Fractal

Εν περιλήψει….

Γράφει η Γιόλα Πετρίτση //

 

Νίκος Δαββέτας «Η Εβραία νύφη», Εκδόσεις Πατάκη

 

Ο Νίκος Δαββέτας έγραψε ένα μυθιστόρημα άκρως συναισθηματικό, χωρίς όμως να μετατρέπεται σε μελόδραμα. Έγινε γνωστό το ολοκαύτωμα των Εβραίων στις νεότερες γενιές, από πολλούς  συγγραφείς, που ασχολήθηκαν με το θέμα, γι’ αυτό και ο συγγραφέας κατά τη γνώμη μου δεν επεκτάθηκε, όμως πολύ σωστά βρήκε την ευκαιρία να αναφερθεί και στους Έλληνες συνεργάτες των Γερμανών, που όχι μόνο λεηλάτησαν τις περιουσίες των Εβραίων της Θεσσαλονίκης, αλλά έδειχναν και την δυσφορία τους, που υπήρχαν αυτοί ανάμεσά τους και μάλιστα τους έλεγαν, ότι ήταν φιλοξενούμενοι εκεί, χωρίς να έχουν σκεφτεί, ότι αυτοί βρίσκονταν σ’ αυτά τα εδάφη εδώ και πεντακόσια χρόνια και όπου κι αν έσκαβαν  θα έβρισκαν  κόκκαλα των προγόνων τους. Μου άρεσαν επίσης τα αποφθέγματα (ως μότο), που έγραψε στην εισαγωγή, γιατί εκτός του ότι μας προϊδεάζουν, επιπλέον δηλώνουν και αλήθειες όπως: «Το μίσος είναι η αγάπη των χαμένων, του ΙΜΡΕ ΚΕΡΤΕΣ» και «Η Ιστορία μας είναι σαν βουλωμένη λεκάνη τουαλέτας. Τραβάμε και ξανατραβάμε το καζανάκι, αλλά τα σκατά πάντα επιπλέουν, του ΓΚΥΝΤΕΡ ΓΚΡΑΣ».

Ας δούμε λοιπόν σε περίληψη το μυθιστόρημα.

Ένας δημοσιογράφος με καταγωγή από την Ολυμπία, γνωρίζει μία κοπέλα λίγο πριν αλλάξει ο χρόνος σε μία διασκέδαση. Ήταν μια ψιλόλιγνη φιγούρα ντυμένη στα μαύρα, με έντονο μακιγιάζ, που τη συνόδευε ένας νεαρός. Αφού του την σύστησαν, έπιασαν κουβέντα και του είπε πως διαβάζει τη στήλη του καθημερινά και της αρέσει ο τρόπος, που γράφει. Αυτά τα λόγια τον έκαναν να καταλήξει μαζί της στο σπίτι της. Όταν  χρειάστηκε να πάει στην τουαλέτα, του κόπηκε και το κατούρημα από αυτά, που αντίκρισε εκεί. Είδε επίσης και πεταμένες ασπρόμαυρες φωτογραφίες, που εικονιζόταν ένας άντρας με σκούρο κουστούμι, σκληρό λευκό κολάρο και ρεπούμπλικα, με βλέμμα περιφρονητικό, σαν να ήταν βλέμμα νεκρού.

