Fractal

«Εκεί στον ίσκιο σου αποκάτω ήρθε ο Χριστός ν’ αναπαυθεί»

Γράφει η Ανθούλα Δανιήλ //

 

Δημήτρης Ταλιάνης: «Η Ελιά στη Λέσβο» Έκδοση: Πολιτιστικός Σύλλογος «Ελαίας Νήσος Λέσβος», Παραγωγή: Εκδόσεις Τοπίο 2021

 

Δεν είναι η πρώτη φορά που ο Δημήτρης Ταλιάνης ασχολείται με την ελιά. Είναι όμως η πρώτη φορά που ασχολείται ειδικά με την ελιά στη Λέσβο.

Στον διακαή του πόθο να αναδείξει το πολύτιμο θησαυρό της πατρίδας του, τον συνέδραμαν οι εξής συγγραφείς: Η Διευθύντρια της Δ.Κ. Βιβλιοθήκης Μυτιλήνης Μαρία Γρηγορά, ο Καθηγητής  Νίκος Ζούρος, ο Καθηγητής Νίκος Θωμαΐδης, ο Καθηγητής Νίκος Καραπιδάκης, ο πρώην Νομάρχης Λέσβου, Βουλευτής και υπουργός Νίκος Σηφουνάκης και ο συγγραφέας, δημοσιογράφος, ερευνητής Νίκος Ψιλάκης. Επιστρατεύτηκαν έργα πολλών ζωγράφων, υλικό από Μουσεία και Βιβλιοθήκες. Και ο Ταλιάνης σε όλα αυτά έδωσε πρόσωπο με τον φακό του, ξέροντας πώς θα αναδείξει ένα αγαθό της φύσης, την ελιά, με ένα άλλο αγαθό, το φως και πώς κρησάροντάς το μέσα από τα ελαιόφυλλα θα αποτυπώσει στη φωτογραφία του δέντρα,  καρπούς και ανθρώπους.

Μέσα από τα κείμενα του λευκώματος, μαθαίνουμε την ιστορία του νησιού, αλλά  και τη σημασία του πλούσιου καρπού στην οικονομία του, την εποχή και τις προκλήσεις της, τις άλλες τέχνες και δραστηριότητες που αναπτύχθηκαν εξ αφορμής της ελιάς: τα ελαιοτριβεία, τα σαπωνοποιεία,  τα κιούπια, τις  επιχειρήσεις, το εμπόριο, τη σχέση της Λέσβου  με τη Μασσαλία, τη χρυσή εποχή του τόπου.

Τη σημασία της ελιάς τη βρίσκουμε στον μύθο καθώς και στον περίφημο ύμνο στην ελιά, στον  Οιδίποδα επί Κολωνώ, του Σοφοκλή:

 

Εδώ φυτρώνει ένα δέντρο

Είναι η ελιά με τ’ ασημένια φύλλα

Η ελιά που στεφανώνει τα παιδιά μας

που κανένας δεν τολμά να ξεριζώσει

γιατί απάνω της είναι στραμμένο

το βλέμμα του ιερού προστάτη της, του Δία,

και η αστραφτερή ματιά της Αθηνάς

(μτφρ. Δημήτρης Καλοκύρης)

 

«Είναι αυτό το ατέλειωτο δάσος, που σκεπάζει το νησί. Δεκατρία μιλιούνια δέντρα είναι που απλώνουν την ευλογία τους πέρα για πέρα στα βουνά, στους κάμπους, ως κάτου στην ακρογιαλιά. Ανηφορίζουν ως τις πιο ψηλές κορφές, ροβολάνε στις λαγκαδιές, σκύβουν πάνω απ’ τα κύματα, πιασμένες από τα βράχια, γαντζωμένες από τις σκισμές της πέτρας», γράφει ο Στράτης Μυριβήλης. Από του λογοτέχνες μας, άλλος την κοίταξε με θαυμασμό, άλλος με σεβασμό σαν μητέρα και τροφό. Κι άλλος ερωτικά. Ο Ελύτης την είδε σαν δακτυλικό αποτύπωμα.

