Fractal

Σύγχυση και ερωτηματικά σε αβέβαιο παρελθόν και μέλλον

Του Γεωργίου Νικ. Σχορετσανίτη //

 

Marie NDiaye, «Η εκδίκηση είναι δική μου». Μετάφραση: Αλεξάνδρα Κωσταράκου. Εκδόσεις Πόλις. Αθήνα, 2022

 

Όταν ο Ζιλ Πρενσιπό εισέρχεται στο γραφείο της δικηγόρου κυρίας Σιζάν, στις 5 Ιανουαρίου του 2019, επιλέγοντας αυτήν ακριβώς για την υπεράσπιση της συζύγου του, Μαρλίν Πρενσιπό, τότε κάποια πράγματα παίρνουν τον αντίστροφο δρόμο, εκείνον του ξεχασμένου παρελθόντος. ‘Πως να το μάθει, πώς να βασιστεί σ’ αυτή τη συναρπαστική, τραυματική, ανησυχητική διαίσθηση ότι αυτός ήταν ο έφηβος που είχε ερωτευτεί για όλη της τη ζωή, κάποτε, σ’ ένα σπίτι στο Κοντεράν που δεν θα ήταν σε θέση να αναγνωρίσει σήμερα’, άραγε; Η δικηγόρος κυρία Σιζάν, επί του παρόντος ασχολείτο με την απόθεση της Σαρόν, μιας γυναίκας που την βοηθούσε στο μικρό της σπίτι, στο Μπορντώ, σε συνήθεις καθημερινές οικιακές εργασίες  και τώρα ζητούσε εναγωνίως άδεια παραμονής στη χώρα, για όλη της την οικογένεια. Η υπόθεση που τής ζητούσε να αναλάβει ο Ζιλ Πρενσιπό, ήταν μεγάλη, δελεαστική, αλλά άκρως ενδιαφέρουσα γι’ αυτή, για πολλούς λόγους. Η Μαρλίν Πρενσιπό, είχε σκοτώσει τα τρία μικρά της παιδιά! Έως τότε, η κυρία Σιζάν, σαράντα δύο ετών και μοναχοκόρη, ήταν μάλλον άσημη ως δικηγόρος αφού είχε ανοίξει το επαγγελματικό της γραφείο μόλις την προηγούμενη χρονιά, με λίγους, επί του παρόντος, πελάτες και τετριμμένες υποθέσεις και χωρίς κάποιο ιδιαίτερο δικαστικό ή κοινωνικό ενδιαφέρον. Όμως, πέρα από την αποκρουστική ιστορία που της αναθέτουν, στο προσκήνιο έρχονται άλλα δραματικά ερωτήματα.  Τι ήταν γι’ αυτήν ο Ζιλ Πρενσιπό; Ήταν το νεαρό αγόρι που γνώρισε όταν τριάντα χρόνια πριν, η μητέρα της πήγε να εργαστεί στο σπίτι τους, σιδερώνοντας ρούχα και αντικαθιστώντας μόνο για μια μέρα την δική τους οικιακή βοηθό, στο Κοντεράν;  Ήταν εκείνο το αγόρι με την παράξενη γοητεία που το λάτρεψε με τον δικό της τρόπο τότε και που βρήκε σε αυτό εκείνο που ποτέ έκτοτε δεν βρήκε πουθενά σε κανέναν άλλον άντρα;

