Fractal

«Φτάνεις στο σημείο να κάνεις πράγματα που στο παρελθόν δεν θα τα είχες καν φανταστεί»

Γράφει η Τζίνα Ψάρρη //

 

Λερντ Χαντ «Neverhome», Μετάφραση: Χρήστος Οικονόμου, Εκδόσεις Πόλις

 

«Ήμουν δυνατή, εκείνος όχι, έτσι ήμουν εγώ που πήγα στον πόλεμο για να υπερασπίσω τη Δημοκρατία».

Με αυτή την αφήγηση της Κόνστανς ξεκινά ο συγγραφέας το βιβλίο του, βάζοντας άμεσα και διόλου παθητικά τον αναγνώστη στον πυρήνα της ιστορίας του.

Η Κόνστανς μεταμφιέζεται σε άντρα με το όνομα Ας, εγκαταλείπει τον αγαπημένο της Βαρθολομαίο και το αγρόκτημά τους και κατατάσσεται στον στρατό των Βορείων, την εποχή του αιματηρού εμφύλιου με τους Νότιους.

 

«Ένας από μας έπρεπε να φροντίσει τα κτήματα και ο άλλος έπρεπε να φύγει, και ο ένας ήταν αυτός και ο άλλος ήμουν εγώ. Ήμασταν και οι δύο μικροκαμωμένοι, όμως αυτός ήταν φτιαγμένος από μάλλινη κλωστή κι εγώ από σύρμα… Με την πρώτη ευκαιρία γύριζε την πλάτη και έφευγε, ενώ εγώ δεν έκανα ποτέ, μα ποτέ, πίσω».

 

Με τον φόβο πως θα αποκαλυφθεί η πραγματική της ταυτότητα να είναι πάντα παρών, η Κόνστανς/Ας δουλεύει μέσα στο στρατόπεδο σαν άντρας, εκπαιδεύεται και γράφει γράμματα για πρώτη φορά στη ζωή της, αν και δεν της αρέσει η ανοίκεια αίσθηση που της δημιουργεί η ενασχόλησή της με τις λέξεις, ούτε όμως και η άσχημη πραγματικότητα που καλείται να περιγράψει. Λιγοψυχά, σκέφτεται πως ίσως θα έπρεπε να αποκαλυφθεί για να την στείλουν πίσω στη ζωή της μα συνειδητοποιεί πως «αν δεν έμενα να δω κάποιες μάχες, θα με κυρίευαν για πάντα ο αντίλαλος της λύπης και η οδύνη των τύψεων».

Σύντομα έρχεται η στιγμή που ξεκινά η πορεία της, η κάθοδος προς τον φλεγόμενο Νότο αλλά και η ώρα που για πρώτη φορά πυροβολεί έναν άνθρωπο.

 

«Και τώρα στεκόμουν εκεί. Ήθελα να πιάσω το κεφάλι του νεκρού και να το κρατήσω στην αγκαλιά μου, αλλά δεν το έκανα, αφού ήξερα ότι σκέψεις όπως αυτή ήταν ένα από τα πράγματα που επίσης έπρεπε να μάθω να σκοτώνω. Κάποιοι από τους αντικαταστάτες μας με πείραξαν λίγο, καθώς στάθηκα εκεί μια στιγμή, αλλά δεν τους έδωσα καμία σημασία. Δεν είχαν σκοτώσει κανέναν εκείνο το πρωί. Όταν ο ήλιος ανέβηκε ψηλά, είδα ότι ο νεκρός είχε γαλάζια μάτια».

 

Οι μέρες κυλούν αργά και γίνονται βδομάδες κι ύστερα μήνες, με την Κόνστανς να πολεμά, να φτιάχνει προχώματα, να χτίζει γέφυρες. Ζει στο στρατόπεδο παρέα με Ινδιάνους, Κινέζους, έγχρωμους, «με ανθρώπους από κάθε γωνιά της γης, κάθε μεγέθους και απόχρωσης». Αργά και σταθερά μεταβάλλεται αναγκαστικά σε ένα πλάσμα σκληρό, το οποίο οφείλει να προσαρμοστεί και να αποδεχτεί πως το μυαλό στριφογυρνά σε άλλους δρόμους πλέον, προοικονομώντας τη συνέχεια της αλλόκοτης πραγματικότητας.

