Fractal

Μια μικρή άγνωστη λύπη

Γράφει ο Ιωάννης Παπαδόπουλος // *

 

Ηλίας Γκότσης «Μία Μικρή Άγνωστη Λύπη» εκδόσεις Αρμός, Μάρτιος 2018

 

Πένθος, μνήμη, συγχώρεση, τυχαίο, αλήθεια. Λέξεις που μου έμειναν στο μυαλό διαβάζοντας το πολυφωνικό μετα-αφήγημα του Ηλία Γκότση.  Ζωή που απαρτίζεται από μικρές μικρές στιγμές, συμπλεκόμενες τυχαιότητες. Ο Ζίγκφριντ Κρακάουερ συνηχεί με τον Γκότση όταν  ισχυρίζεται «είναι μια αυταπάτη ότι είναι τα μείζονα γεγονότα της Ιστορίας που δρουν πιο αποφασιστικά στις ζωές των ανθρώπων και τις ορίζουν . Στην πραγματικότητα, τους ανθρώπους διαμορφώνουν αδιαλείπτως και με τρόπο υπόγειο οι μικρές καταστροφές που συνθέτουν την καθημερινή ζωή». Τέτοιες μικρές ή μεγάλες προσωπικές καταστροφές ανιχνεύει ο ήρωας  στην αρχική του περιπλάνηση στους δρόμους της Αθήνας. Είναι ένας πλάνητας, ένας flaneur, του αστικού τοπίου, αλλά και  του εσωτερικού ψυχικού κόσμου. Αντιμέτωπος με συναισθήματα και προσωπικές μαρτυρίες,  κατασκευάζει ένα πολυπρισματικό σύνολο που απαρτίζεται από τα μορφοείδωλα των ατόμων της ζωής του δημιουργώντας ένα παλίμψηστο ταυτίσεων.

Η διαδικασία υποστασιοποίησης του ίδιου του αφηγήματος, ενηλικίωσης ίσως του ίδιου του αφηγητή, αφορά τη διαδικασία υποκειμενοποίησης και ενηλικίωσης του ίδιου του ατόμου το οποίο έρχεται αντιμέτωπο με τις απώλειες της ζωής του, το θυμό , τη θλίψη, την ανάγκη για συγχώρεση και συμφιλίωση. Μια τέτοια διαδικασία επαναϋποκειμενοποίησης είναι και η ίδια η ψυχαναλυτική ψυχοθεραπεία ,μια προσπάθεια ενηλικίωσης. Συναντάμε σε ένα δρόμο του βιβλίου:

«Μεγάλωσες, βγάλτα πέρα μόνος σου

Οι φόβοι και οι λύπες σου θα είναι η  συντροφιά σου                                                                              

 Όσο κι αν ελπίζεις , τα παραμύθια τέλειωσαν,

θα προχωρήσεις μοναχός σου.»

Έτσι,  συντίθεται ένα αφήγημα, ένα έργο τέχνης που μας προσκαλεί να ταυτιστούμε μαζί του , να έρθουμε αντιμέτωποι με τις δικές μας μικρές άγνωστες λύπες , με τις δικές μας απώλειες και πένθη, με την δική μας προσέγγιση της αλήθειας. Ο Πατέρας και η Μητέρα αναφέρονται με κεφαλαίο γράμμα παραπέμποντας στην οικουμενικότητα των καταστάσεων που περιγράφονται και στην ανοιχτή πρόσκληση που μας απευθύνεται. Αυτό επίσης επιτυγχάνεται με τις πολλαπλές οπτικές των διαφορετικών προσώπων τα οποία  αναλαμβάνουν το ρόλο του αφηγητή και προάγουν τις ταυτίσεις.