Για τις ερωτικές ελιές έγραψε το ποίημα Ελάαι ερόεσσαι,  πριν από 2700 χρόνια ο ποιητής Αλκαίος που πίστευε στον Άρη, δηλαδή στον πόλεμο, στον Βάκχο, δηλαδή στο κρασί και στην Αφροδίτη, δηλαδή στον έρωτα.  Ένα θραύσμα μόνο έφτασε στα χέρια μας. Όμως στα χρόνια του πατέρα μας, ένας άλλος ποιητής από τη Λέσβο, ο Γιάννης Αλύτης –Βόμβας συνομήλικος σχεδόν του Ελύτη και φίλος,  αποφάσισε να μεταγράψει το απόσπασμα του Αλκαίου, μεταφέροντάς το στο δικό του ερωτικό πεντάγραμμο. Ελιές ερωτικές που τις γεννά η ερωτική Λέσβος. Μια σχέση αμφίδρομη. Από τη Λέσβο και την ελιά – σ’ εκείνον κι από εκείνον και την ερωτική ελιά ο έρωτας στη Λέσβο.

Από τους θεούς στη φύση, από τη θεά Αθηνά στην Αθήνα και από εκεί   στο όρος των Ελαιών, ο διασκελισμός είναι συγχρόνως μεγάλος αλλά και μικρός και συνδέει  έναν αρχαίο κόσμο και θεό με έναν νεότερο και τους δύο με τη μάνα φύση. Οι ποιητές που συλλαμβάνουν πάντα την ουσία πίσω από τα φαινόμενα της έγραψαν ποιήματα και εικαστικοί την έκαναν ζωγραφιά και γλυπτό.

 

Εκεί στον ίσκιο σου αποκάτω ήρθε ο Χριστός ν’ αναπαυθεί

Κι ακούστηκε η γλυκιά λαλιά του λίγο προτού να σταυρωθεί

 

μας λέει ο Κωστής Παλαμάς, ενώ ο Ηλίας Βενέζης παρατηρεί ότι

«Στη Λέσβο, στα όρη των ελαιών της, θα μπορούσε να διδάξει ο Χριστός». Αυτομάτως το τοπίο αγιογραφείται. Και μπορεί να μην έχει σχέση το λάδι – το έλαιον-  με τον έλεο της τραγωδίας και με το έλεος της φιλεσπλαχνίας, η ψυχή όμως που δεν λογαριάζει την ορθογραφία τα κάνει να ακούγονται όμοια.  Με κρασί πλένουν τις  πληγές, με λάδι τις αλείφουν. Στα λατινικά η ελιά λέγεται ολίβια και η λέξη δείχνει να συγγενεύει με τον όλβο και ο όλβος είναι ο πλούτος.

Όπως η ελιά είναι ιερή πάνω στην Ακρόπολη, έτσι και το λάδι είναι ιερό και συμμετέχει στα μυστήρια της Εκκλησίας μας, αλλά και σε κάθε σημαντική στιγμή της ζωής μας. Με κλαδί ελιάς στεφανώνουν τον ταύρο στο πανηγύρι. Με λάδι από τον Άγιο Ραφαήλ ελπίζουν οι άρρωστοι στην αποκατάσταση της υγείας τους. Μια γερόντισσα κρεμάει τη ζακέτα της σε ένα ελαιόδεντρο, στο ξωκλήσι του Αγίου Θεράποντα, μετά παίρνει ένα κλαδάκι ελιάς και φεύγει. Το θαύμα, στο οποίο ελπίζει, έχει ρίξει τον σπόρο του στην ψυχή της. Με ένα φύλλο ελιάς δίνουν νερό στο νεογέννητο, λίγες  σταγόνες λάδι στο νεοφώτιστο. Ένα βλαστάρι ελιάς στα στέφανα του γάμου, κι ένα κλαδάκι ακόμα στην έξοδο του ανθρώπου από τη ζωή.

 

Δημήτρης Ταλιάνης

 

Σαν να είναι μυστική η επικοινωνία του δέντρου με τον άνθρωπο, ο Σεφέρης γράφει:

Τη νύχτα στην κουβέρτα του «Ά-Νικόλα» ονειρεύτηκα μια παμπάλαιη ελιά να δακρύζει («Έφηβος»).

Ανατρέχοντας στα εικαστικά του βιβλίου, ζωγραφική και παλιές φωτογραφίες, αντιλαμβανόμαστε τον μόχθο τον κόπο, την κούραση που έχει η ελιά και η συλλογή του καρπού της. Άντρες, γυναίκες και παιδιά, κοιτάζουν το φακό. Μας στέλνουν 100 χρονών χαμόγελο. Είμαστε εδώ, μας λένε, δουλεύουμε και ζούμε και μεγαλώνουμε παιδιά. Κρατάμε την αλυσίδα για να γεννηθείτε εσείς. Κάπως έτσι και ο Θανάσης Παρασκευαΐδης αντιλαμβάνεται το δεσμό του με την ελιά:

«Πατρίδα είναι η ελιά που φύτεψες. Που ανάστησες με τα χέρια σου, για τα παιδιά σου. Για τη συνέχεια της γενιάς που φέρνει τ’ όνομά σου. Ο ίδιος είσαι το λιόδεντρο. Δεν μπορούν να στο πάρουν άλλοι. Να σ’ αλλάξουν πίστη».

