Fractal

Διήγημα: “Η διαδρομή”

Γράφει ο Μιχάλης Τζανάκης //

 

 

 

 

Ήταν η δέκατη έκτη φορά που διανύαμε αυτή την διαδρομή. Οκτώ μέρες από δύο φορές. Η πρώτη ήταν για μας γεμάτη αγωνία, η τελευταία ήταν μάλλον οδυνηρή. Σ’ αυτές τις οκτώ μέρες και νύχτες αφήσαμε τις καρδιές μας και πήραμε τις καρδιές τους σαν ανάμνηση. Σαν μοναδική ανάμνηση από έναν κόσμο που δεν ξέραμε ως τότε ότι υπήρχε. Δύσκολες ώρες εκείνες οι τελευταίες στην κοινότητα οροθετικών. Οι άνθρωποι αυτοί δύσκολα θα δέχονταν ίσως και στο υπόλοιπο της ζωής τους άλλους «επισκέπτες», αλλά κι εμείς μάλλον απίθανο να επιχειρούσαμε μια αντίστοιχη «επίσκεψη» στο μέλλον.

Από το πρωί ήμασταν φορτισμένοι και καθένας σκεφτόταν κάτι διαφορετικό, κάνοντας τους δικούς του συνειρμούς με τις πρωτόγνωρες εικόνες που αντιμετωπίζαμε. Η μέρα ήταν εξαιρετικά δύσκολη, ο αποχωρισμός όμως ακόμα πιο δύσκολος. Κάποιοι γελούσαν τρανταχτά, κάποιοι και κάποιες έκλαιγαν εξίσου γοερά∙ ξαφνικά ο κόσμος είχε γίνει ένας όμορφος πολύχρωμος κύκλος και στροβιλιζόμασταν όλοι.

Από ώρα σκεφτόμουν αυτήν την τελευταία διαδρομή. Θα ήταν η ίδια με τις προηγούμενες μέρες; Καλύτερη; Χειρότερη; Ευκολότερη; Δυσκολότερη; Ένας πολτός οι σκέψεις μου κι ο χρόνος κυλούσε αγχωτικά, τόσο που δεν κατάλαβα πότε φτάσαμε στην ώρα του αποχωρισμού.

«Τι θα άλλαζε άραγε;» προσπαθούσα να πείσω τον εαυτό μου. Το τοπίο θα ήταν το ίδιο, οι ίδιοι άνθρωποι θα χαίρονταν στο άκουσμα της μηχανής του οχήματος, το ίδιο τράνταγμα και την ίδια ανακατωσούρα στα στομάχια μας, το ίδιο σύννεφο πορφυρής σκόνης θα ήταν η ουρά μας και τα ίδια συνεχή «κλικαρίσματα» των φωτογραφικών μηχανών θα έσπαγαν την ταλαιπωρία μας.

Η ανακούφιση όλων ήταν έκδηλη μπαίνοντας στο μικρό λεωφορείο που είχε εκπαιδευτεί ειδικά στους ξεχωριστούς δρόμους της σαβάνας, αλλά το ίδιο έκδηλη ήταν κι η θλίψη στα πρόσωπα όλων. Θλίψη που είχε πολλές αιτίες∙ άλλες απ’ αυτές μπορούσαν να προσδιοριστούν με μεγάλη ευκολία, άλλες είχαν λανθάνουσα μορφή κι ίσως ούτε εμείς οι ίδιοι μπορούσαμε να προσδιορίσουμε με ακρίβεια!

Κάθισα στην εσωτερική πλευρά της δεύτερης σειράς. Εντελώς τυχαία. Δεν πρόσεξα καν ποιος ή ποια κάθισε δίπλα μου, αφού δεν με ενδιέφερε κιόλας εκείνη τη στιγμή. Ασυναίσθητα κόλλησα το πρόσωπο που στο βρόμικο τζάμι του παραθύρου. Τα στίγματα, τους λεκέδες και τις χαρακιές αυτού του τζαμιού μπορώ να περιγράψω με κάθε λεπτομέρεια. Οι τελευταίες φωνές των μικρών φίλων μας που κυνηγούσαν το λεωφορείο που προσπαθούσε να επιταχύνει ήταν το τελευταίο κατευόδιό μας.

