Fractal

«Η Μαρίτσα και το μπιζέλι» της Τίτσας Πιπίνου ☆ Αύγουστος του ’22, διηγήματα για την Μικρασιατική Καταστροφή

 

 

 

 

 

«Η Μαρίτσα και το μπιζέλι»

Της Τίτσας Πιπίνου

☆ Αύγουστος του ’22, διηγήματα για την Μικρασιατική Καταστροφή

Επιμέλεια αφιερώματος: Ελένη Γκίκα

 

 

Είδα μια πόλη να κατασπαράζεται από το  παμφάγο τέρας της φωτιάς. Ήταν η δική μου, αυτήν ήξερα μέχρι τότε κι αυτήν αγαπούσα. Να γίνεται η κόλαση επί της γης, όπως καμία πόλη δεν έγινε ποτέ στο πέρασμα των χρόνων. Είχε αφεθεί στο έλεος μιας αφηνιασμένης εκδίκησης. Με την αφέλεια των δεκαεπτά ετών νόμιζα ότι θα πορευόταν ειδυλλιακή και ειρηνική για όσο ζούσα, κι ακόμη μετά για όλα τα χρόνια.

Ανθρώπους, σπίτια, μαγαζιά, εκκλησίες, εκείνα τα ακλόνητα κτίσματα, ότι έβρισκε στο διάβα της το κατάπινε  η φωτιά στη στιγμή κι άφηνε πίσω της μαύρα κουφάρια και στάχτη. Η φωτιά με τον δυνατό αέρα πηδούσε σαν ακροβάτης από κτήριο σε κτήριο, έμπαινε από παράθυρα και πόρτες και τίναζε τις στέγες στον αέρα. Μέσα σε λίγες ώρες η Σμύρνη έπαψε να είναι η όμορφη και ξακουστή πολιτεία της Ανατολής και να μετατρέπεται σε σωρούς από πέτρες και μαδέρια που πετούσαν σαν ανάλαφρες χάρτινες σαΐτες πάνω από τα κεφάλια μας, παρά το βάρος τους, όταν παλιά χρειάζονταν τέσσερις άνδρες να τα σηκώσουν. Πράγμα παράξενο, ακόμη και οι νόμοι της φύσης είχαν αλλάξει, όπως και όσα ξέραμε μέχρι τότε. Πυρωμένα σιδερικά, ξύλα, γυαλιά εκσφενδονίζονταν προς κάθε κατεύθυνση, πουθενά δεν ήσουν ασφαλής. Ακόμη και η γη έκαιγε, σαν να πατούσες σε πυρωμένα κάρβουνα ήταν. Οι αρουραίοι από τη ζέστη βγήκαν κοπάδια από τους υπονόμους και τα υπόγεια και μπερδεύονταν στα πόδια των ανθρώπων σκληρίζοντας πανικόβλητοι κι αυτοί. Και δεν ήταν μόνο οι αρουραίοι αλλά και τα ζώα: κότες, σκυλιά, γάτες αλλά και άλογα και μουλάρια, κάποια φορτωμένα ακόμη, που τρελαμένα έτρεχαν μες στα στενά μεταδίδοντας τη φωτιά με τις χαίτες και τις ουρές τους.