Ξαφνικά εμφανίστηκε πίσω του κι εκείνη γυμνή και όταν την είδε του φάνηκε πολύ αδύνατη. Τα ξανθά της μαλλιά ήταν πολύ κουρεμένα και τόνιζαν τη λιπόσαρκη μορφή της. Τη ρώτησε, για πιο λόγο υπάρχουν πεταμένες φωτογραφίες στο χώρο αυτό κι εκείνη απάντησε, ότι είναι του πατέρα της και βρίσκονται εκεί, γιατί εκεί του αξίζει να είναι. Ο πατέρας της πάντα ήταν περιστοιχισμένος από μυστικά και ψέματα, που ούτε το όνομά του δεν ήταν αληθινό, γιατί ήταν ένας άνθρωπος με μάσκα, που κάποια εποχή κυκλοφορούσε μ’ αυτήν στη Θεσσαλονίκη. Μάλιστα την ίδια την ονόμασε Νίκη, γιατί γεννήθηκε το εθνοσωτήριο έτος 1967. Τα κάδρα που κρέμονταν στους τοίχους της ήταν οι ακτινογραφίες και οι υπέρηχοί της, αλλά όταν πήγαν στο σαλόνι υπήρχε μία πραγματική συλλογή έργων τέχνης. Τα έργα τέχνης αυτά, του είπε ότι τα είχε λάβει ο πατέρας της, σαν δώρα ή τα είχε αγοράσει από κάποιους, για να τους εξυπηρετήσει, που είχαν ανάγκη. Φυσικά δεν είχε μόνο αυτούς τους πίνακες, είχε κι άλλους πολλούς φυλαγμένους, μαζί με άλλα τιμαλφή. Μάλιστα ένας από αυτούς τους πίνακες έγραφε: «Στον φίλτατο ιατρό μας Μωυσή, εγκάρδια προσφορά 31-1-1934». Στη συνέχεια του μίλησε για τα παιδικά της χρόνια, που ήταν όμορφα στη Θεσσαλονίκη, γιατί οι γονείς της, της έκαναν πολλά δώρα και ακριβά ρούχα,  δεν της είχε λείψει τίποτα, πήγαινε σε ιδιωτικό σχολείο, σε μπαλέτο και την έστελναν σε κατασκηνώσεις στο εξωτερικό. Τα καλοκαίρια πήγαιναν στην Γερμανία και στην Αυστρία. Ο πατέρας της στην κατοχή είχε συνεργαστεί με Γερμανούς αξιωματικούς της Γκεστάπο, που αυτοί όταν τελείωσε ο πόλεμος, στην Γερμανία, έγιναν ανώτεροι υπάλληλοι στη Siemens, στην AEG και στην Volkswagen. Γιατροί και δικηγόροι της Βέρμαχτ, έγιναν διοικητές νοσοκομείων, οργανισμών και δικαστικών υπηρεσιών. Θυμάται πικ νικ στις όχθες του Ρήνου, πεζοπορίες στον Μέλανα Δρυμό, χορούς με θούρια κι εμβατήρια σε απόμακρα σαλέ με μπίρες και λουκάνικα. Του μίλησε και για τη μητέρα της, που τη θυμόταν μια ζωή μελαγχολική, που όμως όταν ο άντρας της έλειπε για ταξίδι μεταμορφωνόταν σε μια ζωηρή νυχτοπεταλούδα. Βαφόταν έντονα, φόραγε ρούχα από μετάξι, έβαζε ένα χρυσό περίτεχνο βραχιόλι, που έλεγε πως ήταν «εβραϊκό κειμήλιο», κι έφευγε από το σπίτι, αφού πρώτα τη φιλούσε και γύριζε χαράματα. Θυμάται επίσης ότι μετά από ένα ταξίδι τους επέστρεψαν χωρίς τη μητέρα της, και από τότε ψήλωνε και αδυνάτιζε, ώσπου κάποια στιγμή ήρθε ένα σφραγισμένο φέρετρο με τη μητέρα της μέσα, έχοντας και το βραχιόλι της στο χέρι. Η μητέρα της πέθανε στη Γερμανία το 1980 κάτω από αδιευκρίνιστες συνθήκες. Είχαν επισκεφτεί, όπως συνήθιζαν κάθε Χριστούγεννα, το χειμερινό θέρετρο του Ράιτ- Αμ- Βινκλ φιλοξενούμενοι του συλλόγου «Πρώην καταδρομείς της 117ης Μεραρχίας της Βέρμαχτ». Από το μπαλκόνι του δωματίου της βρέθηκε στο κενό. Κανείς δεν ξέρει αν είχε γλιστρήσει ή είχε αυτοκτονήσει. Είχε μικρή διαφορά ηλικίας με τη Νίκη και μεγάλη με τον άντρα της. Ήταν κι αυτή ένα παιδί που το πάντρεψαν με το ζόρι.

Η Νίκη όταν έγινε δεκατριών ετών, ένα βράδυ αισθάνθηκε τον πατέρα της στο κρεβάτι της. Αυτή έκανε πως κοιμόταν κι εκείνος τριβόταν επάνω στο γοφό της. Αυτό γινόταν μέχρι που τελείωσε το γυμνάσιο και στα είκοσί της έφυγε από το σπίτι. Ο πατέρας της πίστευε, πως ήταν τέλειο δείγμα της Αρίας φυλής την παρότρυνε ν’ ασχοληθεί με τον αθλητισμό και θα την έστελνε στη Γερμανία για να γίνει παγκόσμια πρωταθλήτρια. Όμως όταν ξεκίνησε τις προπονήσεις στο Καυτατζόγλειο, την Τρίτη ημέρα λιποθύμησε, διότι απ’ ότι φαίνεται ήταν ανορεξική, διότι είχε ύψος 1,72 μ. και 46 κιλά. Οπότε ξεκίνησε επισκέψεις σε γιατρούς και νοσοκομεία, αλλά ευτυχώς δεν χρειάστηκε να την ταΐσουν με σωληνάκια. Η σχέση της με το φαγητό δεν ήταν καθόλου καλή, γιατί μόλις έβαζε μια μπουκιά στο στόμα της, ένιωθε απόλυτα χορτασμένη και ταυτόχρονα αηδιασμένη. Επίσης  παραδέχτηκε, ότι έπασχε από βουλιμία, που όμως η ίδια δεν το είχε αντιληφθεί εγκαίρως, γιατί δεν έκανε συχνά εμετούς. Εκείνο που είχε προσέξει, ήταν ότι μέσα σε μια εβδομάδα έχανε έξι κιλά και σε δυο μέρες τα ξανάπαιρνε τρώγοντας ακατάσχετα, όποια αηδία έβρισκε μπροστά της. Κι επειδή αυτό την είχε κουράσει ζήτησε τη βοήθεια των γιατρών και μάλιστα βρήκε, ότι πιο κατάλληλος για την περίπτωσή της ήταν ο κύριος Δαβίδ Καπόν, που είναι Εβραίος από τη Θεσσαλονίκη και γιος δύο ανθρώπων, που ο μπαμπάς της τους οδήγησε στο χαμό.

