Fractal

Πεζοποίημα: “Η αχανής ενδοχώρα της μνήμης”

Γράφει ο Χρήστος Νιάρος //

 

Μελβούρνη 2023.

 

 

 

 

 

Η αχανής ενδοχώρα της μνήμης

 

Η αχανής ενδοχώρα της μνήμης έχει πολλές νύχτες υγρές στο χώμα της, αρκετά όνειρα στο τσεπάκι της και άλλους τόσους χάρτες και πορείες ταξιδιών μα και σιωπές αειθαλείς στο κορμί της. Όσο και να θέλω να την ορίσω, να την φέρω στα μέτρα και στα όρια μου τα ανθρώπινα δεν τα καταφέρνω απόλυτα. Κατά αυτόν τον τρόπο ή και με αυτόν τον τρόπο με κερδίζει και ταξιδεύοντας στους ωκεανούς και στα κάθε λογής κύματα ζωής πάντα βγαίνει και στον αφρό των συνομιλιών μας, μα και στα ρηχά και στα βαθιά χρώματα εγκιβωτίζει το είναι μου. Στων δε ανέπαφων επαφών μας τα σημεία και στων όποιων συγκερασμών μας τις διαφωνίες κρατάει, έχει τον τελευταίο λόγο στις προτάσεις δένοντας αποδομώντας τους μονολόγους μας που πιθανόν φανερά ή υποδόρια θα λάβουν χώρα με τελειότητα.

Είναι αχανής αυτή η ενδοχώρα και σαν έρημος και οφθαλμαπάτη που την κατοικούν στιγμές χαρμολύπης, εντάσεων οιμωγές, ερινύες και ειμαρμένες διαδρομές μου αν και την βολοδέρνουν δείχνει αντοχή. Τα υπομείνει με στωικότητα όλες μου τις φθορές, τις χαρμολύπες. Μα και σαν και το σκοτεινό αντικείμενο – υποκείμενο του πόθου μου που στήνει χτίζει καινούργιες γειτονιές, παλάτια και παραμύθια με τα παλιά υλικά μου μα και με γνώμες και σχόλια πικρόχολα, καλόγνωμα από όπου και αν βρέθηκε εντούτοις οι καινούργιες συντεταγμένες τους στην πολιτεία της είναι και αυτά κομμάτια μου.

Είναι μια πολιτεία όμως που σε βάθος και πλάτος χρόνου ενώ με φιλοξενεί, αναπνέω τις σιωπές και τα όποια της κελεύσματα και σινιάλα υποχρεώσεων τοίχο το τοίχο, στενό το στενό της, καταφέρνει να μετακινείται, να αλλάζει σύνορα της, τους φράχτες και τα θεμέλια της. Άπειρη στην κυριολεξία σαν πνοή αέρα που άλλοτε σε γαληνεύει ο λόγος του, άλλοτε σου χαϊδεύει και τα αυτιά και άλλοτε ανυπάκουο αγρίμι αξημέρωτο εκθέτει, γυροφέρνει, δείχνει τα δόντια και τα νύχια του. Έτσι αλλάζοντας και το πρώτο με το δεύτερο πρόσωπο στις συνομιλίες μας, ορίζω και το πλαίσιο της θεματικής. Που σημαίνει ευθέως, πλαγίως και οριζοντίως συνυπάρχω μαζί της και την θωρώ σαν μέντορα και καλό αποδέχτη των λέξεων μου. Μα συνεχώς αυτή αλλάζει τους χρόνους, κινείται ευέλικτα, ανταρτεύει στις νύχτες, βγαίνει σε ξέφωτα, με βγάζει στα ξέφωτα, αναφορά την αναφορά να δώσω. Δεν σταματάει εκεί η χάρη της. Κατανέμει αποδίδει τα σωστά με τα σωστά, τα λάθη με τα λάθη, μα και τα ανακατεύει.

