Fractal

Διήγημα: “Η ορθογραφία του σταχυού”

Γράφει η Ιωάννα Μαρία Νικολακάκη //

 

 

 

 

Το σχολείο μας πάταγε στα πέλαγα. Ούτε γαλότσες, ούτε τίποτα: οι τοίχοι του βουλιάζαν αξυπόλυτοι στις άμμους των βυθών, κι εκεί δανά γλυκόβραζαν μέρα-νύχτα μέσα στ’ αλατοζούμι1 του Ιονίου. Χτισμένο ίσα-ίσα πάνω στα ριζά μιας πλαγιάς μούχλικης2, πέτσινης και καμένης, γιομάτης βότσαλα ανθρακένια, φουντίτσες χορτάρι και παπαρούνες ολοκόκκινες, έδινε το παρών μέσα σε μια νησιωτική φύση δωρική -που ούτε έδινε, μα ούτε και ζήταγε τίποτα από κανέναν. Εξάλλου, αυτό θα πει αυτοδιάθεση του ελληνικού τοπίου: να ‘χει το κάθε μέρος τη δική του ταυτότητα, τα δικά του όρια, χρώματα και φως. Οι παπαρούνες του συγκεκριμένου λόφου ειδικά, ήτανε άλλο πράμα. Ξεπήδαγαν μια-μια απ’ τους πόρους της γης και τύλιγαν όλες μαζί  σαν ματωμένη πασμίνα το χώμα, από τα κορφοβούνια του νησιού μέχρι τα Κρόταλα της θάλασσας. Το νησάκι μας λεγόταν Αλατερή3, κι ήταν μια ψιλούτσικη σκελίδα γης ριγμένη με φροντίδα και χάρη μέσα στο Ιόνιο, κατά Πελοπόννησο μεριά. Και Κρόταλα της θάλασσας λέγαμε με τα παιδιά της τάξης μου μια συστάδα βράχια στην ανατολική μεριά του νησιού. Τα ‘χαμε βαφτισμένα έτσι, γιατί έχουνε σχήμα κούφιο, και κάθε που έμπαινε μέσα τους το κύμα-πλαφ!, βγάζαν έναν ήχο εκλεκτό και μετάλλινο σα μουσικά πιθάρια. Παραδίπλα σε κάτι κουφαλίτσες, μια χούφτα γλάροι -μάστορες σπουδαίοι- είχανε φτιάξει τώρα τελευταία και κάτι εξαίσιες φωλιές από ξερόκλαδα και πετραδάκια για να νταντεύουν μέσα τα μωρά τους τα γλαρόπουλα, και να τούς μάθουν να ψαρεύουν μοναχά τους αύριο-μεθαύριο το φαΐ, αθερίνες και γαυράκια, ζωντανά, σπαρταριστά. Κι έτσι, βουνοπλαγιά, Κρόταλα και γλάροι -συμπλήρωναν όλα όσα χρειαζόμαστε την εποχή εκείνη για να διαβούμε την παιδική μας ηλικία με δροσεράδα, γαλήνη και χαρά.

