Fractal

Η «γλώσσα», ο «νους» του Θεού και η αρχή των πάντων

Γράφει ο Μύρων Ζαχαράκης //

 

 

 

 

– Francis Collins, “Η γλώσσα του Θεού», εκδ. Παπαζήση, Αθήνα 2009.
– Jay Lombard, “Ο νους του Θεού”, εκδ. Πεδίο, Αθήνα 2018.
– Hans Küng, “Η αρχή των πάντων”, εκδ. Ουρανός, Αθήνα 2010.

 

Στον κύκλο των ιστορικών της επιστήμης σήμερα, όσον αφορά τις σχέσεις επιστημών και θρησκείας, επικρατούσα είναι η «θέση της πολυπλοκότητας», σύμφωνα με την οποία δεν υπάρχει μια ενιαία και διαχρονική σχέση ανάμεσά τους, αλλά ιστορικά έχουν υπάρξει τόσο οι επιμέρους συγκρούσεις όσο και οι συμπορεύσεις, αλληλεπιδρώντας πάντα στενά με το γενικότερο κοινωνικό πλαίσιο. Παράλληλα, τόσο οι δικαιοδοσίες όσο και τα όρια ανάμεσά τους δεν είναι κάτι στατικό αλλά τελεί υπό διαρκή ιστορικό επαναπροσδιορισμό. Αυτό πιστοποιούν ερευνητές όπως ο John Hedley Brooke, o Ronald Numbers, o Peter Harrison, καθώς και ο Ευθύμιος Νικολαΐδης.

 

 

Εδώ θα πούμε λίγα λόγια για το βιβλίο του γενετιστή του “Human Genome Project” Francis Collins, με τον τίτλο Η γλώσσα του Θεού (The language of god, 2006), μέσα στο οποίο εκφράζεται η προσωπική του πίστη στον Θεό του (ευαγγελικού) Χριστιανισμού, καθώς και οι απόψεις του πάνω σε θέματα όπως ο αθεϊσμός, ο αγνωστικισμός και οι σχέσεις της επιστήμης με τη θρησκεία. Παράλληλα, θα δούμε το βιβλίο Ο νους του Θεού (The Mind of God: Neuroscience, Faith, and a Search for the Soul, 2017), του νευροχειρούργου Jay Lombard, ο τίτλος του οποίου προέρχεται από την καταληκτήρια φράση από το ευπώλητο βιβλίο του Hawking, το Χρονικό του χρόνου, ότι ίσως καταστεί δυνατό να κατανοήσουμε στο μέλλον τον νου του Θεού, δηλαδή ολόκληρη τη διαδικασία της δημιουργίας του σύμπαντος. Τα δύο βιβλία, πέραν των τίτλων, έχουν αρκετές ομοιότητες μεταξύ τους. Και τα δύο γραμμένα από πρώτης γραμμής επιστήμονες, διακρίνονται από επιστημονικά προσεγμένο ύφος, εκδηλώσεις θαυμασμού για τον φυσικό κόσμο αφενός και ορισμένες βαθιά θρησκευόμενες μορφές αφετέρου, θερμή θρησκευτικότητα και προσωπικές εξομολογήσεις από την επιστημονική καριέρα των συγγραφέων τους, μέρων των οποίων αποτελούν και τα βιώματα που στάθηκαν καθοριστικά για την επιλογής της σταδιοδρομίας που επέλεξαν. Και οι δύο συγγραφείς  απορρίπτουν τον αθεϊσμό, επισημαίνοντας πως η εξέλιξη των ειδών υπήρξε ένα αληθινά θείο όργανο και δε θα πρέπει να ταυτίζεται προκατειλημμένα με άρνηση του Σχεδιαστή. Βέβαια, αμφότεροι οι συγγραφείς αρνούνται να «αποδείξουν» την ύπαρξη του Θεού, όπως πολλάκις έχει επιχειρηθεί αιώνες τώρα, επιλέγοντας να μείνουν εκτός του πεδίου της φιλοσοφίας, στο οποίο φαίνεται να αναγνωρίζουν σιωπηρά μεγαλύτερη αρμοδιότητα απόφανσης για τέτοια ζητήματα. Αντίθετα, αρκούνται στο να υποστηρίξουν πως η πίστη στον Θεό δεν αποτελεί πράξη ανοησίας ή διανοητικής ανεντιμότητας.