Δεν ξέρω από που και πώς πήρε αυτό το δικαίωμα και έχει αυτή την δυνατότητα μα από ό,τι φαίνεται καθώς περνούν και τα χρόνια μου από μεγάλη αδυναμία που τις έχω, από τις πολλές σιωπές νυχτός, από τα πολλά πέρα δώθε στην κλίμακα των συγκινήσεών μου, όπως και να χει εκμεταλλεύεται, το νιώθει και στο έπακρο το πράττει. Απλώνεται και στο χρόνο μου και πιάνει και το χώρο μου. Νυχτοήμερα υγρά από λυγμούς, χώματα που τα βήματά μου ίχνη αφήσανε, καθρέφτες που μου τραβήξανε το βλέμμα, ιδέες που σήκωσα την σημαία τους για το δίκιο της τσέπης, της ζωής, αγκαλιές αγάπες που είπανε ό,τι είπανε, γιορτές που τέλειωσαν μεγάλες ώρες, γέλια φωνές παιδικής αθωότητας, ώριμες κουβέντες για το που πάει ο κόσμος στην εποχή των κοινωνικών διχτύων, πράγματα καθημερινά ένα φλιτζάνι του καφέ φερ’ ειπείν, μια γεύση σάλτσας ήτανε και είναι μερικά από τα σημεία που μπαίνανε στην κουβέντα μας. Σαν ελεύθερο θέμα σε μια έκθεση ιδεών, σαν διακύβευμα των αυτονόητων αναγκών .

Το ταξίδι στα στενά και ανοιχτά κύματα της είχε ήδη αρχίζει άνευ όρων, άνευ Ορίων. Σαν καράβι που ανοίγει πανιά στο άγνωστο άπειρο του κυκλικού και γραμμικού μου χρόνου και στο ταξίδι του αυτό, με βάζει να ‘μαι και φαροφύλακας για την πορεία του από ξέρες και λιμνάζοντα ύδατα μα και ταξιδιώτης επιβάτης και παραθεριστής που αλλάζει τα λιμάνια και τα κύματα σε χρόνο ακαριαίο λες και είναι πουκάμισο.

 

Μα σαν δέντρο περήφανο με την υγειά, τους καρπούς και τις μυρουδιές, τις χαραγματιές στο κορμό του, που όσο και αν απλώνονται στους ουρανούς οι πνοές αυτές, τόσο ανανεώνουν τις εποχές αλλά και τις όποιες μου δυσκολίες της καθημερινής ζωής τις κάνουν υποφερτές. Έτσι και με αυτό τον τρόπο με παρομοιώσεις και μεταφορές ως σχήματα λόγου πορεύομαι στο αφήγημα της, στα βάραθρα και στα ξέφωτα των λογισμών της.

Ανοίγω το παράθυρο της μπαλκονόπορτας, έρχεται από την εξώπορτα. Κλείνω τα μάτια μου για να ονειρευτώ, την βλέπω στο σαλόνι να παίζει με τα κανάλια της τηλεόρασης. Τρέχω να προλάβω το τρένο για το μεροκάματο και να ‘μαι στην ώρα μου που θα χτυπήσω την κάρτα ύπαρξής μου έχει ήδη επιστρέψει στο σπίτι. Όλα αυτά και άλλα περισσότερα φαίνεται ό,τι γίνονται στην αχανή ενδοχώρα της μνήμης, που με του χρόνου τα γινάτια ποτίζεται, ταίζεται και η κάθε σταγόνα μπορεί να περνάει από την χώρα των επιθυμιών, μπορεί να περνάει από του λιναριού τα πάθη, μπορεί και από τα αν μου που δεν γίνανε να και έωλα με γυροφέρνουν, εντούτοις στο δια ταύτα της, στο πως πρέπει να ζήσω, ποιές περικοπές αναγκών να φέρω στο θέμα μας ως κουβέντα μας είναι και αυτό ένα ζητούμενο που δεν το αφήνεις αναπάντητο.

