Fractal

Διήγημα: “Κρέμασα την κάπα”

Της Ιωάννας Κορδοπάτη // *

 

 

– …Και τι καιρός ήταν θείε; Χειμώνας ε;

– Ξημέρωνε η Παραμονή των Χριστουγέννων.

– Κρύο, φαντάζομαι, θείε Κωστή..

– Είναι μωρέ παιδί μου ποτέ ο καιρός εμπόδιο; Σας ακούω και απορώ εσάς τους σημερινούς. Όλα μα όλα σας ενοχλούν :κρύο, ζέστη, αέρας, βροχή! Όλοι οι καιροί είναι βοηθοί άμα το θες. Κάνει κρύο; Ε… τρέχεις γρηγορότερα. Ζέστη έχει; Ακόμα καλύτερα: απέραντος γίνεται ο κόσμος και κοιμάσαι όπου βρεις. Αέρας; Ωραία που σε σπρώχνει, αν πας προς τη μεριά του! Είσαι ελαφρύς σαν πούπουλο. Βροχή; Καθαριότητα, πάστρα. Λαμποκοπάνε όλα μετά.

– Για πες θείε, ξεκίνα!

– Ε, να ξημέρωμα ήταν. Να βιαστώ ,σκέφτηκα, πριν ανοίξουν οι φεγγίτες. Ρίχνω αναρριχτά την κάπα στους ώμους. Ξεροβήχει ο γέρος μου από μέσα. Τον ακούω να με ρωτάει: «Ποιος πάει στα πράματα σήμερα»; «Εγώ πατέρα, ο Κωστής, άσε τους μικρούς να κοιμηθούν λιγάκι», βιάζομαι να του απαντήσω. Σηκώνω, που λες, το μάνταλο και βγαίνω. Μια παγωνιά με πήρα αμέσως απ΄ το πρόσωπο και ξύπνησα για τα καλά. Ομίχλη δε; Στα πέντε μέτρα ζήτημα να έβλεπες! Στα δεξιά μου πέρα ήταν το μαντρί. Κοιτάω αριστερά, προς το δρόμο. Τεντώνω τα αυτιά να ακούσω. Άχνα ,τίποτα, κανείς!

Βγάζω την κάπα απ΄ τους ώμους. Κάνω να την αφήσω κάτω. Βλέπω το χοντρό καρφί στον τοίχο του σπιτιού. Εκεί κρεμόντουσαν το καλοκαίρι σκόρδα, κρεμμύδια, καλαμπόκια, ό,τι υπήρχε. Κρέμασα την κάπα! Πήρα τον κατήφορο. Τροχάδην και ας μην έβλεπα καλά –καλά. Τα πόδια γνωρίζανε το χώμα, την κάθε πέτρα με το όνομα της. Λοιπόν τώρα το κατάλαβα: Πιο καλά ξέραμε τις πέτρες παρά τους ανθρώπους στο χωριό. Τις πέτρες και τα πράματα. Οι άνθρωποι ήταν σαν φαντάσματα περαστικά. Αλλά αιώνιες οι πέτρες και ατέλειωτα τα πράματα.

Έτσι, σα φαντάσματα με τις μαύρες κάπες τριγυρίζαμε στον τόπο μας. Άχαρος τόπος και σκληρός. Κουκουλωμένοι με τις κάπες, άγνωστοι και στον εαυτό μας ακόμη! Ποιος σαλαγάει σήμερα, ποιος αύριο, πως τον λένε, τι ζητάει, που πονάει δεν είχε σημασία καμιά.

Σκεφτόμουνα, πως δεν ήμασταν άνθρωποι εμείς. Εγώ, δηλαδή, ο παππούς σου, ο πατέρας σου, οι μπαρμπάδες σου, οι χωριανοί όλοι. Ήμασταν οι κατάρες οι άδικες που εξορίστηκαν στα όρη, στα άγρια βουνά. Ό,τι φοβούνται οι άνθρωποι σε άλλους τόπους, ό,τι θέλουν να αποφύγουν οι άνθρωποι που τους αγαπάει ο Θεός, έρχεται και ριζώνει εδώ σε τούτα τα βουνά. Φοράμε σαν ρούχο αυτή την κατάρα, τη ζωή μας, σαν κάπα βαριά και ασήκωτη.

Ε, αυτή την κάπα εγώ την κρέμασα νωρίς παιδί μου! Δυο ώρες αργότερα-γιατί πήγαινα γρήγορα, τα πόδια στο κεφάλι- έφτασα κάτω. Ακουγότανε το τρένο, έφτανε. Άλλος κανείς. Μέχρι να σταματήσει μπροστά μου όμως, η καρδιά μου πήγαινε να σπάσει. Άπλωσα το ξυλιασμένο χέρι μου και έπιασα το χερούλι. Άνοιξα. Πήδηξα μέσα. Ε, τα άλλα τα ξέρεις…

-Άξιζε τον κόπο θείε;

-Άντε πάλι! Μπακάλης έπρεπε να γίνεις εσύ Σωτήρη, όχι δάσκαλος. Όλα με το ζύγι τα μετράς. Κρίμα τα γράμματα! Τι θα πει «άξιζε τον κόπο»; Που θες να ξέρω; Υπάρχουν και καλύτερες ζωές, λένε, μα δεν τις έζησα. Μόνο τη δική μου γνωρίζω. Ήξερα, τι δεν θέλω. Αυτό είναι αρκετό καμιά φορά. Για αυτό σου λέω, παράτα τα όλα και έλα κοντά μου. Κόσμο, δουλειές, μπλεξίματα, από όλα έχει εδώ.

-Φοβάμαι θείε. Δεν είμαι για αλλαγές εγώ.

-Τι φοβάσαι βρε; Εγώ μια κάπα είχα όλη και όλη και αυτή την κρέμασα. Κι εσύ που ξέρεις και γράμματα… Κρίμα!

 

 

* H Ιωάννα Κορδοπάτη γεννήθηκε στη Θήβα που θα ήταν απλώς και μόνο μια επαρχιακή πόλη, αν δεν ήταν η γη του μύθου.

 

 

Ετικέτες:
ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top