 

 

Αρχικά, αυτό που έπαιξε τον καθοριστικό ρόλο για την πνευματική «αφύπνιση» του κάποτε αγνωστικιστή Collins, οδηγώντας τον προς τον Θεό, ήταν ο ηθικός νόμος. Όπως εξηγεί, η επίγνωση ότι οι άνθρωποι έχουμε σαν έμφυτη τάση, μαρτυρεί ότι υπάρχει κάτι το μη αμιγώς φυσικό μέσα μας. Η καλύτερη εξήγηση για την ύπαρξη ενός τέτοιου «νόμου», είναι η ύπαρξη ενός Θεού. Το βιβλίο καταπιάνεται με τα βασικά προβλήματα που η αποδοχή αυτή εμπεριέχει. Ένα από τα βασικότερα, είναι ο ενδεχόμενος φόβος πλήθους επιστημόνων ότι η αποδοχή ενός Θεού ενδεχομένως να αποτελέσει την «κερκόπορτα» για την επανεδραίωση του φονταμενταλισμού στις σύγχρονες κοινωνίες μας, με αποτέλεσμα την καθυστέρηση της επιστημονικής προόδου. Επιπλέον, δεν αντιφάσκει συχνά η επιστημονική γνώση με τη θρησκευτική πίστη; Πάνω σε αυτό το ζήτημα, ο Francis Collins παραθέτει επανειλημμένα τη γνωστή ρήση του Αγίου Αυγουστίνου, σύμφωνα με τον οποίον δε θα πρέπει οι Χριστιανοί να παρασύρονται σε αυστηρά κυριολεκτικές ερμηνείες των ιερών γραφών, διότι αυτές θα τους ωθούσαν σε εσφαλμένες απόψεις για τον φυσικό κόσμο, μιας και σκοπός της Βίβλου δεν ήταν ποτέ η παροχή πληροφοριών επιστημονικού χαρακτήρα αλλά η διαπαιδαγώγησή μας να έρθουμε κοντά στον Θεό. Πολεμώντας τον Γαλιλαίο και στη συνέχεια τον Δαρβίνο, οι χριστιανικές κοινότητες έπραξαν το σοβαρό σφάλμα να παραβιάσουν αυτή τη σοφή αρχή, αν και βέβαια δε θα πρέπει να λησμονείται το ευρύτερο ιστορικό περιβάλλον εκείνων των κοινωνιών (οικονομικές και πολιτικές συνθήκες κ.λπ.). Αυτό δυστυχώς συμβαίνει και σήμερα, με τον δημιουργισμό και τον ευφυή σχεδιασμό, λέει ο ίδιος. Σχηματικά, μπορούμε να κάνουμε την εξής κατηγοριοποίηση: υπάρχει ο «δημιουργισμός», ο οποίος μπορεί να είναι βιολογικός ή (και) κοσμολογικός. Ο πρώτος αρνείται την εξελικτική θεωρία και θεωρεί ότι οι έμβιοι οργανισμοί δημιουργήθηκαν (προφανώς από τον Θεό) χωριστά και με τη μορφή που έχουν και σήμερα.

 

 

Ο κοσμολογικός δημιουργισμός, που είναι επίσης γνωστός και ως «δημιουργισμός της νεαρής γης», είναι ακόμη πιο ριζοσπαστικός, καθώς δεν αρκείται στην άρνηση της εξελικτικής θεωρίας, αλλά προχωρεί και στην πλήρη απόρριψη μιας σειράς δεδομένων και από τις επιστήμες της φυσική και της παλαιοντολογίας, από τη θεωρία της μεγάλης έκρηξης μέχρι την ηλικία του πλανήτη γη και του ίδιου του σύμπαντος. Βασικά, ο κοσμολογικός δημιουργισμός διατείνεται ότι το βιβλικό κείμενο της Γένεσης είναι επιστημονικά ακριβές και ότι η γη δημιουργήθηκε (ενν. από τον Θεό) μέσα σε έξι μερόνυχτα και πριν από 6.000-10.000 χρόνια. Σύμφωνα με τον Collins:

