Fractal

Μια ιστορία για την συλλογική μνήμη και την ατομική ευθύνη

Γράφει η Τζίνα Ψάρρη //

 

Μαρία Γαβαλά: «Ο μικρός Γκοντάρ», Εκδόσεις Πόλις

 

«Η παραπλανητική ηδύτητα της παρηγοριάς, το πλέον ανώφελο κι ανόητο καμουφλάζ»

 

Την Άνοιξη του ‘69, η Λουκία, που έχει ξεκινήσει κινηματογραφικές σπουδές στο Παρίσι, παραδίδεται για πρώτη φορά στη ζωή της ψυχή τε και σώματι, στον Γκασπάρ, που θύμιζε «πότε κορμό περικοκλάδας με τα μακριά οστεώδη χέρια και πόδια του και πότε κεραυνό που τρύπωνε μέσα της απροειδοποίητα, μεταδίδοντάς της τον πυρετό του». Καθώς δεν είχε προλάβει ακόμα να εγκλιματιστεί, παρατηρεί με ενδιαφέρον ανάμεικτο με φόβο και έκπληξη, την ένταση της περιρρέουσας ατμόσφαιρας και τις φασαρίες που ξεσπούν στις περισσότερες πανεπιστημιακές κοινότητες.

«Όσο κόχλαζε το καζάνι των γεγονότων του Μάη, φρόντιζα να μένω στο περιθώριο, απλός θεατής, ή να ενδιαφέρομαι για άλλα κοινωνικά, αξιοσημείωτα συμβάντα. Κρατούσα ημερολόγιο και σχεδίαζα με ένα χοντρό Faber, σε αρίγωτο τετράδιο Clairefontaine, τα μυστήρια του Παρισιού, όσα συνέβαιναν στο μετρό, στα σοκάκια, στα πάρκα και στις γέφυρες του Σηκουάνα, χωρίς να έχω ιδέα πώς θα τα αξιοποιούσα στο μέλλον· ένα σενάριο για ταινία μυθοπλασίας ή ένα ντοκιμαντέρ για τους κλοσάρ;….. Έγραφα και σχεδίαζα, λοιπόν, μάλλον περιγράφοντας την επιφάνεια παρά προσεγγίζοντας την ουσία των πραγμάτων. Ήταν κάτι επιδερμικό, σίγουρα, που όμως διέθετε τη φρεσκάδα και την αθωότητα ενός πρωτόπειρου αλλά καλοπροαίρετου βλέμματος. Λες κι ένα μικρός παιδί στεκόταν με περιέργεια, όσο και επιείκεια, μπροστά σε έναν κόσμο αστέγων που απέπνεε σήψη».

Κινηματογραφιστής και ο Γκασπάρ, ένας μικρός Γκοντάρ, βρίσκεται στον αντίποδα: ενδιαφέρεται και προσδοκά να καταγράψει την εξέγερση των φοιτητών, να περιγράψει γεγονότα, να φτιάξει ένα σπουδαίο ντοκιμαντέρ που θα του άνοιγε την πόρτα της καλύτερης σχολής κινηματογράφου στον κόσμο.  Παράλληλοι και τεμνόμενοι οι δρόμοι τους, αφού και οι δύο ψάχνουν τον λόγο ύπαρξης που θα τους βόλευε καλύτερα.

«Η ιστορία μας έμοιαζε με ανεμοβρόχι, που τα κάνει όλα άνω-κάτω κι ύστερα κοπάζει, και στο τέλος σβήνει, αφήνοντας πίσω ελάχιστα ίχνη του υποκινητή της αναταραχής, πέρα από τα σπασμένα που εξακολουθούν να σωριάζονται επιβεβαιώνοντας το πέρασμα του έρωτα».

Όταν ο Γκασπάρ εξαφανίζεται χωρίς προφανή λόγο, η Λουκία πλημμυρίζει από αγωνία και απορίες που δεν την αφήνουν να ησυχάσει. Η παράδοξη απουσία του την βυθίζει στη θλίψη του εγκαταλελειμμένου. Η τελική εξήγηση αυτής της απουσίας ωστόσο, την γεμίζει γνώση και πολύτιμα συναισθήματα.

«Κι όμως, και σε μένα είχαν συμβεί διάφορα όσο εκείνος σπινθηροβολούσε γύρω μου, μες στο σκοτάδι της απουσίας του. Αλλά δεν τολμούσα να του μιλήσω, λες και το να μη λέω τίποτα σημαντικό και να τον κοιτάζω αποσβολωμένη, βυθισμένη σ’ ένα νέφος μαλθακότητας κι αδράνειας,  ήταν το μόνο φυσικό την παρούσα στιγμή».

Παιδί εγκαταλελειμμένο ο Γκασπάρ, έζησε ανάμεσα σε ανάδοχες οικογένειες και ιδρύματα ως την ενηλικίωσή του, μ’ έναν εκ γενετής παροξυντικό ίλιγγο να τον βασανίζει περιοδικά. Μεγαλώνοντας, επέλεξε να γίνει «ένας κλέφτης εικόνων της πραγματικότητας», στις οποίες πρόσθετε επιπλέον σκληράδα και οξύτητα, μπολιάζοντάς τες με ένα φλέγμα που εκτοξευόταν από μέσα του, κάτι παρόμοιο με ασυγκράτητη συναισθηματική έκρηξη. Ένα ανθρώπινο πλάσμα με συχνές τάσεις φυγής, που δείχνει ανοίκειο, ένας γρίφος, μια «θολή σκιά στον ορίζοντα».

