σχεδόν “φυσικής” διαδικασίας σε θεατρικό έργο, είναι η “Θυσία του Αβραάμ”, περιλαμβάνοντας τον κοινό μύθο της ανθρωποθυσίας και παιδοκτονίας, μιαρής και ασεβούς εν τέλει, μετά το παράδοξο μιας θεϊκής εντολής που αυτοακυρώνεται τη στιγμή της πραγματοποίησής της. Μιλώ για τη θυσία της Ιφιγένειας στην Αισχυλική τραγωδία “Αγαμέμνων”, όπου δεν υπάρχει αντικατάσταση με ελάφι και σωτηρία του θύματος. Και όπου η Άρτεμις εξοργίζεται με την τέλεση της θυσίας, που η ίδια είχε ζητήσει.

Ας κάνουμε σαφές κατ’ αρχάς, ότι η “Θυσία του Αβραάμ” δεν είναι τραγωδία. Επειδή η τραγωδία δεν μπορεί να υπάρξει εκτός του πολυθεϊστικού συστήματος, το οποίο επιτρέπει τον ανταγωνισμό μεταξύ διαφορετικών θεϊκών οντοτήτων,  που εκπροσωπούν διαφορετικής εμβέλειας θεϊκές δυνάμεις, ιεραρχικά κατανεμημένες. Αν δεν το καταλάβουμε αυτό, δεν θα καταλάβουμε ποτέ ούτε το αρχαιοελληνικό θρησκευτικό σύμπαν, ούτε τη μερική του επιβίωση στον μεταγενέστερο, νεότερο ελληνισμό, όπου οι κάτω από τη γη “ένερθεν” θεοί έμειναν αλώβητοι και συντηρείται υπόγεια το πολυθεϊστικό σύστημα, στο ίδιο μέτρο που το αρχαίο, αντιστοίχως, πολυθεϊστικό σύστημα έτεινε στον ένα Θεό.  Αλλιώς είναι στο εβραϊκό θρησκευτικό σύμπαν, με τη μονοκρατορία του ενός παντοδύναμου θεού πατέρα δυνάστη, πριν από την κάθετη ρωγμή που του επέφερε η τραγική και θα τολμούσα να πω ελληνική -χρησιμοποιώ τον όρο με την καβαφική του σημασία- επιφάνεια του Διόνυσου-Χριστού.

 

 