«Αυτοί που υποστηρίζουν αυτές τις απόψεις είναι, γενικά, ειλικρινείς, καλοπροαίρετοι, θεοσεβούμενοι άνθρωποι κινούμενοι από βαθείς φόβους ότι ο νατουραλισμός απειλεί να διώξει το Θεό απ τη ζωή των ανθρώπων. Αλλά οι ισχυρισμοί του Δημιουργισμού απλώς δεν μπορεί να βολευτούν με μαστορέματα γύρω από τα όρια της επιστημονικής γνώσης. Αν αυτοί οι ισχυρισμοί ήταν πραγματικά αληθινοί, αυτό θα οδηγούσε σε πλήρη και ανεπανόρθωτη κατάρρευση των επιστημών της Φυσικής, της Χημείας, της Κοσμολογίας, της Γεωλογίας και της Βιολογίας».

Επιπλέον, συνεχίζει ο Collins:

«[…]ξαναγυρίζοντας στην ερμηνεία των κεφαλαίων της Γενέσεως 1 και 2 από τον Άγιο Αυγουστίνο και έχοντας υπόψη ότι δεν είχε κανένα λόγο να προσαρμοσθεί στην επιστημονική μαρτυρία για την εξέλιξη ή για την ηλικία της Γης, είναι φανερό ότι οι απόψεις των Δημιουργιστών για κυριολεξία, στην πραγματικότητα δεν είναι αναγκαίες για μια προσεκτική, ειλικρινή και ευλαβική ανάγνωση του αρχικού κειμένου. Στην πραγματικότητα αυτή η στενή ερμηνεία είναι κυρίως δημιούργημα των τελευταίων 100 ετών, που παρουσιάστηκε σαν συνέπεια μιας αντίδρασης στη δαρβίνεια εξέλιξη».

Σύμφωνα με τον Collins, αν και ο ευφυής σχεδιασμός (που ξεκίνησε πρακτικά το 1991 από τον δικηγόρο Philip Johnson, διαδόθηκε από τον Mciahel Behe και. ακόμη περισσότερο. από τον μαθηματικό Wiliam Dembski) είναι περισσότερο υπολογίσιμος από τον δημιουργισμό, μιας και δεν απορρίπτει εντελώς την εξέλιξη των ειδών, ούτε και εκείνος μπορεί να σταθεί επιστημονικά, διότι δεν κάνει τίποτε άλλο από το να αναζητά την άμεση φανέρωση του Θεού πίσω από τα φαινόμενα με άγνωστη αιτία, συχνά μεταχειριζόμενος τις μαθηματικές μεθόδους της στατιστικής. Για παράδειγμα, το μαστίγιο των βακτηριδίων, λένε οι υποστηρικτές του ευφυούς σχεδιασμού, είναι υπερβολικά περίπλοκοι μηχανισμοί για να μπορεί να τους εξηγήσει η εξέλιξη. Ο Collins απαντάει ότι αυτός ο τρόπος σκέψης αποτελεί δείγμα αυτού που έχει ονομαστεί «Θεός των κενών»: κάθε φορά που η αιτία ενός φυσικού φαινομένου είναι άγνωστη, αυτή αποδίδεται σε θεϊκή παρέμβαση. Το πρόβλημα όμως με αυτόν τον τρόπο σκέψης είναι ότι οι ικανότητες των επιστημών να εξηγούν φυσικά φαινόμενα βελτιώνονται και κάτι που μπορεί να φάνταζε επιστημονικά ανεξήγητο λίγα χρόνια πριν, θα καταλήξει επιστημονικά κατανοητό και ερμηνεύσιμο. Το αποτέλεσμα είναι ότι τα γεγονότα που αποδίδονται στον Θεό διαρκώς θα μειώνονται, ώσπου τελικά να μην απομείνει καθόλου χώρος για πίστη στη θεϊκή δράση. Αυτός όμως είναι γενικά και ο βαθύτερος πόθος των αθεϊστών.

