Fractal

Διήγημα: “Η φλυαρία των Χριστουγέννων”

Γράφει η Κατερίνα Λιάτζουρα //

 

 

 

 

Η φλυαρία των Χριστουγέννων

 

Από τον Αύγουστο η μάνα αρχίναγε την φλυαρία. Να την παρακαλεί με χίλιους δυο τρόπους να την απειλεί με άλλους τόσους, να της υποσχεθεί πως ετούτη τη χρονιά, θα πέρναγες τις γιορτές κοντά τους. Και φλυαρούσε ώρες ατελείωτες και της εξιστορούσε με κάθε λεπτομέρεια όλες τις προετοιμασίες που θα έκαναν, μαζί και με τον πατέρα, για να την υποδεχτούν και να την περιποιηθούν. Τι έλατο θα κατέβαζε ο πατέρας από το βουνό. Τροφαντό και καλοθρεμμένο. Τι στολίδια χειροποίητα θα κρέμαγε εκείνη στα κλαδιά. Τι αποξηραμένα φρούτα και ξηρούς καρπούς θα την προσμένουν στο τραπεζάκι μαζί με λικέρ πικραμύγδαλο. Τι κάστανα θα ψήνανε στη χόβολη. Τι γλυκά θα έφτιαχναν, τι μελομακάρονα και κουραμπιέδες και παραμονή θα ψήνανε στη πλάκα τις αγαπημένες της τις τηγανίτες και θα τις ράντιζε ο πατέρας με ζαχαρόνερο και θα τις πασπάλιζε με μπόλικο τριμμένο καρύδι και θα πασάλειβε όλο τον τόπο και θα τον μάλωνε η μάνα στα ψέματα και θα πειράζονταν θα γελάγανε και θα σιγοτραγουδούσαν όλοι παρέα ελάτε εδώ γειτόνισσες. Και ανήμερα θα είχαν στρωμένο το γιορτινό τραπέζι και όλα θα λάμπανε και όλα θα αστράφτανε και οι μυρωδιές θα σπάγανε την μύτη και το χοιρινό με τα πράσα θα έλιωνε στο στόμα και το φετινό κρασί του πατέρα, θα έρεε μόνο για εκείνη κατακόκκινο. Μόνο για εκείνη.

Στο παραλήρημα της μάνας, απάνταγε πάντα καταφατικά. Κάποιες φορές μάλιστα, την άφηνε να μιλάει στον κενό, κουνώντας κοροϊδευτικά το ακουστικό στον αέρα. Δεν της έκανε καρδιά να ομολογήσει, πως κάτι άλλο είχε κανονίσει, πως κάτι άλλο προτιμούσε να κάνει τις ημέρες αυτές. Πως να εξηγήσει στους γέροντες γονείς, ότι προτιμούσε τις γιορτές να τις περνά στην πόλη και όχι στο χωριό. Εκεί που οι δρόμοι είναι στολισμένοι με λαμπιόνια και αστραφτερά αστέρια, και τεράστια συνθετικά δέντρα φιγουράρουν στις πλατείες. Και κάλαντα χαρμόσυνα και μουσικές εορταστικές ξενόφερτες να ακούγονται από τα μεγάφωνα στις λεωφόρους και στα πολυκαταστήματα και μέσα στους υπόγειους σταθμούς. Τα πόδια να βαραίνουν από τα ατελείωτα χιλιόμετρα για τα χριστουγεννιάτικα ψώνια και οι προσκλήσεις για το εορταστικό τραπέζι, η μια να διαδέχεται την άλλη, και εκείνη με υπεροψία να επιλέγει την πιο φαντασμαγορική, εκείνη που θα είχε τους περισσότερους celebrities, όπου θα φόραγε το κατάμαυρο σέξι βραδινό της με τις ψηλοτάκουνες τις μπότες. Εορταστική φρενίτιδα μόνο για εκείνη. Μόνο για εκείνη.

Πάντα υπόσχονταν στη μάνα. Και πάντα κάτι τύχαινε λίγο πριν επιβιβαστεί στο λεωφορείο. Και η μάνα δεν γκρίνιασε ποτέ. Δεν την κατηγόρησε ούτε μια φορά, πως τους ξέχασε εκεί πάνω. Μα ούτε και ο πατέρας. Μόνο που αραίωναν τα τηλέφωνα μετά τις γιορτές. Μέχρι τον επόμενο Αύγουστο, όπου ξεκίναγε πάλι η φλυαρία των Χριστουγέννων.

Φέτος το αποφάσισε. Παραμονή Χριστουγέννων ξεκίνησε να περάσει τις άγιες αυτές ημέρες με τους δικούς της. Πάνω ψηλά, στο χωριό. Είχε ξεχάσει πόσο κουραστική ήταν η διαδρομή. Όλο στροφές και γκρεμίλες. Τις λίγες φορές που μπήκε στο λεωφορείο της γραμμής, ήξερε πως θα το μετάνιωνε. Δεν της έφταναν οι ενοχές των σποραδικών, μέσα στα πεπερασμένα χρόνια, επισκέψεων της, ήταν και αυτός ο απροσδιόριστος φόβος πως θα είναι η τελευταία της φορά που ανεβαίνει στο χωριό.

Στην στάση κατέβηκε. Ο οδηγός του λεωφορείου γκάζωσε και χάθηκε στην ομίχλη. Το κρύο τσουχτερό έκοβε την ανάσα. Η υγρασία διαπερνούσε το πανωφόρι και έφτανε ως την ραχοκοκαλιά. Με δυσκολία ακολούθησε το καλντερίμι. Έφτασε στο πατρικό. Άνοιξε την πόρτα με κρότο και μπήκε θριαμβευτικά. Πήγε ως το τζάκι, ξαράχνιασε τα δύο καδράκια, φίλησε σεβαστικά τους γέροντες στο μέτωπο και στρώθηκε στη δουλειά.

 

 

 

Ετικέτες:
ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top