Όπου βλέπαμε δυο και τρεις πηγαίναμε ξοπίσω τους, ένιωθες πιο ασφαλής με άλλους. Και πίσω από εμάς κολλούσαν κι άλλοι, κι άλλοι. Τη μάνα μου την έχασα στον δρόμο. Δεν ξέρω που ακριβώς χάθηκε μέσα στον χαλασμό. Όταν το κατάλαβα ήταν αργά, δεν μπορούσα πια να γυρίσω, δε γινόταν να γυρίσω, ένα ποτάμι ανθρώπων με ωθούσε βίαια προς τη θάλασσα. Κρατούσε κι έναν μπόγο η μάνα μου, ίσως αυτός να την εμπόδισε να τρέξει πιο γρήγορα. Της έλεγα να μην τον παραφορτώσει, αλλά δεν άκουγε. Είχαμε καθυστερήσει να φύγουμε από το σπίτι μας. Της φώναζα ότι δεν έχουμε χρόνο, ότι πρέπει να βιαστούμε, αυτή όμως ήθελε να αφήσει το σπίτι άψογο, όπως κάθε φορά που φεύγαμε για το χωριό, στην αδελφή της. Έπλυνε τα τελευταία πιάτα στον νεροχύτη, -την Εβραιοπούλα που είχαμε για τις δουλειές την είχε μαζέψει ο πατέρας της μην κινδυνέψει, με το που ακούσαμε ότι ο ελληνικός  στρατός υποχωρεί. Η μάνα μου τακτοποίησε τα πλυμένα πιάτα  στη σερβάντα, έστρωσε καθαρό τραπεζομάντηλο, σκούπισε, σφουγγάρισε. Στο τέλος πότισε και τα λουλούδια στην αυλή, μην ξεραθούν είπε. Δεν ξέρω αν πίστευε ότι θα ξαναγυρίζαμε ποτέ, ή δεν ήθελε όποιος μπει πρώτος στο σπιτικό μας να την χαρακτηρίσει κακονοικοκυρά. Δεν είχε νόημα όλο αυτό, αλλά τι είχε νόημα απ’ όσα γίνονταν εκείνες τις άγριες μέρες.  Ό,τι και να της έλεγα δε θα της άλλαζα μυαλά, έτσι κάθισα στο πεζούλι και την περίμενα. Είμαστε από τους τελευταίους που εγκαταλείψαμε το σπίτι μας.

Τώρα όσο έτρεχα αλαφιασμένη δεν ήταν πια ο γνώριμος πλακόστρωτος παραλιακός δρόμος που ξέραμε, παρά μια στενή λωρίδα γης λίγο πριν τη θάλασσα. Μία παγίδα. Δεν υπήρχε τρόπος διαφυγής. Πίσω οι Τούρκοι και το πύρινο αδιαπέραστο τείχος της φωτιάς που όλο και πλησίαζε επικίνδυνα και μπρος τα βαθιά νερά του λιμανιού.  Δύο παραπετάσματα που μας είχαν παγιδεύσει σαν τους ποντικούς στη φάκα . Έσπρωχνα κι εγώ και κλωτσούσα με όλη μου τη δύναμη, κι ας μην είχα κλωτσήσει ούτε ζώο στη ζωή μου. Ήξερα ότι αν δεν το έκανα θα με ποδοπατούσαν. Είχα δει ανθρώπους να κείτονται στο έδαφος. Ζωντανοί ή πεθαμένοι, δεν ήξερα, μάλλον όμως πεθαμένοι ήταν από τη στάση του σώματος. Αντικείμενα, άχρηστα αντικείμενα που μες την παραζάλη και τον τρόμο τους κουβαλούσαν οι άνθρωποι, κείτονταν κι αυτά στα ρείθρα των δρόμων. Μονά παπούτσια, τσουκάλια, μπόγοι για να ξαλαφρώσουν το βάρος, μέχρι κόσκινα, μία ραπτομηχανή.