 

 

Με λίγα λόγια, λέει ο Collins, επιμένοντας να εντοπίζουν τον Θεό σε μη εξηγήσιμα φυσικά φαινόμενα, οι υποστηρικτές του ευφυούς σχεδιασμού απλώς δίνουν στον «επιστημονικό» αθεϊσμό (δηλ. τον αθεϊσμό που αυτοπροβάλλεται ως αυτονόητο επιστημονικό συμπέρασμα) αυτό που εκείνος επιθυμεί, παραχωρώντας σε εκείνον μια μάλλον εύκολη νίκη. Η θεωρία του Δαρβίνου περιγράφει πειστικά μια πραγματική φυσική διαδικασία. Μάλιστα μερικές από τις σχετικά πιο πρόσφατες επιβεβαιώσεις της θεωρίας του Δαρβίνου, διατείνεται ότι τις έκανε ο ίδιος στο εργαστήριό του. Επαληθεύοντας την εξελικτική θεωρία, η γενετική φανερώνει τη «γλώσσα» την οποία μεταχειρίστηκε ο Θεός για τη δημιουργία των ζώων, μέσα στα οποία συμπεριλαμβάνεται και εκείνο το θαυμαστό ζώο που ονομάζουμε άνθρωπο, λέει ο Collins. Στον αντίποδα των παραπάνω, υπάρχει η  «θεϊστική εξέλιξη». Πρόκειται για την άποψη ότι η βιολογική εξέλιξη και ο Χριστιανισμός συμβαδίζουν, καθώς η εξέλιξη ήταν ο τρόπος με τον οποίον ο Θεός έφτιαξε τα έμβια είδη, μια θέση που υποστηριζόταν ήδη από τον επιφανή βοτανολόγο, φίλου του Δαρβίνου και προτεστάντη Χριστιανό, Asa Gray. Ας σημειώσουμε παρεμπιπτόντως εδώ ότι αυτή η άποψη είναι επίσης αποδεκτή από τα περισσότερα προτεσταντικά σεμινάρια, καθώς και από την Καθολική Εκκλησία. Μάλιστα, για την περαιτέρω διάδοση της θεϊστικής εξέλιξης, ο Collins ίδρυσε το ίδρυμα “Bio Logos”, το credo του οποίου συνοψίζεται στις παρακάτω έξι περιεκτικές προτάσεις:

  1. Το σύμπαν ήρθε σε ύπαρξη από το τίποτε, περίπου 14 δισεκατομμύρια χρόνια πριν.
  2. Παρά το ότι είναι στατιστικά απίθανο, οι συνθήκες του σύμπαντος φαίνεται πως έχουν σχεδιαστεί με ακρίβεια για να ευνοούν την ύπαρξη ζωής.
  3. Παρά το ότι οι ακριβείς μηχανισμοί της προέλευσης της ζωής στη γη παραμένουν άγνωστοι, από τη στιγμή που η ζωή εμφανίστηκε, η διαδικασία της εξέλιξης και της φυσικής επιλογής επέτρεψε την ανάπτυξη της βιολογικής ποικιλομορφίας και της περιπλοκότητας μέσα σε εξαιρετικά μεγάλα χρονικά διαστήματα.
  4. Από τη στιγμή που ενεργοποιήθηκε η εξελικτική διαδικασία, δε χρειαζόταν καμία ειδική υπερφυσική παρέμβαση.
  5. Οι άνθρωποι αποτελούν μέρος αυτής της διαδικασίας, καθώς μοιράζονται έναν κοινό πρόγονο με τους μεγάλους πιθήκους.
  6. Παράλληλα, οι άνθρωποι είναι μοναδικοί με τρόπου που αψηφούν τις εξελικτικές εξηγήσεις και υποδεικνύουν την πνευματική μας φύση. Σε αυτούς ανήκει και η ύπαρξη του Ηθικού Νόμου (η επίγνωση του καλού και του κακού) και η αναζήτηση για Θεό, που χαρακτηρίζουν όλα τα ανθρώπινα όντα μέσα στην ιστορία.