Σαν εκείνα ‘κει τα γλαρόπουλα μαθαίναμε κι εμείς τη ζωή, στο σχολείο μας: ένα τετράγωνο πέτρινο παραθαλάσσιο φρούριο όλο σκαλιά, ξύλινα παράθυρα περασμένα λαδομπογιά, και βιβλία. Βιβλία να δουν τα μάτια σου! Κάθε τάξη είχε τη βιβλιοθηκούλα της. Και κάθε βιβλιοθηκούλα είχε μέσα στην τετράγωνη κοιλιά της ντάνες-ντάνες από σαρακοφαγωμένους θησαυρούς με κίτρινες γαριασμένες σελίδες, Παπαδιαμάντης, Κόντογλου, Ελύτης, Λουντέμης, Βρεττάκος, Βάρναλης, Καρυωτάκης. Έχουμε φέτος στη Β΄ Τάξη κι ένα δάσκαλο, μάλαμα σκέτο. Παπαναστασίου Θωμάς είναι τ’ όνομά του, ένας γιγαντάνθρωπος μέχρι εκεί απάνου με μόνιμα διπλογυριστά μανίκια και πουκάμισα τέντα κολλαριστά, καταγωγή από Πρέβεζα, ετών σαρανταφεύγα. Τούτος ο άνθρωπος λοιπόν, απ’ όλα τα μαθήματα που ‘μας κάνει, τού αρέσει πιο πολύ η γλώσσα: Βράδυ, δάκρυ, στάχυ, δίχτυ, δόρυ, οξύ: όλες αυτές οι λέξεις, αγαπητά μου παιδιά, θέλουνε κυπελάκι στο τέλος κι όχι μπαστουνάκι, έλεγε και ξανάλεγε μια μέρα, και σουλάτσερνε πάνω-κάτω στην έδρα χτυπώντας τα φτενά τετράγωνα τακούνια του στα γδαρμένα μωσαϊκά. Ανοίγαμε κι εμείς τη Γραμματική μας, μια γραμματική του Τριανταφυλλίδη κούτσικη και γαλάζια τόσο, που ‘λεγες πως ο εκδότης θα ‘χε ξεβάψει τρεις θάλασσες μόνο για να μπογιατίσει το εξώφυλλό της. Και προσπαθούσαμε να καταλάβουμε ότι ύψιλον είν’ το κυπελάκι και γιώτα το μπαστουνάκι.

-Με ύψιλον λοιπόν στο τέλος, το στάχυ. Όχι με γιώτα, σαν τα υπόλοιπα ουδέτερα. Το καταλάβατε ή να το ξαναπώ;

-Το καταλάβαμε, κύριε.

Καλά μέχρι εδώ, πάμε τώρα και στα ρήματα, λέει, θα σάς ξεκινήσω πρώτα από τ’ αρχαία, να τα μαθαίνετε νωρίς-νωρίς. Κι αρπάχνει απ’ το περβάζι του πίνακα μια μισοσπασμένη κιμωλία, κι αρχινάει τα τιμάω-τιμῶ, ποιέω-ποιῶ, δηλόω-δηλῶ. Ωραία μας τα ‘λεγε, είχε μεταδοτικότητα τρομάρα του -που πα’ να πει ευκολία στο να τόν καταλαβαίνεις. Όμως εμένα, ο νους μου είχε μείνει ακόμα στο στάχυ.

-Κουραστήκατε.

-Όχι, κύριε. Συνεχίστε.

-Τι όχι, αφού σάς βλέπω. Να εδώ, η πρώτη σειρά κοντεύει να κοιμηθεί. Κι οι υπόλοιποι εκεί πίσω τόση ώρα με το κουβεντολόι και τα χάχανα, μού ‘χετε πάρει το κεφάλι. Χριστινιώ; Εσύ, παιδί μου, πάλι αφαιρέθηκες; Μια μαθήτρια είχα κι εγώ που αγαπούσε τη γραμματική, και τώρα…

-Όχι, κύριε. Γιατί; Και τ’ άλλα παιδιά τήν αγαπάνε. Απλά εγώ ίσως τή νιώθω λίγο παραπάνω.

Χτύπησε το κουδούνι, βγήκε όλη η τάξη στο προαύλιο βολίδα. Έμεινα μόνη μου με το δάσκαλο. Με φώναξε να πάω στην έδρα. Τι εννοούσες πριν, μού λέει, ότι τη γραμματική τη νιώθεις. Δεν ήξερα τι να τού πω. Έβαλε τότε τα γέλια, ξάνοιξαν πάνω απ’ τα χείλια του κάτι μουστάκες -σαν κατσίμαυρες4 ουρές παγωνιών, και φάνηκαν από μέσα δυό σιριτάκια δόντια κάτασπρα.

-Τότε θα μού το γράψεις.