Η προσέγγιση όμως της αλήθειας είναι ένας  οδυνηρός κι αποσπασματικός δρόμος  χωρίς βεβαιότητες κι ασφάλεια, με ανοίγματα στον άλλον  και κατ’ επέκταση στον εαυτό μας, αντοχής στο άγνωστο. Συνομολογεί ο πατέρας στον flaneur του αφηγήματος: «μην είσαι χαζός, θα τιμωρηθείς μια μέρα για την έλλειψη πίστης στο απρόβλεπτο, ή μάλλον, για την υπερβολική πίστη στην κανονικότητα και την επανάληψη.» Και σε μια στάση σελίδες πριν:                                                                                                                                                «τίποτα δεν είναι αλήθεια

μονάχα θραύσματα ,

θολές εικόνες, εκατομμύρια στίγματα

μιας ζωής που πέρασε σαν μετεωρίτης»

Κοιτάμε τον ήλιο κατάματα, την ομορφιά και ίσα που στέργει να μην μας καταστρέψει παραφράζοντας τον Ρίλκε. Κι ο ήρωας καθώς πλανιέται στις σελίδες του βιβλίου, ο καθένας από εμάς καθώς περιπλανάται στη ζωή μέσα από τις σχέσεις με τους άλλους, στην ίδια την ψυχοθεραπεία με τη σχέση θεραπευτή θεραπευόμενου, τι κάνουμε;  Νομίζω ο Γκότσης μας καθησυχάζει:

«Η αλήθεια ψάχνει χώρο να ακουστεί

 ζητά μονάχα έναν φιλόξενο τόπο»

Αυτός ο φιλόξενος τόπος είναι η συμπόρευση, η συνάντηση με το Άλλον. Και τέτοιες πολλαπλές συναντήσεις βιώνουμε με τις διαδρομές μέσα από το βιβλίο. Διότι και στην ψυχανάλυση δεν αναζητούμε την αντικειμενική αλήθεια, δεν αναζητούμε την υποτιθεμένη αντικειμενική πραγματικότητα όπως ξεστομίζει ο ήρωας σε μια γραμμή. Εξάλλου, όπως επισημαίνει:

 «αν κάτι είναι αληθινό στο μυαλό σου, τότε οι συνέπειες του στην πραγματικότητα είναι εξίσου αληθινές.»

Αυτή η αναζήτηση όμως μας οδηγεί έτσι σε μια συναισθηματική δίνη, βίαιη  κάποιες φορές, η οποία όμως δια της περίεξης που παρέχει η σχέση με τον Άλλον, ή της περίεξης που παρέχει το βιβλίο, μετουσιώνεται σε μιαν αισθητική διαδικασία απόλαυσης, όπως η ανάγνωση και η περιδιάβαση σε αυτό το βιβλίο. Σε μια γωνιά του αφηγήματος συναντάμε το ακόλουθο:

«Τα συναισθήματα κυριαρχούν ορμητικά

μοιάζουν με καταιγίδα,

οι λύκοι τριγυρίζουν ελεύθεροι στους δρόμους,

ανοίγουν τις πόρτες

και εισβάλλουν στα ανοχύρωτα σπίτια.

Ποτέ δεν θα είσαι ασφαλής,

ποτέ δεν θα είσαι ελεύθερος-ποτέ.

Τα ουρλιαχτά είναι παντού.

Γερνάμε

γυμνοί και απροστάτευτοι,

σαν νεογέννητα βρέφη»

 

Ηλίας Γκότσης

 

Και στην περίπτωση του πλάνητα ήρωα τα συναισθήματα αφορούν τη διαδικασία του πένθους. Πένθος για το θάνατο των γονιών του αλλά και για την λύπη και τη μοναξιά τα οποία τον συνοδεύουν από τον ερχομό του στον κόσμο. Κι είναι αυτό το αφήγημα, και το αφήγημα μέσα στο αφήγημα, μια προσπάθεια να βρει το πένθος ένα χώρο να βιωθεί πέρα από ψυχιατρικές ή ψυχαναλυτικές αναλύσεις και κατατμήσεις του πένθους. Διασταυρώνεται ο ψυχαναλυτής Ogden και συμπληρώνει: «Είναι η δημιουργία μιας ιστορίας, μιας μνήμης, ενός ονείρου, ενός ποιήματος που κατέχει κεντρική θέση σε ένα «επιτυχημένο» θρήνο, προκειμένου να αρχίσουμε να ερχόμαστε σε επαφή  με την πλήρη πολυπλοκότητα της σχέσης μας με αυτό που χάθηκε και με την ίδια την εμπειρία της απώλειας. Αυτό που χάνεται, ακόμη κι αν είναι μια πτυχή μας, παραδόξως μας ζωντανεύει». Πως ζει ο πλάνητας του Γκότση το πένθος; Και πως ζωντανεύει τελικά; Ακολουθούν  τέσσερα χαϊκού από το αφήγημα.