 

 

Μέσα στο βιβλίο εξετάζονται επίσης οι αθεϊσμός και ο αγνωστικισμός. Σύμφωνα με τον Collins, ο αθεϊσμός διαφέρει από τον αγνωστικισμό, αλλά και οι δύο τους διαθέτουν τουλάχιστον δύο επιμέρους εκδοχές, την ισχυρή και την ήπια. Συγκεκριμένα, ο ισχυρός αθεϊσμός διατείνεται πως δεν υπάρχει Θεός ή οποιουδήποτε είδους υπερφυσικά όντα, ενώ ο ήπιος αθεϊσμός απλώς δεν πιστεύει πως υπάρχει Θεός ή οποιουδήποτε είδους υπερφυσικά όντα. Ισχυρός αγνωστικισμός διατείνεται πως είναι ολοκληρωτικά αδύνατο να μάθουμε αν τελικά υπάρχει Θεός (ή υπερφυσικά όντα) ή όχι, ενώ ο ήπιος αγνωστικισμός πρεσβεύει πως δεν είμαστε σε θέση να αποφανθούμε πάνω σε αυτό το ζήτημα προς το παρόν, δεν αποκλείεται ωστόσο αυτό να καταστεί εφικτό στο μέλλον. Ο Collins εξηγεί πως είναι ίσως δυσχερής η διάκριση ανάμεσα σε ισχυρό αγνωστικισμό και ήπιο αθεϊσμό. Πάντως, για να είναι κανείς αγνωστικιστής, πρέπει να έχει προβεί προηγουμένως σε μια εξαντλητική διερεύνηση των εμπειρικών δεδομένων υπέρ ή κατά της ύπαρξης Θεού, λίγοι όμως αγνωστικιστές έχουν όντως πραγματοποιήσει μια τόσο ενδελεχή αναζήτηση στην πράξη. Όσο για τον αθεϊσμό, ο Collins, ο οποίος σε συνέντευξή του έχει παραδεχθεί ότι προσεύχεται καθημερινά μέσα στο εργαστήριό του, παραθέτει το απόφθεγμα του G.K. Chesterton ότι ο αθεϊσμός είναι η πλέον τολμηρή (δηλ. ακραία) δήλωση, διότι υποστηρίζει την καθολική άρνηση. Υπάρχουν αρκετά επιχειρήματα που μπορεί να δανειστεί κανείς από τις επιστήμες, τα οποία συνηγορούν υπέρ της ύπαρξης ενός Θεού-Δημιουργού. Το βασικό τέτοιο επιχείρημα είναι η περίφημη «ανθρωπική αρχή», δηλαδή το γεγονός ότι η εμφάνιση ζωής στο σύμπαν μας κατέστη εφικτή μονάχα ύστερα από επανειλημμένες «συμπτώσεις» που, στατιστικά μιλώντας, μοιάζουν εξαιρετικά απίθανες. Χωρίς βέβαια να αγνοεί τις αντιρρήσεις των αθεϊστών (π.χ. την επίκληση της τυχαιότητας ή και το πολυσύμπαν), ο Collins εξηγεί ότι η πίστη σε έναν Θεό που δημιούργησε το σύμπαν είναι μια καθόλα εύλογη στάση και επομένως δεν είναι ασύμβατη με τη βαθιά γνώσεις ή ακόμη και με μια καριέρα στην άσκηση των επιστημών. Παράλληλα, ο Collins επικαλείται τους ιστορικούς και βιβλικούς ερευνητές που μελετούν ενδελεχώς την εποχή του Ιησού και γενικά τείνουν να καταδεικνύουν την αξιοπιστία των επιμέρους λεπτομερειών των ευαγγελίων. Το γεγονός όμως ότι η πίστη στον Θεό δεν ισοδυναμεί με άρνηση της λογικής και της γνώσης μας, όντας μια καθ’ όλα εύλογη υπόθεση, δε σημαίνει ότι λογική και γνώσης αρκούν για να πιστέψει κανείς. Απαιτείται επίσης και ένας είδος «άλματος». Δεν πρόκειται, φυσικά, περί λογικού άλματος, διότι δε μιλάμε για κάποιον συλλογισμό, αλλά για μια συναισθηματική έκφραση, για εμπιστοσύνη εκ μέρους μας. Ο Collins έκανε ένα τέτοιο «άλμα» αρκετά χρόνια πριν, όταν περνώντας από τον αγνωστικισμό στον Χριστιανισμό, αποφάσισε να εμπιστευτεί τον εαυτό του στον Ιησού Χριστό, ως τον μοναδικό αληθινά φιλεύσπλαχνο σωτήρα της ανθρωπότητας. Το βιβλίο συνοδεύεται και από ένα παράστημα όπου θίγονται συνοπτικά τα σημαντικότερα ηθικά διλήμματα που προκύπτουν από τη χαρτογράφηση του ανθρώπινου γονιδιώματος και με τα οποία η ανθρωπότητα φαίνεται πως θα απασχοληθεί ακόμη περισσότερο στο μέλλον.