Πριν πέσει το τείχος στη Γερμανία ο πατέρας της Νίκης την έστειλε στον αθλητίατρο Κουρτ Βάλζερ. Την υποδέχτηκε ψυχρά κι άρχισε να ελέγχει συστηματικά το βάρος της, το ύψος της και τη συχνότητα της περιόδου της. Της έδωσε μάλιστα και μία αυξητική ορμόνη, που καταπολεμούσε τη μυϊκή ατροφία. Της μίλησε για τον πατέρα του, που ήταν πρωταθλητής Γερμανίας και της έδειξε και μια φωτογραφία του, που τρέχει κρατώντας την ολυμπιακή δάδα στην Ολυμπιάδα του ’36. Στον πόλεμο ήταν υπαξιωματικός της Βέρμαχτ και υπηρέτησε τρία χρόνια στη Στρατιωτική Διοίκηση Θεσσαλονίκης. Αποφάσισε να την ξεναγήσει στην πόλη και την πήγε στην Παλαιά Πινακοθήκη, όπου υπήρχαν πολλά από τα αριστουργήματα της ευρωπαϊκής τέχνης και στάθηκαν για πολύ ώρα μπροστά από τον πίνακα του Ρέμπραντ, «η Σουζάνα με τους γέροντες». Της είπε πως είναι ένα από τα αγαπημένα του έργα. Της εξηγεί πως η Σουζάνα είναι νιόπαντρη, εικονίζεται σχεδόν γυμνή και βρίσκεται στα χέρια δύο έκφυλων γέρων, που της έχουν στήσει ενέδρα. Θέλει να αντιδράσει, αλλά δεν ξέρει πώς. Ο Κουρτ εκείνη τη στιγμή την κρατούσε σφιχτά από τους ώμους κι εκείνη ένιωθε την θερμή ανάσα του στο σβέρκο της, ενώ το σώμα του ταλαντευόταν μπρος πίσω και της ζήτησε να πει τη γνώμη της αν το κορίτσι θα αντιστεκόταν ή θα υπέκυπτε. Της είπε επίσης, ότι ένας άλλος αγαπημένος του πίνακας του Ρέμπραντ είναι «η Εβραία Νύφη», που τον είχε δει στο Ράικσμουσέουμ του Άμστερνταμ. Η πρώτη εντύπωση απ’ αυτό το έργο είναι το χρυσοκόκκινο φέγγος, που ξεπηδά από τις προσωπογραφίες ενός ζεύγους ευκατάστατων Εβραίων. Το γαλήνιο αυτό ζευγάρι των Εβραίων δεν μοιάζει καθόλου με αυτούς, που διέσχισαν ξυπόλητοι την Ευρώπη, αλλά ούτε με αυτούς, που σιγολιώνανε παρατημένοι πάνω στο χιόνι του γκέτο. Και των δύο τα ρούχα είναι ραμμένα με διαμαντικά. Άλλοι λένε πως είναι ένα ζευγάρι, που γιορτάζει τους αργυρούς γάμους τους, και άλλοι πως ο πατέρας αποχαιρετά τη μελλόνυμφη κόρη του. Ο ζωγράφος επίσης έχει βάλει το χέρι της γυναίκας πάνω στην κοιλιά της, που εξέχει ελαφρώς. Ίσως να είναι έγκυος και μ’ αυτήν την κίνηση δηλώνει, πως θα τον κρατά για πάντα, από το φορτίο της μήτρας.

Η Νίκη σε όλη της τη ζωή χρησιμοποιούσε πολύ το στόμα της. Μιλούσε πολύ, έπινε αρκετά, έτρωγε λίγο, κάποιες φορές ξερνούσε και προτιμούσε τον στοματικό έρωτα, γιατί δεν ήθελε να μείνει έγκυος. Μία φορά που είχε μείνει, έκανε έκτρωση. Τα υπόλοιπα μέλη του σώματός της ατροφούσαν. Ο δημοσιογράφος αναρωτιόταν τι της βρήκε και είναι μαζί της κι ενώ είναι ερωτευμένος μαζί της, προσπαθεί να πείσει τον εαυτό του, πως δεν είναι, όμως η αλήθεια είναι, πως είχε ερωτευτεί την αδυναμία της, την ευθραυστότητά της κι εκείνο το τρομαγμένο παιδί που έκρυβε μέσα της, Το διαπίστωσε πως ήταν ερωτευμένος μαζί της, όταν αυτή είχε εξαφανιστεί για λίγο και δεν απαντούσε στα τηλέφωνα, οπότε αναγκάστηκε να πάει στο σπίτι της να δει τι συμβαίνει. Χτύπησε το κουδούνι, αυτή δεν άνοιξε, αλλά μετά από λίγο άνοιξε η πόρτα της και βγήκε ένας άνδρας, που κατευθύνθηκε προς το ασανσέρ. Όταν ξαναχτύπησε η πόρτα της, αυτή νομίζοντας, ότι κάτι ξέχασε αυτός που έφυγε, την άνοιξε κι εμφανίστηκε γυμνή στην πόρτα. Αμέσως ο δημοσιογράφος άρχισε να ζητά εξηγήσεις. Εκείνη ουρλιάζοντας του έλεγε, πως δεν είναι ιδιοκτησία κανενός και ότι μαζί δεν είχαν υπογράψει κάποιο συμβόλαιο αιώνιας πίστης  και όταν αυτός προσπάθησε να της κλείσει το στόμα, αυτή τον δάγκωσε στο χέρι και προσπάθησε να δικαιολογήσει την παρουσία του άλλου άντρα, σαν ασήμαντο πταίσμα, ενώ το ξέσπασμά του ήταν «ασυγχώρητο έγκλημα». Τελικά παραδέχτηκε, πως το βάρος στο στομάχι του, που ένιωσε, δεν ήταν το παλιό του έλκος, αλλά ήταν ξανά ερωτευμένος κι αν ήθελε να έχει κάποιες ελπίδες έπρεπε να το κρύβει και να υποδύεται τον αδιάφορο.  Άλλωστε κι αυτός, έπασχε από  τραύματα, που προέρχονταν από την παιδική του ηλικία, επειδή ο πατέρας του από πολύ νέος είχε μια άστατη ζωή, την οποία συνέχιζε και όντας παντρεμένος δημιουργώντας οικογένεια κι εξαιτίας των προβλημάτων, που κουβαλούσε η συμπεριφορά του ήταν βίαιη  στο γιο του.  Ο δημοσιογράφος, όταν ήταν μικρός είχε πρόβλημα κυρίως στο σχολείο, γιατί  δεν είχε το θάρρος ν’ αντιμετωπίζει τους συμμαθητές του και  όταν ο πατέρας του πήγαινε στο  σχολείο για να μάθει  τη σχολική του συμπεριφορά, αυτός αντιδρούσε βίαια  και δεν δεχόταν καμία αντίρρηση, αντίθετα με την μητέρα του, που τον δικαιολογούσε, γι’ αυτό ο θάνατός του τον είχε ανακουφίσει. Ο πατέρας του δεν μπορούσε να καταλάβει, πως κάτι έλιωνε μέσα του, όταν έπρεπε να αντικρίσει ξένο κόσμο. Όμως όταν βρέθηκε στο Πανεπιστήμιο, μία όμορφη συμφοιτήτριά του τον βοήθησε να ξεπεράσει αυτό το πρόβλημα κι έτσι έχει καταφέρει να πηγαίνει μόνος του στον κινηματογράφο ή να μην κρύβει το πρόσωπό του πίσω από μια εφημερίδα, όταν πάει για καφέ.

