Fractal

Η μετέωρη ελληνικότητα

Γράφει η Ελένη Γερούση // *

 

Μάκης Καραγιάννης «Μικρό και αλαζονικό έθνος» εκδ. Επίκεντρο

 

Ο Μάκης Καραγιάννης, με αφορμή τη γενικότερη συζήτηση για την κρίση που πλήττει τη χώρα μας, επιχειρεί στο δοκίμιο, με τίτλο Μικρό και αλαζονικό έθνος, να δώσει απαντήσεις σε μια σειρά ερωτημάτων που σχετίζονται με την αδυναμία της ελληνικής κοινωνίας να γίνει μια νεωτερική, μια προοδευτική κοινωνία. Εντοπίζει τις απαρχές της κρίσης όχι μόνο στις νεοφιλελεύθερες πολιτικές που εφαρμόστηκαν τα τελευταία χρόνια αλλά και στις ιδιαίτερες παθογένειες που χαρακτηρίζουν όλο τον μεταπολιτευτικό βίο του ελληνικού κράτους. Εκκινώντας από το αξίωμα ότι η κρίση στη χώρας μας συνδέεται με την ελληνική ιδιαιτερότητα, επιχειρεί στη συνέχεια να την ορίσει αντιπαραβάλλοντάς την με την ευρωπαϊκή νεωτερικότητα. Με εντιμότητα αναγνωρίζει τους περιορισμούς του εγχειρήματος καθώς η πολυπλοκότητα της πραγματικότητας καθιστά δύσκολη τη μελέτη όλων των φαινομένων παθογένειας που χαρακτηρίζουν το ελληνικό κράτος ήδη από τα πρώτα χρόνια της συγκρότησής του.

Αξιοζήλευτη η προσπάθεια και δύσκολο το στοίχημα αλλά οφείλουμε προκαταβολικά να αναγνωρίσουμε ότι το κερδίζει. Ιδιαίτερα, αν λάβει κανείς υπόψη ότι αυτοί που μπόρεσαν στο παρελθόν να θέσουν με νηφαλιότητα το πρόβλημα και να επιχειρήσουν να δώσουν απαντήσεις ήταν κυρίως στοχαστές οι οποίοι έζησαν για χρόνια μακριά από την Ελλάδα. Σαν να μην μπορεί να γίνει αλλιώς, σαν να σε ρουφάει η χώρα μέσα στην οποία ζεις. Όπως αναφέρει ο συγγραφέας, διανοητές όπως ο Κορνήλιος Καστοριάδης, ο Κώστας Αξελός και ο Παναγιώτης Κονδύλης επιχείρησαν να εξηγήσουν με το έργο τους την ιδιαίτερη διαδρομή της χώρας και να βρουν τι έφταιξε για την πανθομολογούμενη παθογένεια. Για τον Αξελό αιτία ήταν η αργοπορημένη έλευση της νεωτερικότητας, για τον Κονδύλη η απουσία μιας ισχυρής αστικής τάξης ενώ για τον Καστοριάδη η ηγεμονία της ορθόδοξης παράδοσης που στάθηκε εμπόδιο στη χειραφέτηση της χώρας σε κάθε επίπεδο. Ζητούμενο άλλωστε της καστοριαδικής φιλοσοφίας αποτέλεσε το πολιτικό πρόταγμα της ατομικής και κοινωνικής αυτονομίας.

Σύμφωνα με την ανάλυση του Καραγιάννη, ποτέ στην ιστορία της Ελλάδας δεν συγκροτήθηκε ο πολίτης ως ένα αυτόνομο και ορθολογικό άτομο. Αντίθετα, παραθέτω από το βιβλίο: «στην Ελλάδα ιστορικά η κοινότητα, η παράδοση και οι συλλογικότητες είχαν πάντα έναν προνομιακό ρόλο εις βάρος της ατομικότητας» (σελ. 53). Ως συλλογικότητες εννοεί την οικογένεια, την εκκλησία, τη συντεχνία, την εντοπιότητα. Ενώ στη Δύση (στη δυτική Ευρώπη) δημιουργήθηκαν, υπό την επίδραση του προτεσταντισμού και του γαλλοκαντιανού Διαφωτισμού, κοινωνίες των πολιτών, που αποτελούνταν από άτομα με δικαιώματα και υποχρεώσεις, στην Ελλάδα το υποκείμενο συγκροτήθηκε ατελώς. Ο πολίτης δεν πείστηκε ποτέ ότι το κράτος θέλει το καλό του γι’ αυτό και δεν τήρησε τους νόμους. Αυτή η αδυναμία αναγνώρισης της αναγκαιότητας ύπαρξης κανόνων είχε ως συνέπεια την αδυναμία ανάληψης της ατομικής ευθύνης.

