Fractal

Διήγημα: “Η Εκάβη στη reception”

Γράφει η Άννα Mπαλτατζή // *

 

 

 

 

 

Η Εκάβη στη reception

 

Ήταν παρατσούκλι το «Εκάβη». Η θέση της ήταν στην υποδοχή και στο τηλεφωνικό κέντρο. Άνοιγε αεράτος ο πελάτης την πόρτα και έμπαινε στη μεγάλη αίθουσα υποδοχής. Εκεί, ανάμεσα στα μάρμαρα, στα τζάμια και τους πολυτελείς καναπέδες, τον περίμενε η Εκάβη. Καθόταν ακίνητη στην αστραφτερή reception. Είχε λεπτά χαρακτηριστικά, μαύρο μαλλί κοντοκομμένο, χτενισμένο φουσκωτό, σαν από άλλη εποχή -σχήμα λάχανο, ελληνικής ταινίας-και φορούσε μαύρα, με χρωματιστό φουλάρι για να σπάει. Γύρω στα 45 θα ήταν, αλλά πάλι δεν μπορούσες να καταλάβεις ακριβώς. Η έκφραση της ήταν έκφραση τραγωδού. Η φωνή της, βαθιά, λίγο ξεψυχισμένη, ανέδιδε πένθος. Σήκωνε το τηλέφωνο και ανακοίνωνε το όνομα της πολυεθνικής, με τόνο δακρύβρεχτο, απελπισμένο σχεδόν : «Madison advertising, παρακαλωωώ». Ο τόνος στη φωνή της, σ έκανε να ξεκαρδίζεσαι, είχε κάτι σαν επίκληση βοήθειας «εδώ μας βασανίζουν, σώστε μας!». Όταν έμπαινε ο πελάτης συνοδευόμενος από τους υπεύθυνους του μάρκετινγκ, σηκωνόταν να τους οδηγήσει στο γραφείο του διευθυντή. Έπρεπε να την έβλεπες αυτήν την πομπή, μπροστά η Εκάβη με συρτό, αργό βήμα, και πίσω -αναγκασμένοι να ακολουθούν αργά- οι επισκέπτες. Μέσα από τα τζάμια των γραφείων μας χαζεύαμε την επίσημη ακολουθία. Ήταν τόσο παράταιρη, τόσο έξω από την χαρούμενη βιαστική ατμόσφαιρα μιας εταιρείας που έτρεχε φουριόζα, που έμοιαζε σαν να ‘χασε το δρόμο της η Επίδαυρος και βρέθηκε με ηθοποιούς και χορό να θρηνεί στην Madison. Την μοίρα της Εκάβης.

Ήταν θλιμμένη, θα παρέμενε θλιμμένη και ίσως αυτό ήθελε να μας πει. Θα παρέμενε εκτός κλίματος, βυθισμένη στην δική της μελαγχολία. Υπάκουη, τυπική στα καθήκοντά της, ευγενική και φιλική με όλους. Έμενε με τη μαμά της, και στα ευαίσθητα μάτια της, διέκρινες μια διαρκή ανησυχία για την κλονισμένη υγεία της μαμάς. Μειλίχιος άνθρωπος, με χαμηλούς τόνους, υπογράμμιζε με την στάση της ότι ζει ένα δράμα, που δεν μπορούσε να μοιραστεί. Έριχνε και κανένα γέλιο πού και πού. Μας μάλωνε τρυφερά, για τη φασαρία που κάναμε στους διαδρόμους, τα χαρτιά της παρουσίασης που θυμόμασταν τελευταία στιγμή και βγαίναμε ιδρωμένες από την αίθουσα για να τα βρούμε. «Έλα ρε Εκάβη, έχεις αντίγραφο, δε μπορεί, δώσ’ το μου τώρα, πνίγομαι». «Άχρηστες!», μουρμούριζε κρυφογελώντας, και μας ελεούσε με αντίγραφο από το πάντα τακτοποιημένο αρχείο της. Τότε ήταν οι στιγμές που διασκέδαζε. Μας καμάρωνε που ήμασταν διαφορετικές από εκείνη. Δραστήριες, φωνακλούδες, απαιτητικές, κινητικές, «μοντέρνες». Εκείνη είχε σταθμεύσει σ΄ άλλη εποχή. Σε εποχές που οι γυναίκες «υποφέραν σιωπηλά» . Παραπονιόταν για το μισθό της. Με κοφτούς αναστεναγμούς και υπονοούμενα. Για τον φόρτο εργασίας, «ούτε ένα παλιοσάντουΐτς δεν προλάβαινε να φάει.» Για τις συμπεριφορές των ανωτέρων, τις παράλογες απαιτήσεις τους. Όλα αυτά ψιθυριστά.