 

«Αν σταθείς στη γραμμή με την αστραφτερή μπλε στολή σου, το βρώμικο πρόσωπο και το κεφάλι γεμάτο ψείρες, μετρώντας όλους τους νεκρούς που γνώρισες ενώ δέχεσαι βροχή τις σφαίρες, ο τρόπος που βλέπεις τα πράγματα αλλάζει. Φτάνεις στο σημείο να κάνεις πράγματα που στο παρελθόν δεν θα τα είχες καν φανταστεί».

 

Μόνη της διαφυγή και ανακούφιση μέσα στον ορυμαγδό ενός πολέμου που μοιάζει πότε να κερδίζεται και πότε να χάνεται, η συχνή αλληλογραφία της με τον Βαρθολομαίο, αυτή που αρχικά την ενοχλούσε.

Η Κόνστανς πιάνεται αιχμάλωτη από κοινούς εγκληματίες που μόνο η είσπραξη της αμοιβής από τους αντάρτες τούς ενδιαφέρει αλλά, με τεχνάσματα έξυπνα, καταφέρνει να πάρει για λίγο πίσω την χαμένη της θηλυκότητα και με αυτόν τον τρόπο να ελευθερώσει τους συντρόφους της και τον «Ας» εαυτό της.

Επιστρέφει στην ατέλειωτη πεζοπορία και τα παράδοξα συμβάντα της στρατιωτικής ζωής ώσπου αρχίζει η κόλαση μιας σκληρής μάχης που κρατά μέρες ολόκληρες.

«Τη μέρα μάς χτυπούσαν με όλμους. Από κάποια στιγμή και μετά νόμιζες ότι χιόνιζε χώμα και ψιλές μεταλλικές νιφάδες. Σκότωσαν αρκετούς από τον λόχο μου αλλά ποτέ δεν κατάφεραν να πάρουν το κανόνι όσο το φυλούσαμε εμείς… Σ’ εκείνη την έφοδο έβλεπες το κομμάτι του Νότου που άξιζε να μείνει ζωντανό. Δεν ήταν το κομμάτι όπου οι αφέντες ανάγκαζαν τους σκλάβους να τους ξύνουν την πλάτη και να τους στρώνουν το κρεβάτι…να τους μαστιγώνουν όποτε τους έκανε κέφι. Όχι. Ήταν εκείνοι οι καβαλάρηδες που εφορμούσαν σκυφτοί επάνω στα άλογά τους… σαν ιππότες έμοιαζαν. Κι έμοιαζαν σαν να μην είχαν πρόσωπα μαυρισμένα από το μπαρούτι αλλά να φορούσαν περασμένο στο μανίκι τους το σκουρόχρωμο μαντίλι μιας αρχόντισσας… Κάποιος φώναξε στον Θεό να κατέβει και να τον σκοτώσει. Λαμπύριζαν σκορπισμένοι εδώ κι εκεί, όλοι αυτοί που έκλαιγαν και βογκούσαν…Το βαρύ πυροβολικό ετοιμαζόταν για την καινούργια μέρα. Απαίσιες μυρωδιές πλανιούνταν στον αέρα… Πράγματα που δεν θα έπρεπε ανοιχτούν ποτέ έχασκαν τώρα ορθάνοιχτα».

 

Laird Hunt

 

Η Κόνστανς τραυματίζεται και αναρρώνει στο σπίτι της Νέβα, η οποία αντιλαμβάνεται την αληθινή της ταυτότητα και την περιποιείται. Ώσπου η Νέβα την ερωτεύεται και παρότι η Κόνστανς δείχνει να βολεύεται σ’ αυτόν τον γεμάτο θαλπωρή κόσμο, αποφασίζει να φύγει αφού δεν μπορεί να ανταποκριθεί. Γεμάτη μίσος η Νέβα την καταδίδει ως κατάσκοπο και η Κόνστανς βρίσκεται και πάλι φυλακισμένη σ’ ένα φρενοκομείο της παλιάς εποχής.