 

Νίκος Δαββέτας

 

Ο πατέρας του είχε γεννηθεί και μεγαλώσει στην Ολυμπία από αριστερή οικογένεια, που όμως αναγκάστηκε να υπηρετήσει τη στρατιωτική του θητεία στη Μακρόνησο και να πολεμήσει στο «συμμοριτοπόλεμο» με τον Εθνικό Στρατό. Είχε επίσης τη φαεινή ιδέα να κάνει εμπόριο με τα χαρτιά τουαλέτας, που ήταν χαρτιά από εφημερίδες, ή δημοσιογραφικό χαρτί, που τα έκοβε σε λωρίδες και τα πουλούσε. Έβαλε συνεταίρο και τον άντρα της αδελφής του, ο οποίος είχε φορτηγό και δούλεψαν καλά μέχρι το 1965, οπότε τότε εμφανίστηκε η χαρτοβιομηχανία Softex, που είχε μαλακό και αρωματισμένο χαρτί και ο κόσμος το προτιμούσε, οπότε αναγκάστηκαν να σταματήσουν αυτό το εμπόριο και ο γαμπρός του, που ήταν και νονός των παιδιών του, αναγκάστηκε να φύγει από την επιχείρηση και να κάνει μεταφορές με το φορτηγό του. Έτσι  αυτός προόδευσε κι έβγαλε άδεια για τριαξονικό και σιγά σιγά απέκτησε άλλα δέκα φορτηγά. Τον πατέρα του όμως τον χαντάκωσαν οι τυπογράφοι. Το μαγαζί του ήταν μια πόρτα με τις μεγαλύτερες εφημερίδες της εποχής. Αυτοί δούλευαν και τα μεσάνυχτα για να βγάλουν την έκτακτη είδηση και να την τυπώσουν στην πρώτη σελίδα, οπότε μόλις τελείωναν το έριχναν στα ζάρια. Έστρωναν την κουβέρτα στο πάτωμα και ξεκινούσαν. Αυτοί δεν είχαν ανάγκη από χρήμα, γιατί τους χρύσωναν οι εκδότες, ο πατέρας του όμως που είχε μπλεχτεί και αυτός στον τζόγο, δεν είχε χρήματα, οπότε όλο ζητούσε πίστωση. Κάπνιζε κι έπινε ασταμάτητα και είχε φάει όλες του τις οικονομίες. Είχε πολλές ακάλυπτες επιταγές και οι λογαριασμοί, που είχε έμεναν απλήρωτοι. Κάποια μέρα όμως σχεδόν χαράματα όταν έπαιζε ζάρια με τους τυπογράφους, μπούκαρε μια ολόκληρη διμοιρία αστυνομικών  στο υπόγειο. Οι συνδικαλιστές συνελήφθησαν, κατασχέθηκαν εφημερίδες, χρήματα και κουβέρτα. Τα ζάρια δεν βρέθηκαν, γιατί κάποιος τα κατάπιε. Οι περισσότεροι οδηγήθηκαν στον ιππόδρομο, που είχε μετατραπεί σε στρατόπεδο συγκέντρωσης. Τέσσερις αφέθηκαν ελεύθεροι, μεταξύ αυτών και ο πατέρας του, επειδή είχε υπηρετήσει στον Εθνικό στρατό κατά τον συμμοριτοπόλεμο. Στην πραγματικότητα, ο δημοσιογράφος,  δεν ήξερε ποιος ήταν ο πατέρας του, γιατί και μετά τον θάνατό του δεν είχε ακούσει καλό λόγο γι’ αυτόν. Ακόμα και το ξαφνικό τέλος του, που έπαθε συμφόρηση οδηγώντας, ήταν για τους συγγενείς ένα δικό του σφάλμα μέσα στα τόσα άλλα, που είχε διαπράξει. Μια εσπευσμένη αναχώρηση, σε λάθος ώρα και σε λάθος τόπο, που έκρυβε μία εξαπάτηση. Οι περισσότεροι αιστάνθηκαν ότι έφυγε ξαφνικά, για να μην πληρώσει τα χρέη του.