Μόνο στο γενικό διευθυντή έβαζε τις φωνές μερικές φορές, αντιδρώντας σε μια εντολή του, ή μια του απαίτηση. Ακούγαμε τότε τη φωνή της δυνατή και αγνώριστη να του φωνάζει! Πώς τόλμαγε; Μα έβγαζε μια αγριοφωνάρα, απίστευτη! Και μόνο σ αυτόν! Πολύ αργότερα μάθαμε την ιστορία της. Ήταν ζευγάρι με τον γενικό, πριν γίνει γενικός, όταν ήταν δηλαδή γενικός του εαυτού του, σ’ ένα μικρό διαφημιστικό γραφείο χωρίς υπαλλήλους. Χρόνια έρωτας, χρόνια σχέση. Εκείνος ήταν παντρεμένος και της είχε υποσχεθεί να χωρίσει. Δεν παντρεύτηκε, του έμεινε πιστή. Και τον περίμενε να χωρίσει. Μια κουβέντα ήταν αυτή, γιατί και να το εννοούσε ο γενικός – γνωστός για την ικανότητά του να τα μπουρδουκλώνει-, η γυναίκα του είχε λεφτά. Οι ψίθυροι έλεγαν πως με τα λεφτά της έφτιαξε την εταιρεία.

Μόλις πήγαινε η Εκάβη να κουνηθεί, για να ξεφύγει απ’ την παγίδα, σήκωνε ο γενικός τον κόσμο. «Πού θα τον άφηνε, που στηριζόταν επάνω της, που την χρειαζόταν, και στη δουλειά και στη ζωή του, που ήταν το δεξί του χέρι, που θα τρελαινόταν χωρίς αυτή, που δεν μπορούσε πια να κάνει λίγο υπομονή;»

Έτσι έμεινε μαζί του περιμένοντας, μέχρι που εκείνος άρχισε να περιμένει το πρώτο του παιδί. Σκοτείνιασε κι άλλο ο γκρίζος ορίζοντάς της, φόρεσε μαύρα. « Θα φοράω μαύρα από δω και μπρος, για να θυμάσαι ότι με σκότωσες» του είπε και κράτησε το λόγο της. Έκοψε τα μακριά μαλλιά της, σταμάτησε και να κοιμάται μαζί του. Δεν καταδέχτηκε ούτε ακριβά δώρα, ούτε εξαγορές, ούτε διευκολύνσεις, ούτε το διαμερισματάκι που θα της αγόραζε για να την εξευμενίσει. Μόνο το μισθό της ήθελε, που παρέμεινε χαμηλός, γιατί όπως της απολογήθηκε ο γενικός« έπρεπε να κρατηθεί ισορροπία με τίς άλλες γραμματείες». «Εγώ το έχτισα το μαγαζί σου απ’ την αρχή» του ‘πε χολιασμένη κι έφυγε παραπατώντας απ’ το γραφείο του, όταν της αρνήθηκε αύξηση. Ούτε θέση καλύτερη μπορούσε να της δώσει, δεν ήταν καλά τ΄ αγγλικά της, άσε που έπρεπε να «κρατηθούν οι ισορροπίες». Να της χέσει τις ισορροπίες. Έβλεπε τα κοριτσάκια που κουνιόντουσαν στους διάφορους, τ’ ακριβά τους ρούχα, τα ακριβά τους αυτοκινητάκια που εμφανίζονταν στο πάρκινγκ της εταιρείας, από ποιους μισθούς βγήκαν αυτά, για χαζή την είχε; «Ποιες ισορροπίες, ρε;» «Ας ήξερε κι αυτή να οδηγεί και θα είχε αυτοκίνητο» την αποστόμωσε ο γενικός.