Ύστερα από μήνες μαρτυρίου, ο γενναίος Ας εμφανίζεται επιτέλους στην ψυχή της Κόνστανς που καταφέρνει ξανά να το σκάσει. Από την φυλακή, τον πόλεμο και την ίδια της τη συνείδηση.

Σαν άλλος «Οδυσσέας», με διαφορετικά ίσως ιδανικά, παίρνει, ύστερα από δύο ολόκληρα χρόνια, το δρόμο του γυρισμού προς την «Πηνελόπη» που παρέμεινε υπομονετικά στην προσμονή, συντροφιά με λίγους «μνηστήρες», το τέλος των οποίων είναι ήδη προδιαγεγραμμένο, ίσως άδικα, ίσως εξαιτίας παλιότερων αμαρτημάτων. Όλοι τους – πρωταγωνιστές και δευτερεύοντες ήρωες – φτιαγμένοι τελικά από την ίδια στόφα, αυτήν που ευφυώς περιγράφεται με μία φράση του Χαντ.

 

«Ο φόβος θα σε βρει και σένα κάποια μέρα. Θα σε βρει και με τα κόλπα του θα σου τσακίσει την καρδιά».

 

Βιβλίο λιτό χωρίς καθόλου να γίνεται απλοϊκό, ανατρεπτικό, ποιητικό παρά τη βία που αλλοιώνει κάθε βεβαιότητα. Γραφή φλογερή και δυνατή. Η γλώσσα στρωτή, με γλαφυρές περιγραφές πολεμικών στιγμιότυπων και δημιουργία συναρπαστικών εικόνων απέραντης ερημίας, απόγνωσης, ωμής παράνοιας. Τόποι και συναισθήματα, ζωγραφίζονται πότε γλυκά και τρυφερά, πότε σκληρά και έντονα. Εγκιβωτισμοί σοφά δομημένοι, επαναφέρουν στη μνήμη της ηρωίδας το οδυνηρό παρελθόν, σοφή και η επιλογή της πρωτοπρόσωπης αφήγησης η οποία διεισδύει στην καρδιά του αναγνώστη και τον αιχμαλωτίζει, δημιουργώντας άπειρες αναρωτήσεις.

Δεν πρόκειται απλά για ένα ακόμα αντιπολεμικό έργο. Ο συγγραφέας αφηγείται την αέναα αγωνιώδη προσπάθεια του ανθρώπου ν’ αποκτήσει ταυτότητα και αξιοπρεπή αυτοτέλεια, να ανατρέψει την ίδια του την υπόσταση ώσπου να φτάσει στο μεδούλι της ύπαρξής του. Ένα εξαιρετικό μυθιστόρημα, βασισμένο σε πραγματικές επιστολές γυναίκας που πολέμησε ως άντρας, πρωτότυπο και βαθιά συγκινητικό, που δίκαια τιμήθηκε στη Γαλλία με το Μεγάλο Βραβείο Αμερικάνικης Λογοτεχνίας. Ιδιαίτερη μνεία οφείλεται στη μετάφραση του Χρήστου Οικονόμου, ο οποίος κράτησε υποδειγματικά το ύφος, το κλίμα και τον ρυθμό του κειμένου αλλά και στο υπέροχο εξώφυλλο.

Μια φράση που αναφέρεται στο έργο και προέρχεται από την «Επιλογή από τα Εις Εαυτόν» του Μάρκου Αυρηλίου, χαρακτηρίζει κατά τη γνώμη μου ολόκληρο  το έργο, θα μπορούσε να θεωρηθεί η άτυπη αλλά μεστή του μικρή περίληψη:

 

«Της ανθρώπινης ζωής η διάρκεια όσο μια στιγμή, η ουσία της ρευστή, η αίσθηση της θολή, το σώμα από τη σύστασή του έτοιμο να σαπίσει και η ψυχή ένας στρόβιλος, η τύχη άδηλη, η δόξα αβέβαιη».

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top