 

 

Είναι επίσης χαρακτηριστική η φράση που έχει στον ελληνικό πρόλογο του βιβλίου από τον φίλο του Collins και διεθνούς φήμης Έλληνα γενετιστή που κάποτε χαρτογράφησε το σύνδρομο Down, Στυλιανού Αντωναράκη, ο οποίος κάποτε ρώτησε έναν αγιορείτη γέροντα αν πρέπει να ακολουθήσει επιστημονική σταδιοδρομία, παίρνοντας την απάντηση ότι εφόσον υπάρχει Θεός, σίγουρα δε φοβάται την έρευνα των επιστημόνων.

Στο δεύτερο βιβλίο, ο γνωστός νευροχειρούργος Jay Lombard αποδέχεται επίσης το θεϊστικό επιχείρημα της ανθρωπικής αρχής και μάλιστα υποστηρίζει μια ιδέα που ο ίδιος ονομάζει «νευροανθρωπική αρχή». Είναι η ιδέα ότι ο ανθρώπινος εγκέφαλος σχεδιάστηκε με συνείδηση και τάση να αποστρέφεται το χάος αναζητώντας παντού επιμέρους μοτίβα, ακριβώς για να αναγνωρίζει τον ιδιαίτερο σκοπό που έχει να επιτελέσει μέσα στο σύμπαν, συνδεόμενος με τον Θεό που τον δημιούργησε και με τους συνανθρώπους του. Σύμφωνα με τον Jay Lombard, ο ανθρώπινος εγκέφαλος στη δομή του μοιάζει με το σύμπαν και κατά κάποιον τρόπο το «αντανακλά»: το σύμπαν είναι πλήρες από δίκτυα αστέρων που μοιάζουν με νευρώνες, γαλαξίες που θυμίζουν προεκτεινόμενους δενδρίτες και κόμβους συνάψεων που έχουν σχεδιαστεί για συνδεσιμότητα, επικοινωνία της πληροφορίας, συνείδηση και διαπροσωπικές σχέσεις. Ο ανθρώπινος εγκέφαλος έχει επίσης σχεδιαστεί για την πίστη, την τάση δηλαδή να μην αρκείται στα γεγονότα αλλά να τους δίνει και μια σημασία, όπως επίσης να αναζητά το υπερφυσικό, πράγματα που θα ήταν περιττά αν αποτελούσαμε απλώς και μόνον βιολογικά όντα. Τα δύο ημισφαίρια του εγκεφάλου αναπαριστούν την πραγματικότητα αλληλοσυμπληρούμενα, καθώς το ένα (σε γενικές γραμμές, καθώς επικοινωνούν μεταξύ τους δια της δέσμης νευρικών ινών που ονομάζεται «μεσολόβιο» και έτσι οι λειτουργίες τους δεν είναι πάντοτε σαφώς διακριτές) επικεντρώνεται στα γεγονότα και το δεύτερο στις «σημασίες» αυτών των γεγονότων.

