Fractal

Από “λύκος της στέππας”, αστικός χρυσαετός

Από τον Κωνσταντίνο Μπούρα // *

 

Αντώνης Καβούρης, «Η νεράιδα και ο φτερωτός λύκος / The Fairy and the Winged Wolf», με φωτογραφίες του ιδίου από τη σειρά Dark Side of Delight, αγγλική μετάφραση από τον Γιώργο Α. Παπαδάκη, εκδόσεις ΟΔΟΣ ΠΑΝΟΣ, Αθήνα 2020, σελ. 40.

 

Και περπατούσαν στα λημέρια, του έρωτα τα περιδέραια, συνάντηση κι από την αρχή, η ιστορία καταλήγει τραγική. Αφού τους χώρισε η φατρία, των ξωτικών παρηγοριά. Δεν ήταν ούτε άνθρωπος, ούτε θεριό, ούτε αερικό όπως εμείς για να βαστά στην αγκαλιά, μια παρθένα με φτερά. Του δώσανε όμως να την έχει, κάθε που η άνοιξη απέχει, στον τόπο, που τα ξωτικά λείπουν. Γιατί εκεί είναι μέρος χωρίς προστριβές, μόνο για τους νεκρούς τους εραστές, στα σύνορα της απραξίας. Στα σύνορα, που χωρίζουν τους ανθρώπους από τα θεριά.

Μία βαριά, πολύ βαριά ερμηνεία, για όλη αυτή την ιστορία. Κι άμα σας γεννά απορία, να αποταθείτε στην Πυθία. Δεν θα τη βρείτε μακριά˙ αν και γνωρίζει από αυτά, θα τα κρατάει μυστικά. Θα τα διδάσκει σε παιδιά, με παραμύθια ερωτικά. Αυτά ηχούν σε αυτά τα μέρη, κι άνθρωπος δεν περιμένει, να τα πιστέψει όλα αυτά, άρχισε πάλι τα λολά.

Κι εγώ να φύγω σιωπηλός, τι να πιστέψω απ’ όλα αυτά, μου φάνηκαν τρέλα, μουρλά. Στον δρόμο της επιστροφής, θα τα σκεφτώ, να με χαρείς, μη με κρατείς στον πηγαιμό στην πόλη, θα έχεις τον χρόνο σου. Σκέψου και κράτα ό,τι θες, νυχτώνει, η ιδέα και μόνο τελείως με αποδιοργανώνει. Άσε που δεν πιστεύω εγώ στα ξωτικά, μου έλεγε μια τρελή μουριά. Τη συνάντησα τυχαία, ενώ περπάταγα μοιραία, λίγο πιο έξω από το χωριό, στα όρια, που χωρίζουν τα θεριά από τους ανθρώπους.

Έτσι τελειώνει αυτή η παραμυθία μιας ψυχής κουρασμένης από τον καταιγισμό των εικόνων, από των παφλασμό των ήχων που δεν συνθέτουν μία αρμονία ουρανία, μία μελωδία έστω, γιατί έγινε η ζωή μας πεζοί κι οι ποιητές αλλόκοτοι σαν τα ξωτικά. Ή μήπως ήταν ανέκαθεν έτσι; Ποιος ξέρει; Όσο κι αν έχουμε φτερά η φαντασία μας γνωρίζει τους περιορισμούς της Λογικής. Ο πραγματισμός και ο ρασιοναλισμός (η νοησιαρχία, ελληνιστί) μας στέρησαν την μαγεία, που απολαμβάνουν ελεύθερα τα παιδιά, οι ποιητές και οι τρελοί.

Όμως πώς αρχίζει αυτή η ονειροφαντασία; Δύο βιβλία πριν, όταν ο ποιητής και εικαστικός καλλιτέχνης Αντώνης Καβούρης αποφασίζει να σπάσει την εικονική σιωπή του κι από “λύκος της στέππας” να γίνει αστικός χρυσαετός.

“27 Αμαρτήματα του Λόγου”, η πρώτη του ποιητική συλλογή από τις εκδόσεις Οδός Πανός, εργοτάξιον και φυτώριον εξαιρετικών αισθημάτων και ιδιαιτέρων προσώπων, πάντα.