Στριμώχτηκα στη σκάλα της προκυμαίας με άλλους που έσπρωχναν και ποδοπατούσαν ο ένας τον άλλον. Κάποιοι από το σπρώξιμο έπεσαν στη θάλασσα. Η θάλασσα ήταν συμπαγής από τα τουμπανιασμένα πτώματα. Είχαμε γίνει μια συμπαγής, δυσκίνητη, ανθρώπινη μάζα σε εκείνη τη στενή λωρίδα στεριάς. Ποτέ δεν είχα προσέξει πόσο στενή ήταν η προκυμαία όταν σουλατσάραμε φορώντας τα καλά μας με τις ξαδέλφες μου τις Κυριακές. Ήταν άλλες ημέρες τότε, δεν έβαζε κακό ο νους μας. Βαδίζαμε ράθυμα και νωχελικά χωρίς βιάση. Καμιά μας δε βιαζόταν. Μέχρι το τελωνείο και πίσω. Πάλι και πάλι. Να δείξουμε τα καινούργια μας φουστάνια θέλαμε και να χαζέψουμε αυτούς που κάθονταν στα καφενεία και στις βεράντες του Σπόρτινγκ Κλαμπ και του Κράιμερ Παλάς. Ονειρευόμασταν κι εμείς όταν θα είχαμε την ηλικία να διαβούμε το κατώφλι τους που τόσα και τόσα είχαμε ακούσει. Οι ναύτες των πλοίων μας πείραζαν και σφύριζαν κι εμείς γυρνούσαμε επιδεικτικά την πλάτη και χαχανίζαμε χωρίς να τους το δείχνουμε.

Τη νύχτα ο ουρανός βάφτηκε με ένα λαμπρό πορτοκαλί και πορφυρό και η θάλασσα το ίδιο. Εκρήξεις που έστελναν πίδακες από σπίθες στον ουρανό σαν πυροτεχνήματα. Αν παρακολουθούσαμε από μακριά αυτή τη φαντασμαγορία χρωμάτων θα ήταν κάτι πολύ όμορφο, αλλά εκείνες τις ώρες δεν ήταν. Σαν ηφαίστειο ήταν, κι εμείς ήμασταν μέσα στον κρατήρα. Κραυγές και  που και που ένα όνομα να το φωνάζει επαναλαμβανόμενα κάποιος.  Θεώνη, Θεώνη, Θεώνη, Περικλή, Γιώργη… Χωρίς απόκριση. Όλη τη νύχτα βροχή από στάχτη, φλεγόμενα υλικά και  πυρωμένα καρφιά έπεφτε στα κεφάλια μας. Μια μυρωδιά απαίσια από καμένα υλικά και σάρκες γέμιζε τα ρουθούνια μας.

Πήδησα σε μια βάρκα, όπου πήγαινε. Απέναντι στη Μυτιλήνη με πήγε. Τη μάνα μου την περίμενα μάταια εκεί. Για μέρες, βδομάδες δεν απομακρυνόμουν από το λιμάνι μην τη χάσω. Την έψαχνα σε κάθε βάρκα και καΐκι που άραζε κι ένα πλήθος εξαθλιωμένων ξεμπούκαρε με κουρελιασμένα ρούχα, κάποιοι ημίγυμνοι. Μάνες με τα νεκρά μωρά τους αγκαλιά που δεν πρόλαβαν να τα θάψουν. Εκεί κοιμόμουν στο χώμα και στο χώμα έτρωγα, ό,τι μου έδιναν κάποιες σπλαχνικές κυρίες που είχαν στήσει συσσίτιο στο λιμάνι. Οι ντόπιοι μας κοιτούσαν με λύπηση, κάποιοι από απόσταση γιατί ακούστηκε ότι ξέσπασε τύφος και χολέρα και φοβόντουσαν. Πως μπορούσα να κοιμάμαι στο σκληρό χώμα, μέσα στη φασαρία που δεν σταματούσε ούτε τη νύχτα από ανθρώπους που βογκούσαν και ούρλιαζαν; Δεν ξέρω. Εγώ που ήμουν η καλομαθημένη κόρη της μάνας μου.

Λογαριαζόμασταν από εκείνους που είχαν τον τρόπο τους. Χωράφια είχαμε με αμπέλια, λιόδεντρα και συκιές. Είχαμε εργάτες στα χτήματα Έλληνες, Εβραίους και Τούρκους. Βοηθούσαν και οι θείοι μου με τους λογαριασμούς, αφού ήξεραν ότι είμαστε δυο γυναίκες μόνες. Οι Λεβαντίνοι έμποροι αγόραζαν τη σοδειά μας κάθε χρόνο γιατί  είχανε να λένε ότι το λάδι και η σταφίδα μας ήταν τα καλύτερα. Ακόμη και τα σύκα μας τα συσκεύαζαν διαλεγμένα ένα προς  ένα και τα στέλνανε σε όλη την Ευρώπη.