 

 

Ειδικότερα, ο κώδικας του δεξιού εγκεφάλου τείνει διαρκώς να εντοπίζει τη διάταξη, το μοτίβο και όταν αποτυγχάνει να το βρει, πιστεύοντας πως η ζωή δεν έχει απολύτως κανένα νόημα, τότε αυτό το μήνυμα μεταβιβάζεται στον γενετικό μηχανισμό, με αποτέλεσμα την πυροδότηση ενός προγράμματος κυτταρικού θανάτου, που ονομάζεται «απόπτωση». Έτσι, τα ψυχολογικά τραύματα μπορούν να αφήσουν και τραύματα στον εγκέφαλο, τα οποία εμφανίζονται με ποσοτικό τρόπο στους νευρώνες. Αν ο εγκέφαλος μοιάζει με ηλεκτρονικό υπολογιστή, τότε πρέπει να πούμε ότι το «λογισμικό» έχει τη δυνατότητα να επηρεάζει το «υλισμικό». Επιπλέον, παρόλο που ο εγκέφαλός μας είναι υλικός-βιολογικός, τα συναισθήματα και οι πεποιθήσεις μας δεν υπόκεινται σε μετρήσεις και διαφεύγουν αυτού που συνήθως ονομάζεται «αμείωτη πολυπλοκότητα». Βέβαια, σήμερα η μάλλον κυρίαρχη άποψη των νευροεπιστημόνων (τουλάχιστον στον δυτικό κόσμο) είναι ότι οι άνθρωποι αποτελούμαστε αποκλειστικά από τα στοιχειώδη σωματίδια της χημείας και της βιολογίας, εξηγεί ο Lombard, ενώ κάθε ιδέα περί ύπαρξης πέραν της σαρκικής θεωρείται τουλάχιστον αβέβαιη. Γι’ αυτό, κάθε φορά που εμφανίζεται μια νευρολογική βλάβη, η μέθοδος που εφαρμόζουν οι επιστήμονες είναι, σε γενικές γραμμές, πρώτα η εξέταση και αξιολόγηση των συμπτωμάτων, έπειτα ο εντοπισμός της συγκεκριμένης περιοχής του εγκεφάλου όπου υπάρχει η βλάβη, και τέλος, οι στρατηγικές θεραπείας ή και πρόληψης της υποτροπής του. Σε συμφωνία με αυτή τη μέθοδο, η σύγχρονη φιλοσοφία ρέπει γενικά προς τον υλισμό και φυσικά αρνείται την ύπαρξη «ψυχής». Κάθε επίκληση Θεού ή υπερφυσικού όντος και σκοπού, φαντάζει ύποπτη. Ο Lombard διευκρινίζει εδώ ότι δεν αρνείται σε καμία περίπτωση το γεγονός της εξελικτικής διαδικασίας των έμβιων ειδών, ούτε και θεωρεί πως η θρησκευτική πίστη συγκρούεται αναγκαστικά με τις επιστήμες. Πάγια θέση του είναι ότι «ερείσματα» για την πίστη μπορούν να βρεθούν στα γεγονότα που μελετούν οι επιστήμονες. Επιπλέον, εξηγεί ότι δεν είναι ούτε απολογητής αλλά ούτε και λαμβάνει θέση υπέρ κάποιου συγκεκριμένου θρησκευτικού συστήματος. Παράλληλα, δεν επιχειρεί να «αποδείξει» επιστημονικά την ύπαρξη Θεού, ψυχής και μεταθανάτιας ζωής. Όπως και ο Collins, αρκείται στο να υποδείξει πως υπάρχει πλήθος ενδείξεων που να τα υποστηρίζει και ότι η πίστη σε αυτά δεν αποτελεί σε καμία περίπτωση κουταμάρα, όπως πολλοί νατουραλιστές επιχειρούν να δείξουν.