Ο δημοσιογράφος κάποια μέρα έλαβε μία πρόσκληση του υπουργού, από το Υπουργείο Πολιτισμού, για να παρευρεθεί στην Αίθουσα Τύπου. Θα δινόταν μία έκτακτη συνέντευξη της ηγεσίας του Υπουργείου για τον επαναπατρισμό των γλυπτών του Παρθενώνα. Το κτίριο που στεγαζόταν το Υπουργείο ήταν κάποτε το κολαστήριο της δικτατορίας. Εξωτερικά δεν είχε αλλάξει, μόνο τα παντζούρια τα είχαν βάψει κόκκινα. Ο δημοσιογράφος όταν έφτασε στο κτίριο έδειξε την πρόσκλησή του στον φρουρό κι αυτός τον άφησε να περάσει. Το κτίριο αυτό γρήγορα του έφερε στο μυαλό, ότι επί δικτατορίας βρέθηκε σ’ αυτό το κτίριο με τον πατέρα του, για να πάρει ένα πιστοποιητικό κοινωνικών φρονημάτων, για την έκδοση άδειας μικροπωλητή. Καθώς ανέβαιναν τις σκάλες, έβλεπαν ανθρώπους με χειροπέδες στα χέρια και όταν έφτασαν στον όροφο που έπρεπε, στο γραφείο μπήκε μόνος του ο πατέρας του κι αυτός περιμένοντας απέξω είδε να εμφανίζεται μπροστά του ένας αστυνομικός και άρχισε να τον ρωτά τι ομάδα ήταν. Απάντησε βέβαια, αλλά από τον φόβο του, αιστάνθηκε πως έπρεπε να πάει τουαλέτα άμεσα, διότι διαφορετικά θα τα έκανε επάνω του. Αυτό το αίσθημα το ένιωθε πάντα, όπως όταν ήταν μικρός στο σχολείο, αλλά και τώρα  κάθε φορά που χρειάζεται να βρεθεί  στην ουρά κάποιας κρατικής υπηρεσίας ή σε οποιαδήποτε δύσκολη θέση, όπως  όταν τον συνέλαβαν, γιατί βρέθηκε μαζί με άλλους φοιτητές στον περίβολο της αμερικανικής πρεσβείας εφοδιασμένοι με μολότοφ και κόκκινες μπογιές. Το πρώτο ξύλο το έφαγαν μέσα στην κλούβα και το δεύτερο στα κρατητήρια.

Είκοσι χρόνια μετά τον θάνατο του πατέρα του, κληρονόμησε αυτός και ο αδελφός του 3.855 τ.μ. στο ύψωμα της Αϊδωνούς, τέσσερα χιλιόμετρα ανατολικά της Αρχαίας Ολυμπίας, επειδή η προγονική γη μοιράστηκε στους κληρονόμους με κλήρο. Κάποια στιγμή το περιέφραξαν με συρματόπλεγμα κι έβαλαν και μια συρόμενη μεταλλική πόρτα. Μάλιστα όταν έκαναν χωματουργικές εργασίες, ο εκσκαφέας έφερε στο φως έναν πρόχειρο τάφο, που περιείχε δύο σκελετούς, έναν άνδρα και μία γυναίκα. Οι σκελετοί όπως έγινε γνωστό αργότερα, από κάποιον συγγενή τους τον μπάρμπα- Μαθιό, που ήταν η αδελφή του, η Δήμητρα και ο άντρας της. Το Γενάρη του ΄48 πήγε στην περιοχή αυτή ο Εθνικός Στρατός και κυνηγούσε αντάρτες, έτσι αυτό το ανδρόγυνο πήγε στο κτήμα του πατέρα του δημοσιογράφου, για να κρυφτεί. Ο Γιώργης ο πατέρας του έκανε ό,τι μπορούσε,  για να τους ταΐσει, αλλά όταν τον πήραν φαντάρο έφυγε για την Μακρόνησο και τον αδελφό της, τον Μαθιό τον έστειλαν εξόριστο στην Ικαρία, οπότε δεν υπήρχε κανείς να τους βοηθήσει. Όταν βρέθηκαν τα οστά τους, τα ζήτησε ο αδελφός της, για να τα θάψει, αλλά δεν του τα, έδωσαν, γιατί τα είχαν πετάξει στο χωνευτήρι.

Η Νίκη συνεχώς εξαφανιζόταν, χωρίς ιδιαίτερο λόγο. Κάποια στιγμή ο δημοσιογράφος κατάφερε να τη συναντήσει  και τότε εκείνη έβαλε το χέρι της στην κοιλιά της κι άρχισε να τη χαϊδεύει, ανακοινώνοντας ψυχρά, πως είναι έγκυος και θέλει να το κρατήσει και μάλιστα του είπε πως κάθε μέρα, που περνάει, νιώθει να  μοιάζει όλο και περισσότερο στην «Εβραία νύφη». Ο δημοσιογράφος όμως δεν είναι σίγουρος ότι είναι δικό του αφ’ ενός, αλλά αφ’ ετέρου θυμάται πολύ καλά τα λόγια της, που έλεγε πως αναγουλιάζει και μόνο στην ιδέα μιας εγκυμοσύνης. Οι δικαιολογίες, που έλεγε για το ότι ήθελε να το κρατήσει, ήταν τη μία ότι το θεωρούσε χρέος της, για την αδικοχαμένη μητέρα της και την άλλη, ότι ένιωθε την ανάγκη να συνεχίσει να ζει μέσα από ένα άλλο πλάσμα. Αυτός όμως της ξεκαθάρισε ότι δεν ήθελε να γίνει πατέρας, αλλά αν αυτή ήθελε να φέρει στον κόσμο ένα παιδί, θα την στήριζε, αρκεί να μην ήταν κι αυτό ένα από τα καπρίτσια της. Της ζήτησε μάλιστα να επισκεφτούν τον γιατρό της μαζί. Του είπε πως δεν είχε αντίρρηση, αλλά επειδή άμεσα θα πήγαινε στη Γερμανία, θα πρέπει να πάνε όταν επιστρέψει. Ο δημοσιογράφος ξαφνιάστηκε μ’ αυτό το απρόσμενο ταξίδι της, και αποφάσισε να επισκεφτεί τον γιατρό της, για περισσότερη ενημέρωση.

