Fractal

Οι αφορμές της γραφής

Γράφει η Διώνη Δημητριάδου //

 

Ελένη Λαδιά: “Αρχή” – Δύο νουβέλες με διαφορετική θεματολογία και κοινό τίτλο, εκδόσεις Αρμός

 

Όσο κι αν σκοτεινές πάντοτε παραμένουν οι αφορμές της γραφής, μια που αφορούν μόνον τον δημιουργό τους και όχι τον κατ’ ουσίαν «παρείσακτο» αναγνώστη, καμιά φορά αποκαλύπτεται από τον συγγραφέα η αρχή της έμπνευσής του ή ό,τι από αυτήν ο ίδιος επιτρέπει να φανεί. Έτσι, στο πρόσφατο βιβλίο της Ελένης Λαδιά οι δύο νουβέλες της (με τον κοινό τίτλο Αρχή) συνοδεύονται από μια διευκρίνιση η κάθε μία ως προς τη συγγραφική εκκίνηση. Αν και πρόκειται για δύο ιστορίες έρωτα, γίνεται μνεία για δύο θανάτους: ο ένας απειλεί το πρόσωπο της συγγραφέως και ο άλλος, πιο ρεαλιστική επικρεμάμενη απειλή, αφορά ολόκληρη την ανθρωπότητα. Με τον τρόπο αυτό οι δύο ιστορίες, αν και διαφορετικής θεματικής, βρίσκουν ένα αρχικό σημείο σύνδεσης (πιο εμφανές, άρα επιφανειακό). Ωστόσο, δεν είναι το μοναδικό στοιχείο που τις συνδέει και δικαιολογεί τη συνύπαρξή τους στο ίδιο βιβλίο, καθώς διαβάζοντας ανακαλύπτεις τουλάχιστον δύο ακόμη «κοινούς τόπους»· ο πρώτος αφορά το ερωτικό στοιχείο και τις πολλαπλές (συχνά αθέατες) μορφές του, άλλοτε με την ανεκπλήρωτη αύρα να διακατέχει το άτομο μέχρι την οικειοθελή του κατάρρευση και την τελική του πτώση, άλλοτε ως μια πολυεπίπεδη ένωση και πνευματική, κυρίως, τελείωση· ο δεύτερος, ανοιχτός σε μια πιο εμβριθή ανάγνωση, κατατάσσει αυτό το νέο πόνημα στην πεζογραφία απαιτήσεων, με τη φιλοσοφία ως στοχασμό αναλυτικό να αποτελεί απαραίτητο επεξηγηματικό συμπλήρωμα της ιστορίας. Δεν είναι κάτι που ξαφνιάζει, καθώς γνωστή είναι η ενασχόληση της Λαδιά με την αρχαία αλλά και τη σύγχρονη γραμματεία και φιλοσοφία.

Οι δύο κόσμοι –επιφανειακά ασύνδετοι και αυτοτελείς– αυτός της ζωής και ο άλλος της μη-ζωής, εδώ βρίσκονται σε μια αγαστή συνύπαρξη, ως φυσική συνέχεια, και ολοκληρώνει ο καθένας την υπόστασή του μόνο με την ύπαρξη του άλλου. Ο Ηράκλειτος με τον δικό του τρόπο (εκ των πραγμάτων κρυπτικό, καθόσον μόνο fragmenta της σκέψης του έχουν διασωθεί) το έχει πει: οδός άνω κάτω μία και ωυτή. Η Λαδιά θυμάται την αναλογία του Ερμή του Τρισμέγιστου (Ερμής και Θωθ μαζί): Ό,τι είναι κάτω αναλογεί προς ό,τι είναι επάνω και ό,τι είναι επάνω αναλογεί προς ό,τι είναι κάτω, για να αποτελέσουν το θαύμα το μοναδικού πράγματος. Έτσι, έρχεται και στους μεταγενέστερους μέσα από το ευφυές του Wittgenstein: Χωρίς άλλο υπάρχει αυτό που δεν λέγεται με λόγια. Αυτό δείχνεται, είναι το μυστικό στοιχείο, για να προσανατολίσει την αναγνωστική πρόσληψη σε μια ένωση των πάντων, είτε με τον ορθό λόγο της θνητής εννόησης του σύμπαντος είτε με τον αθέατο τρόπο της διαίσθησης – ισχυροί και συχνά αντικρουόμενοι τρόποι σύλληψης της ουσίας του κόσμου. Κάτω από αυτή την οπτική, οι δύο ιστορίες λειτουργούν ως προκάλυμμα για να εκτεθεί ο προβληματισμός (ή η σταθερή πεποίθηση) της Λαδιά για το αδιαίρετο του κόσμου, ορατού και μη ορατού – ο έρωτας αποδεικνύεται ένα «όχημα» για τη βίωση αυτής της πορείας ή μια ακόμη αφορμή/πρόφαση για τον αρχικό σκοπό της συγκεκριμένης γραφής.

Στο εξώφυλλο η ζωγραφιά της Νεφέλης-Μαρίνας Ρούσκα αγκαλιάζει διακριτικά τις δύο όψεις του βιβλίου αποδεικνύοντας πως ο επιτυχής σχεδιασμός μιας έκδοσης ξεκινά από έξω προς τα μέσα. Ένα βιβλίο από τα πιο ενδιαφέροντα της πρόσφατης εκδοτικής παραγωγής, όχι μόνο για τις ιστορίες του αυτές καθεαυτές αλλά κυρίως για τις προεκτάσεις του.

 

 

Ελένη Λαδιά

 

 

Αποσπάσματα

 

Όταν η βαρειά θύρα έκλεισε με δυνατό θόρυβο πίσω μου, ανατρίχιασα: όχι δεν φοβόμουν τους νεκρούς, αυτοί ήταν φίλοι μου, αλλά με τρόμαξε το τεράστιο άδειο λιβάδι. Ανοιγόταν μπροστά στα μάτια μου ένα κενό γκριζόχρωμο, που όσο περπατούσα ξάνοιγε περισσότερο διαιωνίζοντας τη Κενότητα. Είχε όμως μια αλλόκοτη ομορφιά αυτή η Κενότητα, έμοιαζε με ζωγραφικό πίνακα αναρτημένο σε αόρατο τοίχο.

(«Αρχή», σ. 21)

 

Αυτοί οι άνθρωποι ήταν ενωμένοι στην ίδια ουσία, διατηρώντας ταυτοχρόνως την ατομική τους υπόσταση. ενωμένοι και συγχρόνως ελεύθεροι στην χαρά και στην λύπη. Αντιμετώπιζαν τις εξωτερικές εχθρότητες σαν ακραία φυσικά φαινόμενα, που τους έδεναν και τους συσπείρωναν περισσότερον.

(«Χρυσάνθιος και Λαμπετία», σ. 118)

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top