Ο πύρινος δίσκος κοκκίνιζε και το κρυφτό ανάμεσα στα τεράστια μάνγκο και τα μπαομπάμπ μας ζάλιζε με τις εναλλαγές του έντονου κόκκινου και της βαθιάς σκιάς που προετοίμαζε το σκοτάδι, αφού θα ήταν η πρώτη φορά που η διαδρομή θα γινόταν υπό το φως των άστρων και της Ισημερινής σελήνης. Να λοιπόν, η μοναδικότητα αυτής της διαδρομής. Ο ήλιος βούτηξε γρήγορα και θεαματικά, η θέα της φύσης προσπαθεί φιλότιμα να μας κάνει να ξεχάσουμε τον αποχαιρετισμό στην κοινότητα, αλλά το κολλημένο στο τζάμι πρόσωπό μου δεν λέει να ισιώσει. Στο μυαλό μου έχουν «συρταρωθεί» εκείνες οι εικόνες, εκείνες οι στιγμές, εκείνες οι κουβέντες που προσπαθώ με ευλάβεια να τις «ασφαλίσω» ερμητικά.

Κι όμως μια υγρή στάλα σφηνωμένη στο βρόμικο τζάμι και το ζαρωμένο μάγουλό μου δείχνει ότι αρχίζω να μην τα καταφέρνω καλά. Όχι όμως μόνο εγώ. Μέσα στον ορυμαγδό του ασθμαίνοντος οχήματος μπορώ να ακούσω τόσο βαθιές ανάσες που σίγουρα είναι προάγγελοι αναφιλητών. Την ίδια ώρα εκείνος ή εκείνη που κάθεται δίπλα μου μού δίνει διακριτικά ένα χαρτομάντιλο και μου το σφηνώνει μεταξύ του παραθύρου και του προσώπου μου.

Συνειδητοποιώ πως από εδώ και πέρα η διαδρομή θα είναι σκοτεινή, παρά τις φωνές που σποραδικά ακούγονται από ανθρώπους που ακούγοντας την μηχανή του αυτοκινήτου βγαίνουν στην άκρη του δρόμου για το θρυλικό πλέον για μας «τζάμπο».

Κι εκεί αντικρίζουμε τις πρώτες φλόγες! Όχι στην φαντασία μας και στην καρδιά μας που ήδη φλέγεται, αλλά ετούτες είναι πραγματικές φλόγες μπροστά στα μάτια μας ολοζώντανες, αρχικά νομίζω πως βλέπω κάποιο τρέιλερ από ταινία του Εμόρ Κουστουρίτσα. Αυτόματα θυμάμαι εκείνη τη μαγική σκηνή που ακούγεται το επίσης μαγικό “Ederlezi”, ενώ πλήθος από φλόγες ταξιδεύουν στο ποτάμι. Δεν μπορεί κάπου εδώ θα είναι ανάμεσά μας ο Κουστουρίτσα με τον Μπρέγκοβιτς, δεν είναι δυνατόν να χάσουν αυτό το σκηνικό, αυτήν την λυρική και σουρεαλιστική εικόνα. Οι μικρές φωτιές πυκνώνουν στο πλάι του δρόμου και μαγνητισμένος αφήνω τη θέα του παραθύρου σηκώνομαι αδιαφορώντας για τους έντονους κραδασμούς που κάνουν το σώμα μου σέικερ και για πρώτη φορά συνειδητοποιώ ποιος κάθεται δίπλα μου.