Ο γιατρός της ήταν ο Εβραίος Δαβίδ Καπόν. Ο παππούς του ήταν ο περίφημος γυναικολόγος Μωυσής Καπόν, ο οποίος έμενε με την οικογένειά του στη Θεσσαλονίκη και ο οποίος δεν μπόρεσε να καταλάβει, πως από τη  μια στιγμή στην άλλη, αντί για ευχαριστίες που δεχόταν, άρχισε να εισπράττει καρπαζιές. Αυτός ήταν γερμανοθρεμμένος Εβραίος, που λάτρευε τον Γκαίτε, τον Μπύχνερ και τον Βάγκνερ. Είχε μεγάλη εμπιστοσύνη στους Γερμανούς, που εμπιστεύτηκε σ’ αυτούς και το θάνατό του. Ο πατέρας του Δαβίδ τότε ήταν ασκούμενος δικηγόρος και προτίμησε να φύγει με την οικογένειά του, προς τη νότια Ελλάδα. Μόλις έφτασαν στην Αθήνα, παρέδωσε τον Δαβίδ σε μια άγνωστη χριστιανική οικογένεια, που του έδωσαν το όνομα Εμμανουήλ Ακριγιαννάκης. Πέρασε όλη την κατοχή κοντά τους. Έμαθε γρήγορα να διαβάζει. Στο σπίτι υπήρχε μια μεγάλη βιβλιοθήκη από την οποία μπορούσε να πάρει στο δωμάτιό του, όποιο βιβλίο ήθελε. Με την οικογένειά του ξανάσμιξε τον Μάρτη του ’45. Όταν επέστρεψαν στην πόλη τους τη Θεσσαλονίκη έπαθαν σοκ, γιατί ολόκληρες γειτονιές είχαν εξαφανιστεί, οι τάφοι των δικών τους ήταν κατεστραμμένοι, τα μαγαζιά τους είχαν καεί και τα σπίτια τους ήταν κατειλημμένα από άλλες οικογένειες.

Ο πατέρας του Δαβίδ, όταν έμαθε τι είχε συμβεί στον πατέρα του, στη μητέρα του και στους θείους του, που όλοι είχαν γίνει μια στήλη καπνού, κλονίστηκε η ψυχική του υγεία. Ίσως να ήταν και αυτή η αιτία, που ο Δαβίδ έγινε ψυχίατρος. Τώρα είναι σε μεγάλη ηλικία και η Νίκη είναι από τα τελευταία άτομα, που παρακολουθεί, αφού σε λίγο θα βγει στη σύνταξη. Ο δημοσιογράφος ενδιαφέρεται να μάθει από τον γιατρό πληροφορίες για το τι άτομο είναι η Νίκη και ποιος ήταν ο πατέρας της, όμως ο γιατρός δεν μπορεί να του πει λεπτομέρειες για την ίδια. Το μόνο που του λέει είναι ότι η θεραπεία της είναι χρονοβόρα, γιατί η ίδια δεν βοηθάει τον εαυτό της και ότι απουσιάζει συχνά από τις συνεδρίες τους χωρίς λόγο.

Όσο για τον πατέρα της, του είπε, πως διορίστηκε από τους Γερμανούς στην Υπηρεσία Διαχείρισης Εβραϊκών περιουσιών, οπότε από εκεί είχε όλη την ευχέρεια να βάλει στο χέρι τις περιουσίες των απόντων Εβραίων. Αυτός έβγαζε σε πλειστηριασμό τα καλύτερα μαγαζιά της αγοράς και μάλιστα όσοι Εβραίοι επέζησαν έπρεπε να αποδείξουν στα δικαστήρια, ότι οι συγγενείς τους είχαν γίνει πράγματι στάχτη, αλλιώς δεν μπορούσαν να κληρονομήσουν τίποτα. Ευτυχώς η οικογένεια του Δαβίδ στάθηκε τυχερή και πήρε τα σπίτια, που τους ανήκαν, ενώ άλλοι έμπλεξαν στη γραφειοκρατία. Επίσης του ανέφερε πως το 1963 με την υπόθεση Λαμπράκη ήταν και ο πατέρας της Νίκης αναμεμειγμένος στη δολοφονία του. Αυτός τότε ήταν επίλεκτο μέλος της γερμανόφιλης οργάνωσης «Εθνική ‘Ένωση», υπερασπιστής των ταγμάτων ασφαλείας, εκδότης και διευθυντής μιας κατάπτυστης φυλλάδας στη Βόρεια Ελλάδα.