Ρινίσματα μνήμης, φύλλα που πέσαν από το δέντρο της γνώσης της, ρήματα που οδηγούν τις προτάσεις των αισθήσεων μου συμπλέουν στις γωνίες και στις αποθήκες της ενδοχώρας αυτής και ώρες ώρες με ξαναορίσουν, μου δίνουν το χέρι τους μα και αδιάφορα περνούν στα νυχτοήμερα μου τα επόμενα, τα ακαριαία, τα εξακολουθητικά ή αυτά που θα μπορούσαν να είχανε γίνει με μηνύματα και συμβουλές. Αποφθεγματικά και το στερνή μου γνώση με γυροφέρνει. Και η μνήμη που όλα τα βλέπει, όλο τα νιώθει κόβει και ράβει το ψωμί της αναλόγως. Και ολόκληρη η φέτα μα και τα ψίχουλα των στιγμών. Και όλο βαθαίνω φυγόκεντρα και κεντρομόλα της κιτάπια και στις δοξασίες και στις ήττες βλέποντας τα πως αλλάζουν, πως χάνουν το χρώμα τους με τα χρόνια στήνω χορό. Τα ασπρόμαυρα της μνήμης ρούχα, της καθημερινότητας που ψάχνει μια σιγουριά, ένα κεραμίδι να βάλει στο κεφάλι της, συνεχώς νοτισμένα απλωμένα με κοιτούν και τα βήματα του θεαθείναι μου κάνουν και τσαλιμάκια. Στην ταράτσα και στο σχοινί που τα κρατάει ισορροπώ.

 

Μα και όταν τα μαζεύω στεγνωμένα κάποια μυρουδιά τους που με έντυσε από το χτες υπάρχει στις πτυχώσεις και στις κλωστές τους που ξυπνάει μνήμες που λαγοκοιμούντανε .

Μια μυρουδιά βασιλικού μπερδεμένη στης νύχτας τα καμώματα μα και μια μυρουδιά αλμύρας καλοκαιριού που βρίσκει το τρόπο να ταξιδεύει στα σπασμένα κοχύλια της αμμουδιάς και της ραστώνης μου επανέρχεται. Και όλα και φως και φανάρι γίνονται. Και ό,τι όλα έτσι γίναναι είναι μια άλλη αλήθεια που δεν μπορώ να την αποφύγω, ούτε και να κλείσω τα μάτια μου. Μα δεν σταματάει ο αέρας της ενδοχώρας της μνήμης και την έξωθεν καλή μου μαρτυρία την κάνει και φύλλο και φτερό μα και την διανυκτερεύει. Μια μικρή βόλτα στο τετράγωνο, στο παρακάτω τετράγωνο είναι λυτρωτική.

Βιτρίνα την βιτρίνα, αντικείμενα, μικροπράγματα, συμπράγκαλά μου τα φέρνει με την χάρη της μπροστά μου. Ένα μολυβάκι, μια σφέντονα, ένα χάρτινο καραβάκι αταξίδευτο, φωτογραφίες παλιάς κοπής, δίσκους πικάπ, κάτι μπαούλα με φραγκοδίφραγκα και πετσετάκια χειρός ανοίγουν τις ιστορίες τους ξανά και ξανά. Πληγές και απώλειες ανοίγουν και στα καινούργια πια κιτάπια της μνήμης τα βάζουν. Η ενδοχώρα τούτη χωράει τόσα μα τόσα βήματα, τόσες ματιές, δρόμους, τούβλα και πολλές σιωπηλές χαρές όταν κλείνει η πόρτα η διπλανή, του από πάνω ορόφου, του απέναντι γείτονα που το σκυλί του αλυχτάει. Ένα σπιτικό ολόκληρο είναι αυτή η ενδοχώρα, η έξω και η μέσα καρδιά της ανοίγει και κλείνει σαν βεντάλια καλοκαιριού, σαν ομπρέλα βιαστική στους δρόμους που ψάχνει ένα χαγιάτι ή την είσοδο ενός πολυκαταστήματος. Να βρει τον γνώριμο και άγνωστο χι για μια κουβέντα. Να κάνει και τα ψώνια έτσι για κοροϊδέψει το άδειο πορτοφόλι με τα δανεικά χρήματα της κάρτας της πλαστικής. Και έτσι να επιστρέψει στο δικό του σύμπαν, στους τοίχους του και κυρίως στην μνήμη μου.

 

Πίσω από τις κουρτίνες της, στα πλακάκια του μπάνιου, στους καθρέφτες τους πρωινούς που καπνίζουν όνειρα νυχτός μιας χρήσης, στα αφηρημένα λόγια του αέρα, στα θα των υποσχέσεων στα φιλιά και λόγια που δεν πήγανε ή δεν μας πήγανε παραπέρα με ένα λοιπόν λογαριάζουν. Φεγγάρια κόκκινα πράσινα, άτια κουτοφαντασίας χωρίς χαλινάρι στις στροφές τους, αταξίδευτα λόγια ανέγγιχτα, σημειώματα στην άκρη μιας τσακισμένης σελίδας ημερολογίου, σφάλματα και δόξες από την παράσταση ζωής ζούνε την δεύτερη τους ευκαιρία.