-Να σάς γράψω τι;

-Όταν θα μπορείς να βάλεις σε λέξεις αυτό που εννοούσες πριν, θέλω να μού το γράψεις και να το φέρεις να το διαβάσουμε στην τάξη. Εντάξει, Χριστίνα μου;

Τού έγνεψα ναι. Γιατί εγώ τις λέξεις τις αγαπούσα τόσο, που -Θεούλη μου!- κάθε φορά που μού λέγανε γράψε, γιόμιζε η καρδιά μου λαχτάρα. Όχι πως ήμουν ορθογράφος, κάθε άλλο. Τα μάτια τού βγαίνανε του κακομοίρη του κυρίου Θωμά, κάθε φορά που έπιανε στα χέρια του γραπτά μου. Αλλά να. Τις σεβόμουνα τις λέξεις. Τις λέξεις τις ελληνικές, τις δοσμένες απλόχερα από τον κάθε κύριο Θωμά στο παιδί του απλού κοσμάκη, στο παιδί του χτίστη, του μανάβη, του μπακάλη, του περιπτερά. Και δίνοντας μάς λέξεις, στην ουσία ο κάθε δάσκαλος μάς έδινε πολεμοφόδια, γιατί ο λόγος κουβαλάει πάνω του δύναμη, κουβαλάει ζωή. Το στάχυ, για παράδειγμα. Έτσι όπως γράφεται και διαβάζεται, έχει από μόνο του μια γοητεία. Και μόνο τη λέξη να προφέρεις, σκάει μέσα σου η ευωδιά του χρυσάχνιστου5 χόρτου: σκίζεται το χάρτινο κέλυφος του σπόρου και να πνίγετ’ η μέρα σου στο φως. Το στάχυ λοιπόν -όπως ξέρουμε όλοι- μαζεύεται από τα λιβάδια, ξεδιαλέγεται, ύστερα ο σπόρος του αλέθεται, ζυμώνεται και δίνει το ψωμί. Το ψωμί το καλό, το απαλό, το φρέσκο. Που τού μαδάς την κόρα και ξεχύνουνται από μέσα -σαν τους αφρούς της θάλασσας- οι άσπρες ψίχες σε θρουλιά6, θρουλάκια6 μαλακά, πανάλαφρα που τρέφουνε το σώμα του ανθρώπου. Και άρτος καρδίαν ανθρώπου στηρίζει, λέει το Ευαγγέλιο. Το ψωμί λοιπόν, που το ‘δωκε ο Θεός στον άνθρωπο για να τρώει και να στηρίζεται η ύπαρξή του, να δυναμώνουν τα κόκκαλα και το δέρμα και τα νύχια και τα μαλλιά του, βγαίνει από ένα τοσοδά χρυσό σποράκι -το στάρι-, που μέσα στη φύση, το βρίσκουμε κουκουλωμένο με κάτι άγριες τρίχες σκληρούτσικες, και στερεωμένο σ’ ένα μακρύ χρυσό κοτσάνι -το στάχυ. Τέτοια χρυσά σποράκια που καπελώνουν τα στάχυα, τα βλέπεις στους σιτοβολώνες των πεδινών χωριών με το τσουβάλι, κι οι αγρότες τα ‘χουνε για μαλάματα -και με το δίκιο τους, γιατί από το στάρι δε βγαίνει μόνο το ψωμί: βγαίνουνε κι ένα εκατομμύριο άλλα καλούδια, πίτες και κουλούρια και γλυκά, που τα μοσχοπουλάν οι φουρνάρηδες κι οι ζαχαροπλάστες κι αρωματίζονται οι αιθέρες των πόλεων με μυρουδιές λαχταριστές, συγνεφένιες.