Εμένα η μάνα μου δε με άφηνε να πηγαίνω στα χωράφια γιατί ο ήλιος θα χαλούσε το δέρμα μου, που πρέπει να είναι άσπρο, γαλατένιο και τα χέρια μου απαλά. Δεν είμαστε χωριάτισσες έλεγε. Ο άνδρας που θα σε διαλέξει πρέπει να φοράει κοστούμι και όχι κασκέτο. Μόνο τέτοια προξενιά θα δεχόμασταν μου ξεκαθάρισε. Μοναχοκόρη ήμουνα, σπιταρόνα είχα, χτήματα, ομορφούλα ήμουν,  γιατί όχι; Το πίστεψα και περίμενα. Δε θα προλάβαινα όμως, γιατί έγινε αυτό που έγινε κι όλα αυτά χάθηκαν. Δεν ήμουν πια μοναχοκόρη, αλλά μόνη, ολομόναχη δίχως τίποτα.

Το σπίτι μας ήταν από τα μεγαλύτερα στη συνοικία του Άη Δημήτρη, δίπατο με ξύλινη φαρδιά σκάλα και ψηλοτάβανες κάμαρες. Προίκα της μάνας μου, αγορασιά του ναυτικού πατέρα της. Τώρα ποιος ξέρει τι να απόγινε. Αν ρήμαξε ή αν κάποιοι άγνωστοι το κατοικούν. Ποιος κάθεται στις καρέκλες μας, στον καναπέ με το δαμασκηνί ύφασμα και τα κρόσσια, ποιοι ζεσταίνονται στο τζάκι μας. Ποιος τρώει στο καλό σερβίτσιο μας με τα γαλάζια ανθάκια φερμένο  από τον παππού μου από τη Μασσαλία. Λιμόζ, και πρέπει να ήταν σπάνιο κι ακριβό, γιατί ελάχιστοι διέθεταν τέτοιες πορσελάνες, είχε πει ο παππούς που ήταν μερακλής. Το χρησιμοποιούσαμε σπάνια, μόνο όταν είχαμε επίσημο τραπέζι, κι από τότε που πέθανε ο πατέρας σχεδόν ποτέ. Η μάνα φοβόταν μη σπάσει και ξεταιριαστεί, ήθελε να το κρατήσει ανέπαφο για μένα. Κι όλα εκείνα τα κεντήματα τα λεπτοδουλεμένα τι να απόγιναν άραγε; Μέσα σε ένα σεντούκι ήταν, σιδερωμένα και καλοδιπλωμένα με λεβάντα αρωματισμένα. Ποια νέα έκανε την προίκα της από τα χεράκια μου; Μήπως τα ξεπάστρεψε κι αυτά η φωτιά; Κανείς δεν ήξερε για να μου πει.