Στην Ελλάδα της Χούντας και της λογοκρισίας, η Λουκία, που έχει επιστρέψει για λίγο εξαιτίας της σύλληψης του θείου της, ψάχνει βαθιά τον εαυτό της και την σχέση της με τον Γκασπάρ, αν υπάρχει τελικά σχέση. Σε αρκετά κομμάτια του βιβλίου, εμφανής η αποφορά που σπέρνει η δικτατορία, ολοζώντανα τα υποταγμένα πρόσωπα των ανθρώπων, η απάθεια, η αδιαφορία και η υποβόσκουσα θλίψη.

«Το πιο οδυνηρό, όμως, ήταν αυτή ακριβώς η συνήθεια της θλίψης και της απόγνωσης, ή έστω της απάθειας και της αδιαφορίας, που μάστιζαν τους ανθρώπους. Μια συνήθεια απέναντι στο κακό, μια προσαρμογή στην υποταγή και το φίμωμα, που ήταν κατά πολύ χειρότερη από όλα τα άλλα δεινά. Οι άνθρωποι σήκωναν το βάρος αδιαμαρτύρητα σαν άβουλα υποζύγια. Σαν να είχαν χάσει τη μνήμη και τις ελπίδες τους, την ικανότητά τους να ερωτεύονται, να αγαπούν και να κάνουν φίλους, και ζούσαν ένα παρόν που, όπως ο λίβας, έκαιγε και τα τελευταία ψήγματα διάθεσης για αντίσταση».

 

Μαρία Γαβαλά

 

Η Λουκία επιστρέφει στο Παρίσι, στις σπουδές της, στην ανησυχία για τον Γκασπάρ που βρίσκεται εγκλωβισμένος στην Αλγερία προσπαθώντας ανεπιτυχώς να γυρίσει ένα ντοκιμαντέρ, στις διαδηλώσεις και στους Αλγερινούς φίλους της. Ο μόνος της πλέον συνδετικός κρίκος με τα τεκτενόμενα στην Ελλάδα αλλά και την τύχη του εξόριστου πλέον θείου, τα λιγοστά τηλεφωνήματα και τα αλλοπρόσαλλα γράμματα της μητέρας της. Τα νέα φτάνουν ως εκείνη μόνο διφορούμενα. Φαντασία και πραγματικότητα αναμειγνύονται στην δίχως εγγύηση ασφάλεια ζωή της, με την ίδια να εξακολουθεί πάντα να αισθάνεται μία παρείσακτη. Ο έρωτας της για τον Γκασπάρ, και ο δικός του για εκείνη, αποδεικνύεται πολύ δυνατός αλλά ταυτόχρονα και ένα μπερδεμένο κουβάρι αντικρουόμενων συναισθημάτων, εξαιτίας των αντίξοων συνθηκών που βοούν γύρω τους. Όταν ο Γκασπάρ βραβεύεται για μια ταινία του, η Λουκία αντιλαμβάνεται πλέον ξεκάθαρα πως σύντομα θα μείνει μόνη με την απουσία του, αφού εκείνος θα συνεχίσει να κυνηγά το όνειρό του σε κάποια γωνιά της γης κι εκείνη να καταγράφει σε τετράδια όλα όσα βιώνει, με την αόριστη πρόθεση να γράψει κάποτε ένα σενάριο ή μυθιστόρημα.

«Ένας από τους λόγους που ακολουθούσα τον Γκασπάρ, μες στις απανωτές τρικυμίες του έρωτα και μες στη γενικότερη ανασφάλειά μου, ήταν για να δοκιμάσω και τις δικές μου αντοχές απέναντι στο άγνωστο. Κι ακόμη, για να τακτοποιήσω κάποιες εσωτερικές εκκρεμότητες, οι οποίες, αν δεν το φρόντιζα εγκαίρως, θα με ταλαιπωρούσαν σε όλη μου τη ζωή».

Εξαιρετικά δομημένοι οι δευτερεύοντες χαρακτήρες, σαν τον πατέρα της Λουκίας, τον αμφίθυμο, ηττοπαθή αλλά πείσμονα, τον υποτονικό και άτολμο, ή, την παράτολμη μητέρα της, με τις φιλελεύθερες απόψεις, την γεμάτη ενέργεια και αισιοδοξία συνήθως, την κοκέτα και χυμώδη, ως την ανατροπή της υποτιθέμενης ελαφρομυαλιάς της.

Υπέροχες γλαφυρές εικόνες μιας «απόρθητης μεγαλούπολης», ερμητικά κλειστής, «με τις προσόψεις των σπιτιών να βαλτώνουν στην υγρασία», δεκάδες οι αναφορές σε θεατρικές παραστάσεις και ταινίες, καθώς και συγγραφείς ή ποιητές. Ρητορικές ερωτήσεις, φιλοσοφικές αναρωτήσεις, πνευματικές ανησυχίες, ηθικά διλήμματα, όλα δοσμένα σαν κινηματογραφικές εικόνες σκηνοθετημένες με ακρίβεια και τρυφερό λυρισμό.

Ένα μυθιστόρημα που ρίχνει φως κατατοπιστικό σε μια αρκετά αγνοημένη δεκαετία, απαθανατίζοντας πολιτικά συμβάντα, κοινωνικές αναταραχές, καλλιτεχνικές δημιουργίες. Μα επίσης, μια ιστορία για την συλλογική μνήμη και την ατομική ευθύνη, την παθητική στάση απέναντι σε σημαντικά γεγονότα, τις δυνατότητες ή όχι ενός δημιουργού να εισχωρήσει με το έργο του στον ψυχισμό και το μυαλό των ανθρώπων. Μια εσωτερική – κατά κύριο λόγο – αναζήτηση, μέσα από την οποία ψυχογραφούνται μοναδικά χαρακτήρες και αναλύονται συμπεριφορές.

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top