Ρυτιδωμένες οι γυναίκες κι οι άντρες καταπονημένοι σαν τα κορμιά των ελαιόδεντρων. Η δημοκρατία στην κούραση αλλά και η ικανοποίηση από τον πλούσιο καρπό.

Οι πρώτες εικόνες του λευκώματος μοιάζουν με αποσπάσματα από την Καπέλα Σιξτίνα του Μιχαήλ Αγγέλου. Ελάχιστη είναι η διαφορά της συστροφής που έχουν οι πλάτες των ανθρώπων του διάσημου αναγεννησιακού ζωγράφου από τους κορμούς των ελαιόδεντρων του λευκώματος.

Το εγκαταλελειμμένο ελαιοτριβείο Βρανά στον Παπάδο, προίκα της Μαρίας Βρανά, μητέρας του ποιητή Οδυσσέα Ελύτη, σήμερα είναι Μουσείο. Ο πατέρας του ποιητή,  Παναγιώτης Αλεπουδέλης,  έστησε επιχείρηση στη Μυτιλήνη και μετά στην Κρήτη κι έπειτα πήγε στην Αθήνα.  Γέρνουν τα σπίτια … λέει ο ποιητής γεμάτα με «τ’ αποτυπώματα της οσμής που αφήσανε/ Στα προπατορικά ελαιοτριβεία των σκληρών της Γέρας χεριών/ δάχτυλα».

Το παλιό ελαιοτριβείο με τις μηχανές του από τον παππού Βρανά πέρασε στον γιο του τον Στρατή και μετά στον εγγονό τον Μιχάλη Βρανά. Τα χρόνια άλλαξαν και η θητεία του έληξε. Τα χρήματα της οικογένειας για τις σπουδές του νεαρού έφεραν λάδι θεϊκό στα ελληνικά γράμματα…

Τελικά, ο καθείς και τα όπλα του, και όπως εκείνοι με  τα χέρια τους και με τα μηχανήματά τους οδήγησαν τις επιχειρήσεις τους, έτσι και ο Οδυσσέας με τα χαρτιά και τα ποιήματά του, εφ’ ω  ετάχθη, επρώτευσε.

Εξακολουθούμε να διατρέχουμε τις σελίδες του βιβλίου και αναρωτιόμαστε: τι είναι πιο όμορφο και πιο εντυπωσιακό: το έργο της φύσης ή του καλλιτέχνη;

Η φωτογραφία με τα μισοχωμένα κιούπια στη γη, στην αποθήκη, για να βρουν τη σωστή θερμοκρασία,  δείχνει την επινοητικότητα που αποκτά ο άνθρωπος μπροστά στην ανάγκη να προστατεύσει το αγαθό του. Σ’ αυτά τα πήλινα κιούπια είναι που συναντώνται τα δακτυλικά αποτυπώματα των προγόνων.

Στην εξοχή, ο απέραντος ελαιώνας. Κορμιά ελιάς, Διχάλα τεράστια, σαν ένας  ελαιογίγαντας να στήθηκε στα πόδια του. Κουφάλες, σαν αγκαλιές για να παίξουν κρυφτό τα παιδιά. Κορμιά  γεμάτα βάσανα και όζους,  για να ’χουν τα παιδιά πατήματα να εξερευνήσουνε τους κόλπους. Ή μήπως είναι στόματα που θέλουν να μιλήσουν ή πάλι μάτια που βλέπουν και εποπτεύουν την περιοχή: Ο Κήπος βλέπει λέει ο ποιητής.