Οι λόγοι πολλοί. Στη διάρκεια της βυζαντινής και της οθωμανικής αυτοκρατορίας, όπως σωστά επισημαίνει ο συγγραφέας, δεν υπήρχαν πολίτες αλλά υπήκοοι. Ακόμη, η ορθόδοξη Ανατολή ακολούθησε διαφορετικό δρόμο από την προτεσταντική Δύση. Το άτομο που είχε αρχίσει να διαμορφώνεται στην αθηναϊκή δημοκρατία χάθηκε και ενώ «η Δύση το ανακάλυψε μέσω της Αναγέννησης, η Ελλάδα με τη βαθιά ριζωμένη παράδοση της ορθοδοξίας δεν μπόρεσε να την ακολουθήσει και να ενταχθεί στον κόσμο της νεωτερικότητας» (σελ. 84). Ενώ δηλαδή το κίνημα του Διαφωτισμού έδωσε προτεραιότητα στον Λόγο και η Μεταρρύθμιση κατέστησε το άτομο ελεύθερο και μόνο με τον Θεό, στην ορθόδοξη παράδοση το άτομο υποτάχθηκε στην κοινότητα της εκκλησίας. Τέλος, η στρεβλή συγκρότηση του πρώτου ελληνικού κράτους μετά την Ελληνική Επανάσταση υπό την κηδεμονία των ξένων δυνάμεων και η απουσία μιας αστικής τάξης, που να συγκρουστεί με το παλιό για να εγκαθιδρύσει σύγχρονους θεσμούς, ήταν καίριας σημασίας. Το αποτέλεσμα ήταν η δημιουργία ενός κράτους που δεν εξέφραζε τον πολίτη και το γενικό συμφέρον. Ακόμη χειρότερα, δημιουργήθηκε ένα κράτος εχθρικό για τον πολίτη και ένας πολίτης καχύποπτος απέναντι στο κράτος.

Ένα από τα δυνατά σημεία της ανάλυσης του Καραγιάννη είναι η ανάδειξη της ατελούς συγκρότησης της ατομικότητας μέσω της μελέτης της ιστορικής εξέλιξης της λογοτεχνίας. Και στον χώρο της λογοτεχνίας, όπως και στην ιστοριογραφία, εκτυλίσσεται η σύγκρουση ανάμεσα στην παράδοση και τη νεωτερικότητα, ανάμεσα στην Ανατολή και τη Δύση. Ο συγγραφέας πολύ καλός γνώστης της ελληνικής και της ευρωπαϊκής λογοτεχνίας δεν στέκεται μόνο στα λογοτεχνικά κείμενα. Τον ενδιαφέρει πρωτίστως ο κριτικός λόγος που διατυπώθηκε από τους διανοούμενους της κάθε εποχής και αυτό που εκπροσωπούσαν. Σε υψηλό επίπεδο κινείται και ο δικός του κριτικός λόγος εκφρασμένος σε ωραία ελληνική γλώσσα.