Η δικτατορία τον βρήκε στην ακμή της καριέρας του, χρημάτισε σε διάφορα κρατικά πόστα, αλλά είχε τη στοιχειώδη εξυπνάδα μετά την εκδίωξη του Παπαδόπουλου από τον Ιωαννίδη να το «γυρίσει». Με πρωτοσέλιδο άρθρο στη φυλλάδα του, αποδοκίμασε την αλλαγή φρουράς, οπότε ο Ιωαννίδης του έκλεισε την εφημερίδα. Αυτό ήταν το μεγαλύτερο δώρο, που του έκαναν οι στρατιωτικοί. Οπότε ύστερα από την πτώση της Χούντας, εμφανίστηκε ως ο υπ’ αριθμόν ένα αντιστασιακός δημοσιογράφος του τοπικού Τύπου. Βέβαια του επιφυλάχτηκε μία μεγαλοπρεπής κηδεία, αφού τα στεφάνια ξεκίναγαν από την Μητρόπολη κι έφταναν ως την παραλία. Εξαιτίας όλων αυτών των αδικιών η πίστη του Δαβίδ είχε κλονιστεί, βλέποντας ανθρώπους, που είχαν διαπράξει εγκλήματα, να πεθαίνουν γαλήνια στο κρεβάτι τους περιστοιχισμένοι από παιδιά κι εγγόνια, ενώ οι δικοί του άνθρωποι, που δεν είχαν κάνει τίποτα είχαν ένα τόσο άδοξο τέλος μέσα στα κρεματόρια. Δεν μπορούσε να πιστέψει και να χωνέψει, πώς τα επέτρεψε ο Θεός να γίνουν όλα αυτά. Επομένως τίποτα δεν πληρώνεται εδώ, οπότε και οι μεγαλύτερες ατιμίες μπορούν να μείνουν ατιμώρητες. Μέχρι, που κάποτε είχε σκεφτεί να γίνει Χριστιανός. Του είπε επίσης, ότι η Νίκη θα πήγαινε στο Μπαντ Άρολζεν, εκεί όπου βρίσκονται έξι μεγάλα κτίρια, που φιλοξενούν στα ράφια τους όλα τα έγγραφα των ναζιστικών αρχών, σχετικά με εκτελέσεις, εκτοπίσεις και βασανιστήρια στις υπό κατοχήν χώρες της Ευρώπης, προκειμένου να μάθει λεπτομέρειες για τη δράση του πατέρα της. Ίσως αυτό το τέρας, που είχε πλάσει μέσα της, να θέλει να το επαναφέρει στ’ ανθρώπινα μέτρα. Ο γιατρός τα ήξερε αυτά, γιατί είχε πάει μ’ έναν δικηγόρο και την εξαδέλφη του Ελβίρα Λεβή, επιζήσασα των στρατοπέδων, για την επιστροφή των εβραϊκών περιουσιών. Ο γιατρός του είπε αν θα το πραγματοποιήσει αυτό το ταξίδι η Νίκη, θα είναι μια πολύ δυσάρεστη εμπειρία. Επίσης του επισήμανε, πως αυτός της έκανε κακό, που μπλέχτηκε μαζί της και  που αρνήθηκε να γίνει πατέρας του παιδιού της, γιατί η κοπέλα στη φάση που βρίσκεται έχει ανάγκη από ανθρώπους, πιο στιβαρούς και όχι αλαφροΐσκιωτους. Με αυτά που του είπε ο γιατρός, ο δημοσιογράφος είχε αρχίσει να ιδρώνει και τον έπιασε κόψιμο, όπως τον έπιανε πάντα στις δύσκολες στιγμές, γι’ αυτό  ο δημοσιογράφος αποφάσισε να πάει στο Βερολίνο να τη βρει. Πράγματι όταν τη βρήκε, προσπάθησε να την αποτρέψει και να μην πάει εκεί, γιατί μπορεί να κάνει κακό στο παιδί και την διαβεβαίωσε, ότι τελικά θέλει να γίνει πατέρας του παιδιού. Η απάντηση όμως, που του έδωσε ήταν, πως το παιδί είναι μόνο δικό της και θα αποφασίσει εκείνη για εκείνο και ότι δεν αλλάζει γνώμη και θα πάει στο Μπαντ Άρολζεν και θα γυρίσει σε δυο μέρες.

Ο δημοσιογράφος μένοντας στο Βερολίνο συνάντησε έναν συγχωριανό του πατέρα του τον Νιόνιο. Γυρνώντας όμως στο ξενοδοχείο τον περίμεναν δύο αστυνομικοί, οι οποίοι του ανακοίνωσαν πως  η Νίκη έπεσε από το μπαλκόνι του διαμερίσματος του αθλητίατρου Κουρτ Βάλζερ και θα ήθελαν να τους ακολουθήσει  για να δώσει κατάθεση και κατόπιν τον οδήγησαν στο νεκροτομείο για αναγνώριση. Σε λίγο εμφανίστηκε και ο αθλητίατρος, όπου ο δημοσιογράφος ένιωσε ένα αίσθημα αηδίας, γιατί δεν περίμενε να συνέχιζαν τη σχέση τους πίσω από την πλάτη του. Ο Βάλζερ μάλιστα έδειχνε πιο συντετριμμένος απ’ αυτόν. Όταν τον πλησίασε για να κουβεντιάσουν ο Βάλζερ απέδωσε ευθύνες και σ’ αυτόν αλλά και στον γιατρό Δαβίδ, που και οι δυο τη φόρτωναν ενοχές, φόβους και προκαταλήψεις. Δυστυχώς αυτός δεν μπόρεσε να τις τα βγάλει όλα αυτά από το μυαλό της και γι’ αυτό προσπάθησε να γίνει αόρατη και να εξαϋλωθεί. Τους αποδίδει την ευθύνη, ότι την ανάγκασαν ν’ αναμασά το παρελθόν της μέχρι να το ξεράσει. Και καταλήγει, πως αν βρισκόταν στο δωμάτιο την ώρα που πήγε στο μπαλκόνι, θα την έπιανε στον αέρα, ακόμα και πετώντας.