Η μάνα μου είχε μόνο εμένα και χαιρόταν να με καλομαθαίνει, την άκουγα να λέει συχνά. Την καλύτερη μπουκιά για εμένα τη φύλαγε. Ακόμη και τα νυχτικά μου δεν ήταν σκέτος χασές, αλλά τα στόλιζε με λεπτοδουλεμένη δαντέλα. Της άρεσε να ξεχωρίζω και δεν με έβαζε στο ίδιο σακί με τα άλλα κορίτσια του Άη Δημήτρη γιατί εμείς είμασταν από μεγάλη γενιά, μου έλεγε για να μην το ξεχνώ. Πάνω από το στρώμα του κρεβατιού μου είχε στρώσει ένα μαλακό πάπλωμα από ξασμένο βαμβάκι, όπως κάναν οι  λεβαντίνικες οικογένειες. Για να κοιμάται στα πούπουλα η μοναχοκόρη της, έλεγε στις γειτόνισσες, όταν της έλεγαν ότι με κακομαθαίνει. Όμως εκείνη επέμενε, γιατί ήξερε ότι τα νέα διαδίδονται, και ότι έτσι κανείς παρακατιανός δε θα κτυπούσε την πόρτα μας για γαμπρός. Ποιος θα τολμούσε να ζητήσει  σε γάμο ένα κορίτσι που ήταν μεγαλωμένο στα πούπουλα; Το άκουσε η φίλη μου η Κοκόνα και το είπε στην αδελφή της που ήταν πιο μεγάλη, δασκάλα τελειωμένη στην Πόλη και ήξερε ένα σωρό παραμύθια απ’ έξω που έλεγε στα παιδιά του σχολείου και μια μέρα μου είπε πως ήμουν Η πριγκίπισσα και το μπιζέλι. Εγώ της είπα τότε να μου πει το παραμύθι και μου διηγήθηκε την ιστορία της καλομαθημένης πριγκίπισσας που ένα μπιζέλι, ένα μοναχό του μπιζέλι κάτω από είκοσι στρώματα και είκοσι παπλώματα δεν την άφησε να κλείσει μάτι όλη νύχτα, όταν φιλοξενήθηκε στο βασιλικό παλάτι. Κι έτσι κατάλαβαν ότι ήταν πραγματική πριγκίπισσα και όχι κάποια απλή χωριατοπούλα που χτύπησε εκείνη τη νύχτα την πόρτα τους. Η Μαρίτσα και το μπιζέλι, κοροϊδεύαν οι  φιλενάδες μου, αλλά εμένα δε με πείραζε καθόλου.

Τώρα κοιμόμουν στο υγρό χώμα, χωρίς στρωσίδια, δίχως τίποτα. Που ήταν η Κοκόνα να με δει να πάρει πίσω τα λόγια της. Δεν ξανάδα τις φιλενάδες μου. Είχαν φύγει από τους πρώτους. Η μάνα μου καθυστερούσε γιατί έλεγε ότι όλοι μας ξέρουν και ότι κανείς δε θα πειράξει την κόρη του καπετάν Πλυτά που είχε παλιά στη δούλεψη του Τούρκους και βοηθούσε κόσμο, ούτε την εγγονή του. Ούτε ο Βενιζέλος που είχε τη φωτογραφία του και τη θύμιαζε στο εικονοστάσι μαζί με του πατέρα μου θα μας άφηνε στην τύχη μας. Όμως αυτοί που ήρθαν δεν μας ήξεραν, ούτε τους είχαμε ξαναδεί, στρατιώτες απ’ άλλα μέρη ήταν και ο Βενιζέλος ήταν μακριά. Άλλοι έκαναν κουμάντο, ο Μουσταφά Κεμάλ, ακούγαμε.