Επανέρχομαι στη θυσία της Ιφιγένειας στον “Αγαμέμνονα” του Αισχύλου, που είναι θυσία τελειωτική, χωρίς αντικατάσταση την τελευταία στιγμή του ανθρώπινου θύματος από ζωικό. Το έργο είναι αφάνταστα πυκνό σημειολογικά και δεν μας παίρνει ο χρόνος να αναλύσουμε σε λεπτομέρειες τι προηγήθηκε και τι ακολούθησε τη θυσία. Θα πω απλώς, και παρακαλώ να τα θεωρήσετε ως δεδομένα επειδή θεμελιώνονται στο κείμενο, ότι ο Ζεύς δεν έχει δώσει εντολή ούτε για τη θυσία της Ιφιγένειας που απαιτείται από την Αρτέμιδα, η οποία, λόγω μιας παράδοξης εμπλοκής αρμοδιοτήτων, έμεινε χωρίς κανένα ρόλο στο εξυφαινόμενο σχέδιο των Θεών. Και, οργισμένη, ζητά από τον Αγαμέμνονα τη θυσία της Ιφιγένειας, για να ξαναμπεί στο παιγνίδι.  Ούτε, πολύ περισσότερο, έχει δώσει ο Ζεύς εντολή για το φόνο της Κλυταιμνήστρας, που είναι έργο του Απόλλωνα.  Άλλο ζήτημα αν ο Ζεύς, αργότερα, όταν η εξέλιξη των πραγμάτων με την ανταρσία της Ερινύας γίνεται επικίνδυνη για το θρόνο του, την επικυρώνει αναδρομικά και είναι σαν να έδωσε ο ίδιος την εντολή του φόνου. Ο Ζεύς με τη μορφή του Ξένιου, μια μόνο εντολή έχει δώσει στον Αγαμέμνονα και στον Μενέλαο: να εκστρατεύσουν εναντίον της Τροίας για να ξεπλύνουν την προσβολή που αποτελεί για τον Ξένιο Δία η πράξη του Πάρη. Απαγορεύοντάς τους, όμως, να διαπράξουν όλα εκείνα που σε έναν πόλεμο τού είναι απεχθή: φόνους παιδιών, βιασμούς γυναικών, καταστροφές τόπων ιερών, ισοπέδωση της πόλης, όλα αυτά που οι σύγχρονοι πολεμοκάπηλοι ονομάζουν κομψά “παράπλευρες απώλειες”. “Αμαρτία” του Αγαμέμνονα, που δεν δείχνει καμιά διάθεση να συμμορφωθεί με τους κανόνες του Διός, δεν είναι η απλή ανυπακοή στον Θεό, που επιφέρει αυτομάτως την τιμωρία του. Είναι η (πολιτική) ανικανότητά του να δει και να προβλέψει όλα όσα θα επιφέρουν ως συνέπειες για τον ίδιο οι πράξεις του. Θεώρησε τον χρησμό του Κάλχα, παρότι προερχόμενο από μια κατώτερη Θεά, “τέλειο”, δεν διέκρινε κανένα ψεγάδι σε αυτόν, και “έβαλε το κεφάλι του στο λεπίδι της ανάγκης”, μας λέει το κείμενο. Μόνος του. Δίχως να βλέπει την “ατέλεια”, δηλαδή την έλλειψη της βουλητικής ενέργειας του Διός, “χωρίς την οποία τίποτα δεν μπορεί να γίνει”. Κινητήριος μοχλός, εδώ, της συμπεριφοράς του Αγαμέμνονα δεν είναι η έλλειψη πίστης στον θεό, που επιφέρει την καταστροφή του. Είναι ο φιλόδοξος χαρακτήρας, η αρχομανία και ιδίως η έλλειψη πατρικής αγάπης. Ο βασιλιάς δεν αγαπάει παρά μόνο τον θρόνο του.

 

 

Συνοψίζοντας, ο Αβραάμ της Παλαιάς Διαθήκης κινείται από φόβο μπροστά στον Θεό-πατέρα και μέγιστο καθήκον προς τον Θεό του είναι η πίστη και η αδιαμαρτύρητη υπακοή στις εντολές του. Αντίθετα, ο Αβραάμ των Χριστιανικών εκδοχών του δράματος, ανάμεσα στις οποίες κατέχει σημαντική θέση το έργο του Κορνάρου, όπως επισημαίνει καίρια ο σπουδαίος Δανός φιλόσοφος και ποιητής Σέρεν Κίρκεγκαρντ στο έργο του “Φόβος και Τρόμος”, αποσπάσματα του οποίου ακούμε στην παράσταση, αγαπάει πάρα πολύ τον πατέρα-θεό του (παρατήρηση που θα μπορούσε να μας οδηγήσει και σε ψυχαναλυτικά μονοπάτια) και, για να κερδίσει την αγάπη του, όχι για να αποδείξει την πίστη  του, προσφέρεται να του θυσιάσει ό,τι πιο αγαπημένο έχει στη γη, τον μονάκριβο γιό του. Ένα ανάλογο παράδειγμα από το νεότερο θέατρο μάς προσφέρει, ίσως, η περίπτωση της μικρής Έντβιγκ στην “Αγριόπαπια” του Ίψεν, που προσφέρει τον εαυτό της θυσία για να κερδίσει την αγάπη του πατέρα της.

Κλείνω σημειώνοντας ότι ο Απόστολος Παύλος γράφει ελληνικά στην προς “Κορινθίους Α’ Επιστολή”: “Νυνί δε μένει πίστις, ελπίς, αγάπη, τα τρία ταύτα. Μείζων δε τούτων η αγάπη”. Εδώ νομίζω ότι εξάντλησα μια πρώτη ψηλάφηση του θέματος.

 

 

* Ο Λέανδρος Πολενάκης είναι συγγραφέας και κριτικός θεάτρου

 

 

Ετικέτες:
ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top