‘Η εκδίκηση είναι δική μου’, είναι ένα αρκετά υποβλητικό και εντυπωσιακό μυθιστόρημα της Μαρί Ντιάι. Η δικηγόρος Σιζάν πιστεύει ότι αναγνωρίζει σε αυτόν τον τωρινό άντρα τον έφηβο με τον οποίο μοιράστηκε όταν ήταν δέκα ετών ένα απόγευμα, και από το οποίο διατηρεί μια μακρυνή, αν και νεφελώδη ανάμνηση. Μια εντύπωση που παραμένει θολή στη μνήμη της, αλλά που επιθυμεί να διατηρήσει ανέπαφη, παρά τα αβέβαια συναισθήματα του πατέρα της, του κ. Σιζάν ο οποίος περισσότερο δείχνει  πεπεισμένος ότι τα χειρότερα μάλλον συνέβησαν στην κόρη του στο δωμάτιο του αγοριού, την ίδια στιγμή που  η μητέρα της εργαζόταν στο σπίτι εκείνης της αστικής οικογένειας. Όταν αυτός ο άντρας επανεμφανίζεται στη ζωή της, η Σιζάν ζει μόνη της, μοιράζοντας την ύπαρξή της ανάμεσα στη δουλειά της, τις στιγμές που μοιράζεται με τη Λίλα, την κόρη του πρώην συντρόφου της, και μια υπόθεση που είναι ιδιαίτερα κοντά στην καρδιά της, δηλαδή την απόκτηση νόμιμων εγγράφων για την Σαρόν, την καθαρίστρια από τον μακρυνό Μαυρίκιο. Η είσοδος στη σκηνή του Ζιλ Πρενσιπό,  της προκαλεί ένα σοκ τόσο βίαιο που θα αλλάξει την πορεία της ζωής της, τη στιγμή που πολλαπλά ερωτήματα έρχονται μπροστά της κρουνηδόν. Ποιος είναι ο Ζιλ Πρενσιπό, στην πραγματικότητα, λοιπόν; Τι γεγονότα έλαβαν χώρα στο δωμάτιο του νεαρού άνδρα και γιατί η Μαρλίν  σκότωσε τα τρία παιδιά της; Παράλληλα, αναρωτιέται γιατί ο σύζυγός της, Ζιλ Πρενσιπό, επέλεξε την Σιζάν, μια άγνωστη και άπειρη δικηγόρο, για να την υπερασπιστεί; Ποιοι είναι στην πραγματικότητα οι βαθύτεροι δεσμοί της  δικηγόρου Σιζάν με τη μικρή κοπέλα που ακούει στο όνομα Λίλα;

Όλα αυτά τα ερωτήματα στοιχειώνουν το τελευταίο μυθιστόρημα της Μαρί Ντιάι (Marie NDiaye, γεν. 1967 ) μέσα σε μια θολή ατμόσφαιρα,  με τον ίδιο τρόπο που οι μυστηριώδεις μηχανισμοί καθοδηγούν τις αντιλήψεις για τον περίγυρο, αλλά και τη μνήμη μας. Παραδόξως, χρησιμοποιώντας μια λακωνική, ακριβή γραφή, η μυθιστοριογράφος καταφέρνει να ζωγραφίσει τη σύγχυση των συναισθημάτων των λίγων ούτως ή άλλως πρωταγωνιστών του βιβλίου της, αποκαλύπτοντας στον αναγνώστη και σπρώχνοντας τις υποθέσεις στις άκρες, πέρα από το ορατό, χωρίς ποτέ να τις επιβεβαιώνει. Η μυθιστοριογράφος δεν εγκαταλείπει ούτε στιγμή τον χαρακτήρα και την ροή της σκέψης της στην ιστορία, που παραμένει χωρίς διακοπή αποκλειστικά γαντζωμένη στην δική της οπτική γωνία, στο προσωπικό της όραμα γι’ αυτή. Ένα όραμα, ωστόσο, που μερικές φορές καθίσταται ασταθές από τις αμφιβολίες που επιτίθενται στην Σιζάν, για την εμπιστοσύνη που δείχνει στη δική της αντίληψη ή περισσότερο στις δικές της αναμνήσεις. Ο αναγνώστης αφήνεται να διαμορφώσει τη δική του ιδέα και άποψη για την όλη αλήθεια της ιστορίας που ξεδιπλώνεται. Περιγράφοντας σχολαστικά τις σκέψεις του χαρακτήρα της, τα σκηνικά, τα αντικείμενα που την περιβάλλουν, η μυθιστοριογράφος ανιχνεύει τα δαιδαλώδη μονοπάτια της ανθρώπινης ψυχής και των δαιμόνων της, καθώς και τις απίστευτες παρακάμψεις που μπορεί μερικές φορές να κάνει η μνήμη για να φιλοξενήσει και να χωρέσει το πραγματικό.

 

Marie NDiaye

 