 

 

Κρατώ γερά την «πλάτη» του μπροστινού καθίσματος για να μην σωριαστώ άγαρμπα, αλλά την κίνηση τη δική μου την κάνουν σχεδόν όλοι οι επιβαίνοντες. Το δέος που νιώθουμε είναι όχι απλά έκδηλο, αλλά ζούμε πια σε κατάσταση έκστασης όταν συνειδητοποιούμε και το εκφράζουμε με επιφωνήματα ότι κινούμαστε πλέον σε δύο παράλληλες σειρές από δεκάδες, εκατοντάδες, χιλιάδες μικρές πύρινες εστίες. Ανάμεσα σ’ αυτές τις ευθείες από φωτιές μέσα στο σκοτάδι, πορευόμαστε για την παραλιακή πόλη που βρίσκεται και το κατάλυμά μας. Η βραδινή «βεγγέρα» των ανθρώπων της σαβάνας, ελλείψει ηλεκτρικού ρεύματος, τηλεόρασης, νυχτερινής κοσμικής ζωής και λοιπών «ανέσεων» είναι το άναμμα αυτών των μικρών λυχνιών στις άκρες του δρόμου σαν μια μορφή επικοινωνίας ανθρώπων που έχουν κοινή μοίρα και κοινό πεπρωμένο.

Ζω κι εγώ τώρα μέσα σ’ εκείνη τη φωτιά. Πυρπολημένος, βρίσκομαι και στις δυο ατέλειωτες πύρινες άκρες του δρόμου. Μετατρέπομαι κι εγώ σε μια πύρινη φλόγα που συντροφεύει, τον γείτονά μου, τον σύντροφό μου στην σαβάνα…

Καθώς προχωρούμε φλόγες κι ανθρώπινες σκιές εναλλάσσονται δημιουργώντας ένα αποκρυφιστικό σκηνικό, όπου άνθρωπος και θεός συναντιούνται και δίνουν τα χέρια αδελφωμένοι. Πόσοι άνθρωποι αλήθεια θα είναι εκεί να κάθονται μεταξύ σεληνόφωτος και φλόγας να στέλνουν το μήνυμά τους; Ξαφνικά όλοι βρισκόμαστε όρθιοι μέσα στο μικρό πούλμαν κι έχουμε κολλήσει στα τζάμια αρθρώνοντας άτσαλα όλα τα επιφωνήματα που υπάρχουν. Ένας «κόσμος» που τρέχει μέσα στο σκοτάδι, κι ένας άλλος που μένει στάσιμος να «φλέγεται» παρακολουθώντας εκείνον που προχωρά! Εμείς «προχωρούμε» κι εκείνοι απλά μας βλέπουν μες στα σκοτάδια τους με μια φλόγα να τους συντροφεύει, ίσως και να τους κάνει να ελπίζουν.

Δεν ξέρω αν νιώθαμε «προνομιούχοι» εκείνη τη δύσκολη ώρα της διαδρομής, σίγουρα πάντως πήραμε λίγη απ’ τη φλόγα τους. Αυτές οι μικρές «πυρκαγιές» εξαπλώθηκαν και μέσα στο όχημα που επιβαίναμε. Μας «τσουρούφλισε» με κάποιο τρόπο, μας έστειλε σε άλλη διάσταση, μας έκανε να θέλουμε μια «όαση» να σβήσουμε όλα όσα μας έκαιγαν πια.

Όσο πλησιάζαμε την πόλη μια χρυσοκόκκινη φωταψία διακρινόταν από μακριά κι εμείς αφήναμε πίσω μας τη γραμμή από τις φλόγες. Οι ανθρώπινες σκιές αραίωναν και σε λίγο οι πρώτες παράγκες και τα πρώτα χαμόσπιτα από τα προάστια της πόλης μας επανέφεραν σε μια άλλη πραγματικότητα.

Η νύχτα θα ήταν μακριά. Θα άρχιζαν οι ποικίλες «αναλύσεις», η ανταλλαγή συναισθημάτων και θα το ξημερώναμε συζητώντας εντυπωσιοθηρικά από την άνετη πολυθρόνα μπαμπού πίνοντας κάποιο εξωτικό κοκτέιλ, αναλύοντας περισπούδαστα για άλλη μια φορά τις «αδικίες» του κόσμου και την «τραγωδία» της αποικιοκρατίας…

Την εικόνα εκείνη έκτοτε την έχω ονειρευτεί πολλές φορές. Είναι από τις φορές που προκαλώ τα όνειρά μου. Οι ίδιες φλόγες, το ίδιο ζωντανές και θερμές όπως τότε…

 

 

 

Ετικέτες:
ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top