Από εκείνο το πρώτο επινοημένο, αλλά διόλου απονενοημένο ποιητικό διάβημα διαλέγω το χαρακτηριστικό απόσπασμα:

Ανώμαλη προσγείωση

Η ηδονή και ο φθόνος

Το πάθος και η καταστολή

Ο ανόργανος βίος και ο ευνουχισμός

Το σκοτάδι και η ανοησία

Η ένταση και η ευδαιμονία

Το ιδεώδες και η εκσπερμάτιση

Ξέρετε, οι ανθολογήσεις μας είναι κλειδιά, που ανοίγουν κάθε φορά και άλλες πόρτες, ανάλογα με τη διάθεση της στιγμής και της χωροχρονικές διακυμάνσεις.

 

Αντώνης Καβούρης

 

Όμως ας επανέλθουμε στο φετινό του απόσταγμα. Ρυθμικότητα τεχνηέντως παραλλαγμένη, πεζότητα λελογισμένη, πτητικότητα μετρημένη με την αναλογία ενός σοφού αλχημιστή του λόγου και της εικόνας.

Ας δούμε κλείνοντας πώς αρχίζει ετούτο το άκρως σαγηνευτικό κινηματογραφικό παραμύθι, εκεί που σμίγει ο ποιητικός ρεαλισμός με την υπερ-ρεαλισμό και τον διαχρονικό πραγματισμό των παραμυθιών, που είναι πάντα εύστοχα, όταν έγκυα είναι από την αλλοτριωμένη αθωότητα της περιδιάβασης ενός κόσμου πωρωμένου από το μεθύσι της Ύλης, σε πείσμα του ήλιου που σαπίζει ό,τι αγγίζει, για να θυμηθούμε τον σαιξπηρικό “Άμλετ”.

Περπάταγε, ώρες ολάκερες μέσα στην πάχνη του καιρού, πατήματα απαλά, βιαστικά καμιά φορά. Είχαν περάσει χρόνια από τότε που ξεκίνησε αυτό το κυνηγητό, δεν είχε ξαποστάσει ποτέ, αφού γεννήθηκε στα δάση, όπου έμελλε να επιστρέψει. Μεσήλικας πλέον, με της σοφίας την πρωταρχική γεύση στο στόμα, συντροφιά με της σαρκός και την αποδημητική τόλμη της νιότης να του επιτρέπει πια τον ξεπεσμό της ανακούφισης του ύπνου. Δεν το τολμά ακόμη, ξέρει.

Εκεί κάπου είχε γεννηθεί, λίγο πιο κάτω από τα σύνορα των αγριμιών και των ανθρώπων, αφού η μήτηρ του ήτανε λύκος και ο πατέρας του κάπου στη μέση. Διώχθηκαν από τα άγρια δάση, όσο τουλάχιστον για να κρατήσει η γέννα, πολύ δυσνόητος τοκετός με αρκετή αιμορραγία, αφού εμπόδιζαν τη μήτρα τα φτερά. Και υγιέστατο σαν βγήκε, από το δύσκολο ταξίδι του στα σπλάχνα και αφού η μήτηρ του βαστούσε αρκετά καλά, του δίδαξε τροφή να αναζητάει και με τη μιας του ξενιτιά. Αφού δεν θα έβρισκε πότε του τόπο, τον θάνατο να αποτρέψει, τον έβαλε να ταξιδεύει και για ευχή του έδωσε ποτέ του να μη σταματά.

Έμαθε να περπατάει βιαστικά, έμαθε να τρώει βιαστικά, έμαθε να κοιτάζει αρπακτικά, έμαθε να κρύβεται τη μέρα και με το δειλινό να συνεχίζει, και κάθε μέρα να ξαναρχίζει, αφού για εκείνον το λυκόφως ἐστίν αρχή. Γι’ αυτόν το βγάλανε έτσι. Η μόνη προσμονή να βγει μέσα από της γης τα σπλάχνα λίγο πριν από της νύχτας τη σκιά, ατένισμα σε ό,τι χάνει, μονάχα για να προχωρά. Και η γης απλόχερα του πρόσφερε τη θέρμη, τόσο όσο για να επιβιώσει, να μην αναπαύεται πότε, γιατί αν τον βρούνε τερματίζει. Το θλιβερό, παιδί ακόμη, της φύσης.

Ανακαλύψτε αυτόν τον εικαστικό λογοτέχνη. Εικονοποιήματα τα έργα του συμπυκνωμένης ενάργειας κι ευστοχίας απαράμιλλης.

Με θαυμασμό και μετά Λόγου Γνώσεως,

 

 

* Ο Δρ Κωνσταντίνος Μπούρας είναι ποιητής, θεατρολόγος και κριτικός (www.konstantinosbouras.gr)

 

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top