Εκεί μέσα, συναντάμε θέματα αγαπητά στη συγγραφέα, όπως η σχέση ανάμεσα στη γνώση και την αντίληψη, οι συγγενικές σχέσεις, οι σχέσεις γονέων και τέκνων και ιδιαίτερα η μητρότητα, οι διάφορες κοινωνικές σχέσεις και η εξορία. Θέματα που η Μαρί Ντιάι, η οποία αυτοπροσδιορίζεται ως μυθιστοριογράφος της ασάφειας, αντιμετωπίζει με ένα διαρκώς ανανεούμενο οπτικό βλέμμα, με τη μορφή σύνθετων ερωτημάτων προς αποσαφήνιση. Σε αυτό το νέο μυθιστόρημα, όπου ο παγωμένος καιρός της Γαλλίας δεν ζεσταίνει ποτέ, η μυθιστοριογράφος παίζει, όπως είχε κάνει ήδη στα προηγούμενα μυθιστορήματά της, με τα ονόματα των χαρακτήρων της ως μεταφορές, αλλά βρίσκεται πάντα δίπλα στον κύριο χαρακτήρα της, ως πρόκληση. Η πένα της συγγραφέως, προσπαθεί μετακινούμενη, συνεχώς, να αποκαλύψει τα πιο σκοτεινά συναισθήματα των χαρακτήρων της. Και οι απαντήσεις στα ερωτήματα, που ποτέ δεν είναι βέβαιες, συχνά αναδύονται σε άλλες στιγμές, όπως εκεί όπου η κυρία Σιζάν, της οποίας το μικρό όνομα δεν θα μάθουμε ποτέ,  προσπαθεί μάταια να φέρει στη μνήμη της όσα συνταρακτικά έζησε στο δωμάτιο του αγοριού, και που έχουν προφανώς σημαδέψει την υπόλοιπη ζωή της. Οι αναλαμπές όσο αιφνίδιες και να είναι εξακολουθούν να υποτάσσονται στην περιρρέουσα αμφιβολία, αφήνοντας τον αναγνώστη στο τέλος του βιβλίου εμβρόντητο και μαγεμένο, όπως όταν κάποιος βρίσκεται μέσα σε μια ονειρική κατάσταση.

Και έτσι το μυθιστόρημα ξεδιπλώνει την παρέλαση των σκιών, των υποψιών  και των μυστηρίων του πάνω στους χαρακτήρες και τις σχέσεις τους, ακολουθώντας μια μαγευτική, δαιδαλώδη ή και πονηρή κατά καιρούς πρόζα, σε διαρκή αναζήτηση μιας περίτεχνης και περίπλοκης γλώσσας. Η συγγραφέας, δεν διστάζει να δοκιμάσει καινούργιες πεζογραφικές φόρμες με μονολόγους πολλών σελίδων, ούτε να σφυρηλατήσει μερικές φορές απίθανους δεσμούς μεταξύ των χαρακτήρων της, όπως σε ένα όνειρο όπου τα πάντα αναμειγνύονται, για να εμφανισθούν αίφνης πρόσθετα επίπεδα αβεβαιότητας στην όλη ιστορία της. Ένα μυθιστόρημα με απερίγραπτη γοητεία εμποτισμένη με μυστήριο, με αόριστα ονειρικά περιγράμματα, αλλά και ένα ανοιχτό κείμενο  το οποίο μπορεί κανείς να τελειώσει, με πολλά ερωτήματα στο νου. Οι αμφιβολίες της κυρίας Σιζάν, για το παρελθόν και το παρόν της, γίνονται συνεχόμενα ερωτήματα για τον αναγνώστη ο οποίος βομβαρδίζεται συνεχώς με καινούργια στοιχεία και άγνωστες λεπτομέρειες και γεγονότα από τους λιγοστούς ούτως ή άλλως χαρακτήρες του βιβλίου, τις οποίες προσπαθεί να εντάξει μέσα σε κάποιο λογικό πλαίσιο. Διαπροσωπικές σχέσεις, ελπίδες, οράματα, προσδοκίες με τις απαραίτητες  διαψεύσεις τους, μεταναστευτικά όνειρα και πραγματικότητα, όλα γυρίζουν και ανακυκλώνονται σε ένα σκοτεινό κείμενο, έως το τέλος. Λογοτεχνία της ασάφειας λοιπόν, της αφύπνισης, ή της αμφιβολίας, αναρωτάται τελικά και ο αναγνώστης, ο οποίος παραπαίει συνεχόμενα ανάμεσα σε πολλαπλά ερωτήματα στα οποία χωρούν περισσότερες απαντήσεις!

Η Μαρί Ντιάι, γεννήθηκε στη Γαλλία από Γαλλίδα μητέρα και Σενεγαλέζο πατέρα. Το έως τώρα συγγραφικό της έργο είναι  πολυποίκιλο και εντυπωσιακό, αφού εκδίδει από μικρή ηλικία έχοντας εν τω μεταξύ κερδίσει και ανάλογα βραβεία. Ετούτο το βιβλίο είναι το δεύτερο που εκδίδεται στη χώρα μας. Το πρώτο της ήταν ‘’Η μάγισσα’ (1997), από τις εκδόσεις Αστάρτη.

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top