Όμως, νά ένα παράξενο: σήμερα, τρώμε το ψωμί και ξεχνάμε το στάχυ. Το στάχυ εκείνο που ο κυρ-κάποιος ο δάσκαλος, στα βάθη του όποιου Δημοτικού, μάλλιαζε η γλώσσα του να μάς μάθει ότι γράφεται με κυπελάκι κι όχι με μπαστουνάκι, ούτε που μάς περνάει σήμερα απ’ το μυαλό να πάμε σ’ έναν κάμπο -καλοκαίρι- να το κόψουμε απ’ το κοτσάνι του, να το ιδούμε από κοντά, τα χρώματα, τα σχήματα, τις αγριάδες και τις λοξές του τις γραμμές, να το μυρίσουμε, να το βάλουμε στα μαλλιά περασιά, να το φιλήσουμε. Γιατί, απ’ αυτό το τοσοδά σποράκι βγαίνει ο κόσμος όλος.

Αυτό το σποράκι ευλόγησε κι ο χρυσός μου ο Θεός (ίσως να το ευλόγησε ακριβώς γιατί Τού μοιάζει στο χρώμα, χρυσό κι αυτό σαν αποτύπωμα της δόξας Του) όταν κατέβηκε σ’ αυτή τη γη, φτωχούτσικος και μαλαματένιος, αγαλμάτινος και γαλατένιος, όμορφος, απαλός, γλυκός, τρυφερός, γαλήνιος, που όλα του κόσμου τα καλά κι ακόμα περισσότερα είχε σ’ εκείνα τα δυό καλοζύμωτά μάτια Του. Ευλόγησε λοιπόν το ψωμί, και δίπλα ευλόγησε και το καλάθι με τα ψάρια. Και χόρτασε λέει ο λαός, και εξ αυτών πεντακισχιλίους άνδρας χορτάσας, κι έφαγαν και κάναν το σταυρό τους και δόξαζαν τον Κύριο, τον Κύριο με τη γλυκιά, την αέρινη και τρυφερή μορφή, τον Κύριο με τα λίγα λόγια και την πανάκριβή καρδιά, τον Κύριο που και τι δε χάρισε στον άνθρωπο, και τι δεν τού ‘δωσε, πάρε παιδί μου να ζεις -σα να τού ‘πε, πάρε παιδί μου να ‘χεις να τρως, να μοιράζεσαι, πάρε παιδί μου να ‘χεις να χαίρεσαι με τ’ άλλα τα παιδιά μου, και να θυμάσαι πάντα Ποιός στα δίνει, Ποιός σε τρέφει, Ποιός σε ντύνει, Ποιός σε ζει, κι άλλο τίποτα δε σου ζητώ παρά να Με γνωρίζεις σαν πατέρα και Θεό σου, και λίγο-λιγουλάκι να μ’ αγαπάς.