Πρώτο νυχτερινό χαϊκού : «θα μπορούσα να αναμετρηθώ με την αϋπνία μου,/ακόμα και με τις σκόρπιες σκέψεις μου./θα ήταν όμως αδύνατο να πολεμήσω /τις εικόνες που κατακλύζουν τη μνήμη μου»

Δεύτερο νυχτερινό χαϊκού: « μικρές νυχτερινές σιωπές / η ανάσα σταματά/ σχεδόν στο όριο του μη αντιστρεπτού,/σχεδόν στο όριο του φόβου./ Σαν βρεθώ στο σκοτάδι και νιώσω μονάχος/τις χειμωνιάτικες μέρες, το σπίτι είναι υγρό»

Τρίτο νυχτερινό χαϊκού: «θα ήταν ακόμη όμορφη/αν ήταν τυχερή/να αντισταθεί στο πεπρωμένο»

Τέταρτο νυχτερινό χαϊκού: «οι φωνές επιτέλους ησύχασαν /Ακόμα και η σιωπή/ δεν μοιάζει πια τρομακτική.»

Κι από έναν άλλο δρόμο συμβάλλει ο Ρολάν Μπαρτ με το ημερολόγιο πένθους που έγραψε μετά το θάνατο της μητέρας του

«Αυτή η ακατανόητη αντίφαση ανάμεσα  στην ανάμνηση και το μηδέν», μας θυμίζει ο Μπαρτ, για να συνεχίσει

 «Κατάπληκτος από την αφηρημένη φύση της απουσίας· που ωστόσο είναι καυτή, σπαρακτική. Εξ ου και κατανοώ καλύτερα την αφαίρεση: είναι απουσία και οδύνη, οδύνη της απουσίας– ίσως λοιπόν είναι αγάπη;

…Εδώ είναι που γίνεται σπαρακτική η σχέση αγάπης, αυτό το «αγαπιόμασταν»…

Το πιο πυρακτωμένο σημείο στον πιο αφηρημένο βαθμό…».

Και ζώντας το θυμό, την απόγνωση, τη θλίψη, θρηνώντας, φτάνει στη συγχώρεση και στη συμφιλίωση με την απώλεια, τις απώλειες, στην αγάπη: «Δεν είναι εύκολο να καταλάβεις/ούτε να συγχωρέσεις/πόσο μάλλον να αγαπήσεις/όσους έχασες για πάντα» μονολογεί ο flaneur Γκότσης.

Και τι βοηθάει τον ήρωα να συμφιλιωθεί με τις απώλειες; Τι αναζητά στην περιπλάνησή του; Τι είναι αυτό που είχε κι έχασε; Ή μήπως δεν το είχε ποτέ; Την ανάμνηση μιας αρκετά καλής σχέσης, το φάντασμα της έγνοιας, το αποτύπωμα του αρχικού «σε κρατώ και σε αγγίζω», «είμαι εγώ εδώ για σένα». Αλλά όταν μιλούν οι ποιητές κι ο Γκότσης είναι ένας τέτοιος  τότε:

« Αρκεί μονάχα ένα χάδι για αρχή

Δεν μπορεί να γίνει αλλιώς

πάντα θα υπάρξει αφορμή

για ένα ακόμα τραύμα

εις τους αιώνες των αιώνων

δεν θα υπάρξει ανακούφιση, ούτε αμήν

ούτε τόπος για γαλήνη και συγχώρεση,

όπως υπόσχονταν οι γραφές.

Μονάχα σαν εξαίρεση

σαν μια μικρή ανάσα δροσιάς

ίσως ένα ίχνος αγάπης

χαραγμένο σαν παλιό σημάδι

σαν παιχνίδισμα, σαν θρόισμα που αφήνει ένα χάδι,

ικανό να σβήσει κάθε κάψα, κάθε πληγή

θα μας επισκέπτεται απρόσκλητο, αθώο,

ανυποψίαστο για την ενοχή μας»

 

 

 

* Ο Ιωάννης Παπαδόπουλος είναι Ψυχίατρος-Ψυχοθεραπευτής

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top