Αλλού ένας κορμός αποπειράθηκε να φτιάξει το σχήμα του απείρου, αλλά μετάνιωσε και τ’ άφησε ανοιχτό στο μέλλον και λίγο παραπέρα…

Μία γιαγιά ελιά  αφηγείται την ιστορία της γραμμένη όλη στον κορμό της, στις φλέβες της, στα μπράτσα της, στα κλαδιά της, στις ρίζες της που σπρώχνουνε το χώμα. Σε  γλυπτό την μεταμόρφωσε ο χρόνος γλύπτης των ανθρώπων παράφορος όπως λέει ο ποιητής, αλλά και των δέντρων, όπως δείχνουν οι εικόνες. Κι ακόμα   Tιμή στην ελαία, για την εγνωσμένη της φρόνηση είναι ένας στίχος από τον Κήπο με τις Αυταπάτες, όπου και πάλι επανέρχεται «των στερνών η φρόνηση», όπως μας την έχει δώσει ο ποιητής στη «Μαρίνα των βράχων». Οι στίχοι δείχνουν και οι εικόνες συμπληρώνουν  ότι η φρόνηση δεν είναι ιδιότητα μόνο των ωρίμων ανθρώπων, αλλά και των γερασμένων δέντρων και ειδικά της ελιάς που βλέπει, ακούει και αντέχει. Αυτή τη λεπτομέρεια φωτίζει ο καλλιτέχνης, κοιτάζοντας την επιφάνεια του ταλαιπωρημένου από τον χρόνο κορμού, με τον οποίο του δίνει μήνυμα η δύση για να δημιουργήσει κι εκείνος τα δικά του καλλιτεχνήματα και να μας δώσει, με το ανάλογο της πολύμοχθης διαδικασίας της δημιουργίας του λαδιού,  τη διαδικασία της ζωής … Οι έννοιες αν τις περπατήσεις στο βάθος σε βγάζουν σε ξέφωτο… λέει ο ποιητής. Είναι η αλληλουχία των κρυφών νοημάτων που τα προσπερνάμε αδιάφορα… όμως δεν μπορούμε να προσπεράσουμε αδιάφορα τα κείμενα και τον εικαστικό πλούτο του λευκώματος. Κάθε εικόνα, μοιάζει να μας τραβάει από το μανίκι: εδώ πρόσεξε! Εδώ! Ελαιώνες, λιοτόπια, ελαιοχώραφα, ελαιοκτήματα, ελαιόδεντρα, ελαιοπαραγωγή, λάδι και ελιές. Ελλάδα, θάλασσα, ελαιοθάλασσα…

«Δύσκολα να φανταστείς τη Λέσβο χωρίς ελαιώνες, δύσκολο να τη φανταστείς και χωρίς ποιητές. Πώς αλλιώς να κλείσει η ταπεινή αυτή ελαιοσπονδή στην ελαιοπινή νήσο, παρά με λόγια του Ελύτη: “Θάμπωναν τα μάτια μου, καταμεσήμερο Ιουλίου, από τις άπειρες κοψιές του ήλιου μες στα κύματα· που κι αν ακόμα δεν υπήρχαν οι ελαιώνες, τέτοια στιγμή θα τους είχα επινοήσει”» ανθολολγεί  ο Νίκος Ψιλάκης.

Οι ελιές μέσα στα τεράστια καλάθια τους, λίγο πριν πάνε στο ελαιοτριβείο λάμπουν στο φως του ήλιου. Ο φακός τις συλλαμβάνει τεντωμένες λαχταριστές, σε όλα τα χρώματα που η φύση επέλεξε γι’ αυτές. Ζωγραφιστές σαν αληθινές, Ιδεατές, ιδανικές. Κάπως έτσι ο Πλάτων,  αφού πρώτα τις  γεύτηκε στο τραπέζι του, θα επινόησε μετά και την περίφημη θεωρία των ιδεών του. Ουδέν εν τη νοήσει, ο μη πρότερον εν τη αισθήσει. Και στην προκειμένη περίπτωση:  όραση, όσφρηση, αφή και γεύση ωθούν στο τελικό αισθητικό αποτέλεσμα.  Και ιδού και το πλέον ταιριαστό σχόλιο, από τον Διονύση Καρατζά: «Και όσο τα ελαιόδεντρα κατεβαίνουν στο νερό, εξαϋλώνονται μέχρι να καθρεφτιστούν στον ουρανό. Κι όσο πλουτίζει η θάλασσα, τόσο καμαρώνει ο ελαιώνας».

Στους συγγραφείς, για τα κείμενά τους και για τις επιτυχημένες λογοτεχνικές του ανθολογήσεις, στους επιμελητές του τόμου, στον σχολιαστή των εικόνων ποιητή Διονύση Καρατζά, στην Πρόεδρο του Συλλόγου «Ελαίας Νήσος Λέσβος»  κυρία Φωτεινή Τιρπιντήρη και στον ενορχηστρωτή όλων, Δημήτρη Ταλιάνη, αξίζουν πολλά θερμά συγχαρητήρια.

 

 

Ετικέτες:
ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top