Ο Καραγιάννης εντοπίζει και σχολιάζει με ιδιαίτερη ευγλωττία και στέρεη γνώση τα δύο πολιτισμικά ρεύματα που διατρέχουν την ελληνική ιστορία, από τα οποία το ένα διαμορφώθηκε υπό την επιρροή του ρομαντικού γερμανικού ιστορικισμού και του εθνικισμού ενώ το άλλο υπό την επίδραση του Διαφωτισμού. Οι δύο πλευρές του δίπολου είναι: παράδοση – αλλαγή, συντήρηση – μεταρρύθμιση, κλειστή – ανοικτή κοινωνία, άτομο συναισθηματικό – άτομο ορθολογικό, καθήλωση στο παρελθόν – ρήξη με το παρελθόν, κυκλική αντίληψη του χρόνου – γραμμική αντίληψη, αίσθηση απειλής – αυτοπεποίθηση,  εχθρότητα προς το ξένο – κοσμοπολιτισμός, ενσωμάτωση ξένων ιδεών (σελ. 94-95). Η ύπαρξη αυτών των διαφορετικών ρευμάτων εξηγεί την Ελλάδα των αντιθέσεων και των αντιφάσεων: «Οι Έλληνες ρητορεύουν για τα δικαιώματα του πολίτη και τη δημοκρατία, αλλά κολυμπούν στον οθωμανικό ραγιαδισμό, το ρουσφέτι και τη διαφθορά. Ζητούν γενναιόδωρη Ευρώπη, αλλά θεωρούν την Ελλάδα κέντρο του κόσμου» (σελ. 13).

Είναι αναγκαίο σε αυτό το σημείο να παρακολουθήσουμε τη γένεση και την παράλληλη πορεία των δύο ρευμάτων στον ευρωπαϊκό χώρο. Πριν ακόμη από την πτώση της Βαστίλης ξεσπά μια βίαιη αντίδραση στα ιδεώδη του Γαλλικού Διαφωτισμού, που σηματοδοτεί την εμφάνιση του κινήματος του αντι-Διαφωτισμού. Η διαμάχη Kant και Herder συμπυκνώνει με τον πιο αντιπροσωπευτικό τρόπο τη διαμάχη του Διαφωτισμού με τον Ρομαντισμό και «σφραγίζει συμβολικά» την εμφάνιση μιας άλλης νεωτερικότητας, παράλληλης προς τη φιλελεύθερη νεωτερικότητα του Διαφωτισμού. Πρόκειται για μια «κοινοτιστική, ιστορικίζουσα και εθνικιστική νεωτερικότητα, όπου το άτομο καθορίζεται και περιορίζεται από τις εθνικές καταβολές του, την ιστορία, τη γλώσσα και την κουλτούρα του» [i]. Σύμφωνα με τον Isaiah Berlin, ο αντι-Διαφωτισμός είναι ένα κίνημα που εμφανίζεται προς τα τέλη του 18ου και τις αρχές του 19ου αιώνα από τους Γερμανούς ρομαντικούς ενάντια στον ορθολογισμό, τον εμπειρισμό και τις αξιώσεις του Διαφωτισμού του 18ου αιώνα για καθολική εφαρμογή των ιδεών του [ii]. Κατά τη διάρκεια του 19ου αιώνα ο Ρομαντισμός ασκεί συστηματική κριτική στα ιδεώδη του ορθολογισμού, της αέναης προόδου και της πίστης στην απεριόριστη δυνατότητα τελειοποίησης του ανθρώπου, υποστηρίζοντας ότι τα συναισθήματα, η φαντασία και η ενόραση είναι πιο σημαντικά από τον ορθό λόγο. Επιπρόσθετα, ο ρομαντισμός εξυμνεί την επαναφορά του απλού τρόπου ζωής, των εθίμων, των παραδόσεων και της θρησκευτικής πίστης.

 

Μάκης Καραγιάννης

 