 

 

Εδώ μπορεί να γίνει και αναφορά σε ένα τρίτο βιβλίο, το οποίο όμως δεν είναι γραμμένο από επιστήμονα αλλά από τον Ελβετό Ρωμαιοκαθολικό ιερέα και θεολόγο Hans Küng (1928-2021), ο οποίος διαδραμάτισε καίριο ρόλο στη Δεύτερη Βατικάνεια Σύνοδο (1962-1965) και δε δίστασε ν’ ασκήσει κριτική μέχρι και στο δόγμα του παπικού αλαθήτου. Στο εκτενές βιβλίο του Η αρχή των πάντων: φυσικές επιστήμες και θρησκεία (Der Anfang aller Dinge Naturwissenschaft und Religion, 2005), ο Küng προβαίνει σε μια περιεκτική εξιστόρηση της ανάπτυξης των επιστημών και της δυτικής φιλοσοφίας στους Νεώτερους Χρόνους, εξετάζοντάς τες συγκριτικά με τη χριστιανική θεολογία. Σύμφωνα με τον Küng, ο εικοστός αιώνας κατά κάποιον τρόπο «ταπείνωσε» τους πιο φιλόδοξους και περήφανους επιστήμονες, με δύο κυρίως τρόπους. Αρχικά, οι έρευνες στα μαθηματικά (μη πληρότητα) και στη φυσική (σχετικότητα, κβαντική φυσική) πυροδότησαν φιλοσοφικές συζητήσεις και κλόνισαν την έως τότε δεσπόζουσα αιτιοκρατική και θετικιστική σύλληψη του σύμπαντος, την οποία όμως μέχρι σήμερα ασπάζεται πλήθος ερευνητών. Παράλληλα, με τις βαρβαρότητές του στις οποίες οι επιστήμονες είχαν καίριο ρόλο (ολοκληρωτισμός, ευγονική στρατόπεδα συγκέντρωσης), ο εικοστός αιώνας έδειξε ότι και η επιστημονική πρόοδος δυστυχώς δε συνεπάγεται αναγκαστικά και την πρόοδο της ανθρωπότητας σε μια καλύτερη ζωή. Ο συμβιβασμός της επιστήμης με τη χριστιανική πίστη αποτελεί μέγιστη ανάγκη. Σύμφωνα με τον Küng, η βιβλική αφήγηση της δημιουργίας του κόσμου αποτελεί πρωτίστως μιαν «αντιμυθολογία» του εβραϊκού λαού απέναντι στους κοσμογονικούς και θεογονικούς μύθους των γειτονικών του λαών (ιδιαίτερα των βαβυλωνίων). Έτσι, η Γένεση παρουσιάζει τον ήλιο να δημιουργείται από τον Θεό κατά την τέταρτη ημέρα της δημιουργίας, για να αντικρουστεί η τότε πεποίθηση των μεσανατολικών λαών ότι ο ήλιος είναι θεότητα κ.λπ. Όσο για τα θαύματα, εξηγεί και πάλι ο ίδιος, αυτά έγκεινται όχι σε κάποια «ανατροπή» των φυσικών νόμων, όπως νομιζόταν παλιότερα, παρά στην άμεση εμφάνιση του Θεού στους ανθρώπους. Μέσα από τέτοιες διεξοδικές αναλύσεις και περιγραφές, ο Küng καταλήγει πως προκειμένου ο διάλογος ανάμεσα σε θρησκεία και επιστήμη να παραμείνει ζωντανός, οφείλουν και οι δύο τους να αποκαθαρθούν από τις όποιες αφελείς πεποιθήσεις τους από το παρελθόν: η μεν πρώτη θα πρέπει να αποβάλλει τις απλοϊκές κατά γράμμα ερμηνείες των ιερών της κειμένων (π.χ. της Γενέσως), ενώ η δεύτερη καλά θα κάνει να σταματήσει να ασπάζεται μια αφελή θετικιστική και νατουραλιστική κοσμοθεωρία που αποκλείει a priori οποιαδήποτε αναφορά στο πνευματικό και κατόπιν διατείνεται κομπάζοντας ότι τάχα την κατέρριψε.

 

 

 

Ετικέτες:
ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top