 

Σημάδια και χαιρετισμοί μακράς διαρκείας που μείνανε στα χέρια, στα χείλη, στο χείλος του γκρεμού, στου σπασμού, στου χαμού, στης χαράς εγερτήρια πρωινού και νύχτας προσευχή αχνοφαίνονται χωρίς να χάνονται. Το μεδούλι τους, η επιφάνεια τους ταξιδεύουν το τώρα, στρώνουν το τραπέζι της ζωής και την επαύριο. Σε αυτή την ενδοχώρα, στο κέντρο και στα περίχωρα της συντελούνται ακροάσεις, μεροκάματα σιωπηλά, πορεία ονείρων σε διαμαρτυρία για το όποιο αυτονόητο τους, αλλάζουν κυριολεκτικά θέση τα όποια πάνω των στιγμών που έρχονται κάτω σε χρόνο απίθανο και χωρίς να το πάρει ούτε χαμπάρι, ούτε ως μερεμέτι. Είναι και το άλλο ταμείο των συναλλαγών, που ο λογαριασμός τους με το τι είχαμε και το τι χάσαμε σε περιμένει να το φέρεις σε ένα καλό τέλος, να συμβιβαστείτε, να συμπράξετε ή και να τον κλείσεις που συνεχώς θα λέει το δικαίωμα του να το ικανοποιήσεις. Τα ξεχασμένα, τα περασμένα, τα μισό ειπωμένα των διαδρομών ζωής, ζητούν και αυτά το δίκιο τους.

 

Η αχανής απαίτηση των ενδοκαταστάσεων κελεύσματα, των εντός των τειχών τους σιωπηλά μα και ως αδυναμία γρατζουνάει. Μα και ελεγκτής κυκλοφορίας που είναι ο χρόνος και άλλοτε στο ρελαντί, στο αθόρυβο της νύχτας κοντέρ σε βγάζει, είτε σε περνάει στο απέναντι δευτερόλεπτο του, είτε σου αποδίδει το λάθος, είτε σου δίνει ελευθέρας στους άρτους και τα θεάματα, εντούτοις θέλει χαρτζιλίκι ή έστω ένα χαμόγελο. Τίποτε δωρεάν στην χώρα αυτή. Και τα φώτα πορείας στους δρόμους τα διόδια και στα κρησφύγετα των δέντρων της μνήμης έχουν ένα τίμημα.

Είναι η άλλη λειτουργία της μνήμης, που αυτοχρήμα, αυτόματα μπαίνει σε λειτουργία, όταν η πολιτεία η ενδοχώρα αυτή, ξεσκονίζει το χτες της, θυμάται ή δεν θέλει να θυμάται και τρόπον τινά μα κυρίως κατά κράτος δένεται και ρίχνει άγκυρες με το χτες.

Έτσι και τα όποια χελιδόνια νοσταλγίας της όταν θα ‘ρθουνε παπαγαλίζοντας την πορεία των επαναλήψεων των ίδιων διαδρομών και από το χειμώνα θα βρίσκουν αποκούμπι και φωλιά στα καλοκαίρια τα εύκρατα, έτσι και με το ίδιο τρόπο παράλληλα η ενδοχώρα της μνήμης θα φτιάχνει πατρίδες. Σαν πιόνι της μετράω και τα λόγια και τα βήματά μου. Σέβομαι την πνοή και την παρένθεση του χτες, ζω το σήμερα που από ό,τι φαίνεται και αυτό θα μπει σε λίγο στο ίδιο παρονομαστή των αναμνήσεων. Έτσι στο ονειροδρόμιο τους συνεχίζω να ίπταμαι, να Αιθεροβατώ, σε ιδρώτες πάθους γλιστράω και στα αγάλματα της πλατείας των μονολόγων της βρέθηκα να αγορεύω. Καρέκλες χωρίς θαμώνες και χαλιά στρωμένα δεν υπήρχανε. Ούτε αταξίδευτα όνειρα. Αυτά που είδα, αυτά που ένιωσα, αυτά που περίμενα τα έγραφα κιόλας, να μείνουν για τους επόμενους που θα θέλουν να τα διαβάσουν.

 

 

Ετικέτες:
ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top