Επιστρέφουμε στο βιβλίο λέγοντας ότι αυτή η σύγκριση της ελληνικής περίπτωσης με την ευρωπαϊκή νεωτερικότητα δεν είναι χωρίς προβλήματα. Ο συγγραφέας έχει εξιδανικεύσει τη νεωτερικότητα ενώ γνωρίζουμε ότι ο ορθός Λόγος, παιδί του Διαφωτισμού, έγινε εργαλειακός και αντιμετώπισε την φύση και τους ανθρώπους μόνο από την άποψη της χρησιμότητας. Πρόκειται κυρίως για την κριτική που ασκήθηκε από την πρώτη γενιά της σχολής της Φρανκφούρτης. Κύριο επιχείρημα των Horkheimer και Adorno στο έργο Διαλεκτική του Διαφωτισμού (1947) είναι ότι κατά τον 18ο αιώνα η επιστημονική γνώση, σε συνεργασία με την τεχνολογία, έχει αναχθεί στην κυρίαρχη μορφή γνώσης. Ο Λόγος οδήγησε στον «θάνατο του μυθικού και θρησκευτικού τρόπου θέασης του κόσμου» αλλά ταυτόχρονα απώλεσε την κριτική του δύναμη. Το παράδοξο είναι, σύμφωνα με τους διανοητές της σχολής της Φρανκφούρτης, ότι το πρόγραμμα του Διαφωτισμού, το οποίο, σύμφωνα με τους διαφωτιστές του 18ου αιώνα, «υποτίθεται ότι θα απελευθέρωνε τον άνθρωπο από τη φύση οδηγώντας τον στην ευημερία, στην πραγματικότητα στρέφεται εναντίον του». Ο άνθρωπος, με την προοδευτική επικράτηση της εκβιομηχάνισης και του καπιταλισμού, είναι έρμαιο κάθε είδους μηχανισμών που ελέγχουν κάθε πτυχή της ζωής του. Ο Διαφωτισμός όχι μόνο δεν έφερε την οικονομική ευμάρεια και την ηθική πρόοδο αλλά αντίθετα διαπιστώνεται «οπισθοδρόμηση προς τη βαρβαρότητα και τη μισαλλοδοξία». Αυτή είναι η ‘διαλεκτική του Διαφωτισμού’ [iii].

Ο Διαφωτισμός θεωρήθηκε, επίσης, υπεύθυνος για όλα τα δεινά της σύγχρονης εποχής, όπως η άνοδος του ναζισμού και ο δυτικός ιμπεριαλισμός. Ο Jacob Talmon αλλά και πιο πρόσφατα ο Zygmunt Bauman υποστήριξαν ότι ο Διαφωτισμός, αντικαθιστώντας τη δογματική πίστη με τον δογματικό λόγο έκανε την επιστήμη την καινούρια θρησκεία της ανθρωπότητας, με αποτέλεσμα να εμφανιστούν τα ολοκληρωτικά καθεστώτα του 20ού αιώνα.

Σύμφωνα με τη μετανεωτερική κριτική, ο Διαφωτισμός είναι ένα ατελές ‘πρόγραμμα’ (the Enlightenment ‘Project’) που θέτει ως στόχο την ορθολογική θεμελίωση της ηθικής και αξιώνει την καθολική ισχύ των προταγμάτων του. Η κύρια κατηγορία κατά του Διαφωτισμού συνίσταται στο ότι δεν παρέχει μια συνεκτική θεωρία για τα ηθικά ζητήματα, αποτυγχάνοντας έτσι να εδραιώσει μια κοσμική ηθική απαλλαγμένη από την θεολογία και την παραδοσιακή μεταφυσική, με τραγικές συνέπειες για τον σύγχρονο κόσμο [iv]. Επιπλέον, η μετανεωτερική προσέγγιση αμφισβητεί την εγκυρότητα του λόγου για μια εκ θεμελίων προσπάθεια αναμόρφωσης της κοινωνίας με στόχο το γενική ευημερία της. Ο Richard Rorty, τέλος, υποστηρίζει ότι πρέπει να απορρίψουμε ολοκληρωτικά το φιλοσοφικό πρόγραμμα του Διαφωτισμού, το οποίο στη θέση του Θεού τοποθετεί τη φύση και τον λόγο, αλλά οφείλουμε να κρατήσουμε το πολιτικό του πρόγραμμα, που αντιλαμβάνεται «έναν κόσμο χωρίς κάστες, τάξεις ή βία» [v].