Αυτά δε μας τα ‘πες όμως, κυρ’ δάσκαλε του Δημοτικού. Ή μάλλον: μας τα ‘πες -αλλά κάπως μπερδεμένα. Όλο μπουρ μπουρ μπουρ… και το υπουργείο έβαλε μέσα τις τάδε σελίδες, και μπουρ μπουρ μπουρ.. Πες τα μας κυρ’ δάσκαλε απλά! Τι μας έχεις και μας πιλατεύεις τόσο καιρό, με σελίδες και παραγράφους! Μίλησε μας για την ομορφιά που ‘χε όταν περπάτησε στον κόσμο αυτό ο Χριστούλης. Πως είχε τόση απεραντοσύνη, τόσο μπαμπάκι καλοσύνης μέσα σ’ εκείνα τα θεόρατα κρυσταλλανθρώπινά7 Του μάτια. Πες μας, κυρ-δάσκαλε, πώς ήτανε η φωνή του Χριστού. Πες μας τι λουλούδια μύριζαν στα μαλλάκια Του, και τι διαμάντια στάζαν από τα πόδια Του όταν περπατούσε ήσυχα ανάμεσα στους ανθρώπους. Πες μας, κυρ δάσκαλε, τι όμορφο βρήκε ο Χριστούλης στα προβατάκια και τα πήρε με το μέρος Του, και στις παραβολές Του όλο για δαύτα έλεγε, και τον εαυτό Του Αμνό του Θεού τον λογάριαζε. Πες μας, κυρ δάσκαλε, για την ομορφιά που υπάρχει στο τίποτα. Πες μας γιατί ο Χριστός αγαπούσε τόσο τους φτωχούς. Γιατί αγαπούσε τους άρρωστους, τους μόνους, τους βασανισμένους, τους ξεγραμμένους από τον κόσμο τούτο -με βάση το φρόνημα των πολλών. Πες μας γιατί οι περισσότεροί Του Άγιοι δεν είχανε σπίτι, ρούχα, φαγητό, φίλους, συγγενείς. Γιατί οι Άγιοι δεν είχαν αποκούμπι παρά μόνο τη μορφή Σου στις εικόνες, κι όλο σωπαίνανε και λάμπανε και κάνανε πράξεις καλές. Πες μας, κυρ δάσκαλε, πόση δύναμη κρύβει το ξημέρωμα το ελληνικό, το γνήσιο, το ροδοπετάλινο8, κάτι Κυριακές του Δόξα Σοι το δείξαντι το φως, σε κάποιο ξωκλήσι πέτρινο με θολωτά παράθυρα, που ένας παππουλάκος μαχμουρλής με το ράσο τριμμένο και το χέρι τρεμάμενο θυμιατίζει τις παμπάλαιες εικόνες, τις χιλιοφιλημένες, τις χιλιοδόξαστες και φτάνει η μυρουδιά απ’ τα λεμονόφυλλα του θυμιατού ως έξω στα λιβάδια, στους αγρούς, στη θάλασσα. Πες μας, κυρ’ δάσκαλε, για την ομορφιά της Παναγίας. Τι έχουν απάνω τα χεράκια Της και βγάνουν τόση γλύκα, τόση δροσιά και φως. Από τι μετάξια και νερά κρυστάλλινα κι αλάτια του βυθού εκλεκτά είναι καμωμένο το αγνό, θησαυρινό9 Της πρόσωπο. Πόσες χιλιάδες στάλες μύρου σταλαγματώνουν τα μανίκια Της, και ποιοι γαλαξίες πέφτουν και Την προσκυνούν τις νύχτες με πανσέληνο. Ποια πέλαγα Τη ντύνουν τις καθημερνές, και ποιές στεριές Την προϋπαντούν στις μεγάλες γιορτές -όταν λαός κι κλήρος περιφέρει τις εικόνες Της μες στα καλόδρομα10 σοκάκια με βάγια, με τριαντάφυλλα, με δάκρυα, με σταυρουδάκια ραμμένα στο πέτο και στην καρδιά. Ποια περιστέρια Τής κεντάνε τους χιτώνες με κλωστές αθάνατες, και ποια χελιδόνια Τής στερεώνουν γιασεμάκια ελπίδας στα μαλλιά. Και πες μας, κυρ’ δάσκαλε, γιατί κάθε Κυριακή πρωί η Παναγία στολίζεται με τ’ ακριβά Της τα βελούδα. Γιατί χαμογελά έτσι σαν άστρο αλάξευτο, μοσκοβολά σαν ήλιος και μάς περιμένει στο ναό, εμένα, εσένα, όλους, έναν-προς έναν, να μάς φιλήσει τα κεφαλάκια, μαζί με το μικρό Χριστούλη που βαστά, και να μάς αγκαλιάσει.

Μίλα, κυρ δάσκαλε.

Μίλα μας για τις στρατόσφαιρες, τις λιθοσφαιρικές πλάκες, για την περιπλοκότητα του κόσμου τούτου. Για τα συνημίτονα και τις περισπωμένες, τα συμβούλια, τις συνθήκες και τις συσκέψεις, τα γραφήματα και τους λογαρίθμους, τις χρονολογίες και τις ανασκαφές, τα επίθετα και τα επιρρήματα, τα ασβέστια, τα μαγνήσια και τα τροχιακά.