Υπήρχε μια μικρή παρηγοριά μέσα στα χάλια μου, δεν ήμουν μόνη. Υπήρχαν κι  άλλοι σαν εμένα, όλοι αφημένοι στη μοίρα μας. Ήταν εκεί και η όμορφη κόρη του φαρμακοποιού που έμενε στον αριστοκρατικό Μπουρνόβα. Είχε χαθεί κι αυτή μέσα στο πλήθος. Τρόμαξα! Κρύφτηκε στο νεκροταφείο και μετά ακολούθησε τους άλλους. Που  ήταν εκείνο το ράθυμο, κουνιστό βάδισμα της που μας έκανε να την προσέχουμε, ίσως και να ζηλεύουμε λιγάκι, γιατί ήταν ντυμένη στην τρίχα με ρούχα ραμμένα από τα καλύτερα γαλλικά υφάσματα του πολυκαταστήματος του Ξενόπουλου της Οδού των Φράγκων; Είχε βαμμένα πάντα τα χείλη και τα μάτια της, ενώ της Κοκόνας και εμένα μας το απαγόρευαν οι μάνες μας, γιατί είμασταν μικρές ακόμη, έλεγαν. Παραλίγο να μην την γνωρίσω. Τα μαλλιά της ήταν καψαλισμένα, και τα ρούχα της καπνισμένα από τις φωτιές. Κι εμένα τα μαλλιά μου είχαν αρπάξει από την κάψα, αλλά δεν το γνώριζα γιατί δεν είχα δει ακόμη  καθρέφτη. Και οι βλεφαρίδες μου και τα φρύδια. Έπρεπε να το καταλάβω γιατί οι περισσότεροι ήταν πορτοκαλί από τη μεριά που χτύπαγε ο πυρωμένος αέρας. Την πλησίασα, πάντα ήθελα να της μιλήσω, αλλά ποτέ δε φαντάστηκα ότι θα μιλούσαμε με αυτόν τον τρόπο. Κλαίγαμε και οι δυο. Μου έδωσε και  μια αλλαξιά ρούχα από τον μπόγο της, γιατί ο δικός μου είχε χαθεί στον δρόμο και ήμουν όλο αυτόν τον καιρό με τα ίδια βρώμικα ρούχα. Ζέχναμε, ούτε να πλυθούμε δεν είχε, μόνο λίγο νερό ρίχναμε στα μούτρα μας από μια βρύση. Με το τελευταίο καΐκι βρήκε κάποιους συγγενείς της και μπάρκαρε για τον Πειραιά που ήταν η υπόλοιπη οικογένεια της. Εγώ έμεινα ξανά μόνη να περιμένω, αλλά δεν βρήκα κανέναν. Τη μάνα μου δεν την ξανάδα. Ούτε το σπίτι μας. Όλα έμειναν πίσω.

Έκατσα όσο έκατσα εκεί στη Μυτιλήνη. Σιγά σιγά όλοι έφευγαν. Έφυγα κι εγώ στο τέλος. Μου λέγανε ότι αν ήταν να είχε έρθει η μάνα μου θα είχε έρθει, δεν είχε νόημα να περιμένω. Μπήκα σε ένα πλοίο για που, δε με ένοιαζε, για τον Πειραιά μου είπαν. Έτσι κι αλλιώς άλλο τόπο από τη Σμύρνη δεν γνώριζα μέχρι τότε στη ζωή μου. Δεν είχα ταξιδέψει ποτέ. Ήταν το πρώτο μακρινό ταξίδι της ζωής μου. Ήμουν μόνο δεκαεπτά χρονών.

 

 

 

 

Βιογραφικό:

Η Τίτσα Πιπίνου είναι συγγραφέας μυθιστορημάτων. Γεννήθηκε στη Ρόδο το 1953. Έχει παρακολουθήσει μαθήματα γλώσσας στην Αγγλία. Έχει γράψει περίπου δέκα βιβλία. Μυθιστορήματα, δοκίμια και άρθρα σε εφημερίδες. Το πρώτο της μυθιστόρημα “Γυναίκα της Σκιάς” δημοσιεύτηκε το 1994. Ακολούθησαν “Τέσσερις Μέρες του Μάρτη”, “Για να θυμάσαι τη Λοΐδα” “Ονειροπαγίδα”, “Το σ’ αγαπώ σε ξένη γλώσσᔨ, “Παλιοί Γάτοι τρυφερά Ποντίκια”, “Ζωή χωρίς φιλοδώρημα” και “Το παλιό ξενοδοχείο”. Η μελέτη της “Γυναίκες της Δωδεκανήσου” δίνει πολλές πληροφορίες για την ζωή των γυναικών στα Δωδεκάνησα τον περασμένο αιώνα. Κείμενα της έχουν δημοσιευτεί σε ανθολογίες, ημερολόγια, λευκώματα, συλλογικούς τόμους κ.α.

Το καινούργιο της μυθιστόρημα «Το σπίτι με τις φοινικιές» εκδόθηκε από τις εκδόσεις Κλειδάριθμος.

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top