Ο δημοσιογράφος παρέμεινε στο Βερολίνο επειδή επέμενε ο Νιόνιος, όμως τα βράδια δεν μπορούσε να κοιμηθεί αν δεν έπινε πολλές μπύρες. Έτσι καθώς έπινε μπύρες στο μαγαζί είδε στην τηλεόραση, πως είχε πιάσει φωτιά η περιοχή της Αρχαίας Ολυμπίας και ξαφνικά ο φακός της εναέριας κάμερας έκανε ζουμ κι έδειξε το κτήμα τους. Αμέσως ο Νιόνιος έκλεισε θέσεις με τη Lufthansa για την πρωινή πτήση για Αθήνα. Ο Νιόνιος μόλις έφτασε στην Ολυμπία έτρεξε να βρει τον πατέρα του, που ήταν στη λίστα των αγνοουμένων, ενώ ο δημοσιογράφος κάθισε σ’ ένα καφενείο, περιμένοντας να έρθει ο αδελφός του. Εκεί τον πλησίασε ο συγγενής του, ο μπάρμπα – Μαθιός, που το 1949, ο Εθνικός Στρατός σκότωσε την αδελφή του και τον άντρα της, που είχαν κρυφτεί στο κτήμα του Γιώργου, του πατέρα του δημοσιογράφου και τον παρακάλεσε να πάνε παρέα στο κτήμα, όταν σβήσει η φωτιά, με το φορτηγό του, να ανάψει ένα κερί εκεί που σκοτώθηκαν οι συγγενείς του.

Η φωτιά δεν ήταν εύκολο να σβήσει. Πάλεψαν όλοι για δώδεκα ημέρες, όμως ο αέρας την ξαναφούντωνε. Το θέαμα ήταν φρικτό, αφού παντού μπορούσε να δει κανείς εκατοντάδες απανθρακωμένα ζώα. Όταν η φωτιά περιορίστηκε κι έφτασαν στο κτήμα είδαν πως το σύρμα είχε λιώσει, το θεόρατο κυπαρίσσι ήταν καρβουνιασμένο και η μεταλλική πόρτα είχε κοπεί στα δύο και είχε πέσει στο έδαφος. Ο Μαθιός έβγαλε από την τσέπη του δυο λευκά κεριά, τα έμπηξε στο έδαφος και τα άναψε.

Ο δημοσιογράφος μετά τις φωτιές  συναντήθηκε με τον γιατρό Δαβίδ σ’ ένα καφέ. Με το που βγήκε στην σύνταξη, ο Δαβίδ αποσύρθηκε στο εξοχικό του και δεν επικοινωνούσε με κανέναν. Του στοίχισε η απώλεια της Νίκης, αλλά περισσότερο του στοίχισε η αδυναμία του να προλάβει το κακό. Του είπε επίσης, πως είναι άρρωστος και οι γιατροί του δίνουν έξι μήνες ζωή. Είχε καρκίνο στον πνεύμονα με μετάσταση στα οστά.

Ο δημοσιογράφος επίσης συνάντησε και την Ελβίρα την εξαδέλφη του Δαβίδ κι εκείνη του διηγήθηκε όλα όσα πέρασε και πριν την πάνε στα στρατόπεδα συγκέντρωσης, που ήταν νέα, αλλά ήταν υποχρεωμένη να φορά ρούχα στα οποία ήταν ραμμένο το κίτρινο αστέρι και θυμάται ότι στο μόνο ρούχο, που δεν ήθελε να ραφτεί το αστέρι ήταν ένα ωραίο λουλουδάτο φόρεμα, από ύφασμα μπροκάρ, που το φορούσε κυρίως στις γιορτές. Το ύφασμα της το είχε φέρει ο παππούς του Δαβίδ από το Λοτζ της Πολωνίας, που το έλεγαν το Μάντσεστερ της Ανατολής. Της το είχε ράψει η μαμά της, που ήταν πολύ καλή μοδίστρα, που έραβε και Χριστιανές και  Εβραίες. Όταν το φορούσε αυτό το φόρεμα την κοιτούσαν οι γυναίκες με ζήλια και οι άντρες με θαυμασμό. Στο στρατόπεδο, που βρέθηκε, δούλευε και κοιμόταν μαζί με την Όλια, που ήταν μικροπαντρεμένη και καταγόταν από το Λοτζ. Σ’ αυτό το στρατόπεδο έζησε δυο χρόνια. Μερικές εβδομάδες αργότερα τους έβαλαν να σταθούν τρεις ώρες στην ουρά μες στο χιόνι γυμνές, για να κάνουν την επιλογή τους οι Γερμανοί. Αυτούς που έστελναν δεξιά ήταν για εργασία και αριστερά για τους φούρνους. Τις έβαλαν και τις δυο στα δεξιά, όμως ή Όλια το βράδυ ψηνόταν στον πυρετό και μέχρι το πρωί είχε πεθάνει. Η Ελβίρα όμως επέζησε.

Όταν ο δημοσιογράφος συνόδεψε τον Δαβίδ στον τάφο της Νίκης για ν’ αφήσουν λίγα χρυσάνθεμα, διαπίστωσε πως στον τάφο του πατέρα της, που είχε θαφτεί, το όνομα της μητέρας της δεν υπήρχε πουθενά, και υπέθεσε πως θα είχε θαφτεί κάπου αλλού, εξόριστη.

Κοιτάζοντας την ημερομηνία θανάτου της, ο κύριος Καπόν επεσήμανε ότι η Νίκη είχε διαλέξει να φύγει την ημέρα των γενεθλίων της. Δεν μπόρεσε να κλάψει και αποχώρησε, όμως θυμήθηκε  έναν νεαρό με σκουλαρίκι στη μύτη, που έκλεγε γοερά μπροστά από τον τάφο των γονιών του σ’ ένα νεκροταφείο στο Βερολίνο και σκέφτηκε, πόσο πραγματικά ευτυχισμένος θα ήταν αν μπορούσε κι αυτός να κλάψει έτσι, για όλους τους νεκρούς, που στοίχειωναν τη ζωή του, αντί να ρίχνει κλεφτές ματιές στο παρελθόν τους, σαν να κοιτάζει από το καθρεφτάκι του οδηγού ένα τεφρό τοπίο, που γλιστρά και χάνεται.

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top