Για όλα πες μας: θα μας χρειαστούν μεθαύριο που θα μεγαλώσουμε. Το ξέρω.

Μα μίλα μας και για Κείνον που τα ‘φτιαξε όλα αυτά.

Να μην Τού  πούμε ένα μπράβο, ένα ευχαριστώ; Αφού είμαστε παιδιά καλά, κατά βάθος. Όλοι είμαστε καλά παιδιά. Πλην ελαχίστων εξαιρέσεων βεβαίως, που από την τυφλαμάρα μας δε βλέπουμε εμπρός μας, οι υπόλοιποι είμαστε παιδιά καλά– να πάρ’ η ευχή να πάρει.

Πόσο καλά παιδιά είμαστε;

Ε, τι να σού πω τώρα, κυρ-δάσκαλε.

Τριάντα δύο παιδιά είμαστε εδώ μέσα: δε θα ‘βρεις ούτε έναν, που γράφει το στάχυ σου με γιώτα.

Λίγο είναι, θαρρείς;

 

—————————————————————————————————————————–

  1. αλατοζούμι: ζουμί από αλάτι και νερό, δηλαδή θαλασσόνερο.
  2. μούχλικη: μουχλιασμένη, και συνεκδοχικά: πλαγιά που το χώμα της ήταν ιδιαίτερα εύθρυπτο και επιρρεπές σε κατολισθήσεις λόγω της υγρασίας.
  3. Αλατερή: Το όνομα του νησιού είναι βγαλμένο από τη φαντασία, και περιγράφει ένα υποθετικό νησάκι του Ιονίου, στο οποίο είναι χτισμένο το σχολείο της Χριστίνας (του κοριτσιού που μιλάει εδώ σε α΄ ενικό πρόσωπο). Η λέξη «Αλατερή» θυμίζει επίτηδες το επιτραπέζιο αλάτι (επομένως και τη θάλασσα από την οποία παράγεται), και συμβολίζει τη μεγάλη περιεκτικότητα των πετρωμάτων του νησιού σε άλατα.
  4. κατσίμαυρες: κατάμαυρες
  5. χρυσάχνιστου: είναι σύνθετη λέξη, από το επίθετο χρυσός και το επίθετο αχνιστός. Περιγράφει με λεπτομέρεια την όψη που έχει ένα στάχυ, τη στιγμή που σκάνε τα φύλλα του για να βγει από μέσα το στάρι. Το στάρι που βγαίνει από μέσα έχει χρώμα χρυσό, και στον αέρα -την ώρα εκείνη- εξατμίζεται μια γλυκιά σκόνη που προέρχεται από το σπάσιμο των φύλλων και μοιάζει σαν ατμός, σαν άχνισμα.
  6. θρουλιά, θρουλάκια (κρητική διάλεκτος): ψίχουλα, ψιχουλάκια
  7. κρυσταλλανθρώπινά: είναι σύνθετη λέξη, από το ουσιαστικό κρύσταλλο και το επίθετο ανθρωπινός. Περιγράφει την όψη που έχουν τα μάτια του Χριστού στις περισσότερες Αγιογραφίες, Εικόνες και Τοιχογραφίες της εκκλησίας, που είναι -ναι μεν ανθρώπινα, αλλά και λάμποντα σαν κρύσταλλα.
  8. ροδοπετάλινο: με χρώμα ροδαλό, σαν από πέταλο τριαντάφυλλου
  9. θησαυρινό: με όψη πανάκριβου θησαυρού
  10. καλόδρομα: είναι σύνθετη λέξη, από το επίθετο καλός και το ουσιαστικό δρόμος. Περιγράφει τα σοκάκια που βαδίζονται καλά, δηλαδή ευνοϊκά. Και συνεκδοχικά: τα σοκάκια που βαδίζονται χωρίς κακοτοπιές, με τη χάρη της Παναγίας.

 

 

Ετικέτες:
ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top