Από την άλλη, ο Jürgen Habermas, ο σημαντικότερος εν ζωή εκπρόσωπος της Σχολής της Φρανκφούρτης, το 1980, κατά τη βράβευσή του με το βραβείο Adorno, εκφωνεί την ομιλία του με θέμα ‘Νεωτερικότητα: ένα ημιτελές εγχείρημα’ και στρέφεται ενάντια στην τάση εκείνη των διανοουμένων, που αρνούνται τη νεωτερικότητα και το σύνολο του εγχειρήματος του Διαφωτισμού. Αυτό που υποστηρίζει ο Habermas είναι ότι η νεωτερικότητα είναι περισσότερο ένα εγχείρημα που παραμένει ημιτελές επειδή τα προβλήματα στα οποία αναφέρεται δεν έχουν ακόμη βρει τη λύση τους. Σύμφωνα με αυτή την προσέγγιση, είναι μάταιο να αντιστρέψει κανείς τη διαδικασία της νεωτερικότητας, αντίθετα, έχει να ωφεληθεί από αυτή. Επιπλέον, ο Habermas ασκεί δριμεία κριτική στη μετανεωτερικότητα που βιάστηκε να ανακηρύξει το τέλος της νεωτερικότητας. Συγκεκριμένα, τίθεται κριτικά απέναντι στον Alasdair MacIntyre και τον Heidegger υποστηρίζοντας ότι οι θεωρίες τους αποτελούν απλά «οπισθοδρόμηση σε προ-νεωτερικές μορφές ζωής» [vi].

Το βιβλίο Μικρό και αλαζονικό έθνος είναι ένα παρεμβατικό κείμενο και, ως τέτοιο, είναι λογικό να προκαλέσει συζήτηση, διαφωνίες ακόμη και συγκρούσεις. Αλλά όλα αυτά πρέπει να γίνονται με νηφαλιότητα και γνώση. Ο ίδιος ο Καραγιάννης, ως ένας κριτικός διανοούμενος της εποχής μας, ξέρει πως έχει την ευθύνη, ταυτόχρονα και την υποχρέωση, να επιχειρήσει να δει κριτικά τις αντινομίες που χαρακτηρίζουν το ελληνικό κράτος από την αρχή της συγκρότησής του μέχρι τις μέρες μας. Κλείνοντας, η ανάλυση που καταθέτει συμβάλλει σε αυτή τη νέα ‘στροφή’ που ο ίδιος προτείνει στην εισαγωγή του βιβλίου του.

 

_________________________

[i] Zeev Sternhell, Ο αντι-Διαφωτισμός, Από τον 18ο αιώνα ως τον ψυχρό πόλεμο, (μτφ. Άννα Καρακατσούλη), Αθήνα: Πόλις, 2009, σ. 22.

[ii] Ο όρος ‘αντι-Διαφωτισμός’ μάλλον επινοείται από τον Nietzsche και εμφανίζεται για πρώτη φορά στην αγγλική γλώσσα το 1949 πριν ο Berlin τον καθιερώσει στην ιστορία των ιδεών με το δοκίμιο ‘The Counter-Enlightenment’ που πρωτοδημοσιεύεται το 1973.

[iii] Τ. Β. Αντόρνο & Μ. Χόρκχαϊμερ, Διαλεκτική του Διαφωτισμού. Φιλοσοφικά αποσπάσματα, (μτφ. Λ. Αναγνώστου), Αθήνα: Νήσος, 1996, σσ. 9-10.

[iv] A. Macintyre, After Virtue. A Study in Moral Theory, London: Gerald Duckworth and Co., 1981, σσ. 51-78.

[v] R. Rorty, ‘The continuity between the Enlightenment and “Postmodernism”’, K. Μ. Baker & P. H. Reill (επιμ.), What΄s Left of Enlightenment? A Postmodern Question, Stanford: Stanford University Press, 2001, σσ. 19-36, το παράθεμα βρίσκεται στη σ. 19.

[vi] Finlayson J. G., Χάμπερμας. Όλα όσα πρέπει να γνωρίζετε, (μτφ. Γ. Κωστελέτος), Αθήνα: Ελληνικά Γράμματα, 2006, σσ. 85-86.

 

 

* Η Ελένη Γερούση γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη. Σπούδασε κλασική φιλολογία και φιλοσοφία στο Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων και έκανε τις μεταπτυχιακές της σπουδές στο ΑΠΘ (MSc και PhD στη φιλοσοφία). Εργάζεται στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση ως φιλόλογος και συχνά παρεμβαίνει στον δημόσιο λόγο με ομιλίες και δημοσιεύσεις σχετικές με φιλοσοφικά, λογοτεχνικά και ιστορικά θέματα.

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top