Θα έμενε εκεί, στην υποδοχή, αθόρυβη σκιά του, να τον μισεί και να τον αγαπάει, να τον βρίζει μέσα απ’ τα δόντια της και να τον νοιάζεται, να τον καταριέται τις νύχτες και να τον λαχταράει, να τον αγριοκοιτάζει και να τον περιποιείται, να τον ρωτάει «Πεινάτε, θέλετε να φάτε κάτι», να φυλάει την εταιρεία -όπως της το ζήταγε-, σαν θλιβερό σκυλί, να κάθεται υπερωρίες, όταν αυτός την χρειαζόταν. Άλλωστε και πού να γυρίσει μετά τη δουλειά; Στο σπίτι ήταν χειρότερα. Πέθανε κι η μαμά, δεν την περίμενε κανείς.

Εν τω μεταξύ ο γενικός βρήκε κι άλλα «δεξιά χέρια», δεν χρειαζόταν το δικό της. Τον ενοχλούσε να βλέπει την «ξινισμένη φάτσα της», τον ενοχλούσε «η αχαριστία της». «Της πρόσφερε εξασφαλισμένη δουλειά , σίγουρη».

«Στείλε με σε κανένα σεμινάριο, όπως τις στέλνεις όλες, να μάθω κάτι παραπάνω, τι σου κοστίζει;» « Δεν έχεις ανάγκη εσύ, αυτές ζουν στην ανασφάλεια, αύριο θα ψάχνουν για δουλειά, εσύ δεν θα ψάξεις ποτέ, άσε που θα πρέπει να λήψεις, δεν αφήνω εγώ την υποδοχή σε άλλην»

Μια μέρα του μίλησε απότομα, μ’ ανεβασμένο τον τόνο στη φωνή, απολύθηκε. Έμεινε στον αέρα. Αβοήθητη. Έψαχνε δουλειά για καιρό, φοβισμένη. Αλλά δεν ήξερε τα καινούργια συστήματα, δεν ήξερε κομπιούτερ, κι ό,τι άλλο χρειαζόταν μια ανάλογη θέση. Και είχε μεγαλώσει. Όποιος πήγε να τη βοηθήσει να βρει δουλειά, δεν τα κατάφερε. Δεν την ήθελαν πουθενά. Ούτε το παλιό της αφεντικό ασχολήθηκε. Ήταν νέα για σύνταξη, ακόμα πιο δύσκολα όλα. Δεν μάθαμε τι απέγινε. Η φωνή της, στα τελευταία τηλέφωνα που έκανε από δω κι από κει, ήταν κλαμένη.

 

 

 

 

* Η Άννα Μπαλτατζή σπούδασε Γερμανική φιλολογία στο ΕΚΠΑ, τέλειωσε την σχολή διπλωματούχων ξεναγών και έκανε μεταπτυχιακό στο Fernuni hagen με θέμα «Ευρωπαϊκή ιστορία». Εργάστηκε σαν κειμενογράφος στην διαφήμιση για 25 χρόνια. Συνεργάστηκε με τις εκδόσεις «Άμμος» γράφοντας και μεταφράζοντας παιδικά βιβλία.

 

 

Ετικέτες:
ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top