Fractal

Διήγημα: “H θεια Ευρυδίκη”

Γράφει ο Θεόδωρος Πάλλας // *

 

 

 

 

Τράβηξε ψηλά τις κάλτσες της, τις τάνυσε, τις έπιασε σφιχτά με καλτσοδέτες, λίγο πιο πάνω από τα σημαδια που τις άφησαν οι πρωινές, μουρμούραγεν όλην ετούτην την ώρα, κουνούσε την κεφαλή να τονίσει τα λεγόμενα της και αναστέναζε, στην αρχή με μεγάλα διαστήματα κενών, μετά συντόμως. Το ουφ ακούστηκε εντόνως, η πασχαλίτσα που κρυμμένη την παρακολουθούσε από τα ζουμπούλια τινάχτηκε και χτύπησε στο μπράτσο της. Την ανασήκωσε και την άφησε με προσοχή στο ματσάκι με τον βασιλικό που είχε στο ποτήρι.

Ανασυντάχτηκε ως και στην σκέψη και κοιτάχτηκε στον καθρέφτη του σύνθετου, το άσπρο της μαλλί κεντημένο σε δυο κοτσίδες, άνισα πεταγμένες στους ώμους, η ζακέτα η πλεκτή ξεχειλωμένη από τα πλυσίματα και το μέτωπο γεμάτο την ηλικία της, πέρασε τα εβδομήντα.

Χήρα. Τρία χρόνια χήρα και ο συγχωρεμένος δεν την άφηνε σε ησυχία. Όλο και κάτι της ζητούσε. Τη μια να τον ραίνει με μύρο να διώξει την αποφορά του σάπιου, την άλλη κανένα τσίπουρο να ευφρανθεί η ψυχούλα του, λίγο νερό καλοκαιριάτικα να μην κορακιάσει και καθημερινώς λίγα λόγια, έτσι για συντροφιά. Τα ζουμπούλια, οι κατηφέδες, οι πετούνες και τα σκυλάκια που φύτευε τριγύρω του τον άφηναν απαθή και σαν την άνοιξη του έλεγε, βρε πως μοσχομυρίζει το αγιόκλημα, εκείνος άλλα σκεφτόταν.

Ήταν ο ίσκιος από τα κυπαρίσα καταλαγιασμός και η ευωδιά από τα τόσα δέντρα και λουλούδια ευφορία, αλλά ήταν και μια καταφυγή από την καθημερινότητα του χωριού το να περνά μια ώρα το πρωί και μια το απόγεμα στα μνήματα. Διάβαζε καθημερινά τις πλάκες, λες και δεν τις είχε ξαναδιαβάσει, υπολόγιζε τα χρόνια καθενός, λες και δεν τα είχε ξαναϋπολογίσει, έβλεπε τις φωτογραφίες ως να μην τις είχε ματαδεί και έπλαθε ιστορίες ή της ερχόταν στον νου ιστορίες που άκουσε, που έζησε, αναθυμόταν όσους μπορούσε να αναθυμηθεί και κάθε μέρα ή τα ίδια σκεφτόταν σαν να μην τα είχε ξανασκεφτεί ή καινούριες μνήμες της ερχόταν ή νέες μνήμες έπλαθε. Έφτιαξε έτσι μιαν ζωή όμορφη. Ξεκινημένη από τα παιδικά της ως τα τωρινά.

Τον αγαπούσε τον άντρα της; Αυτό δεν ήταν θέμα της παρούσης. Άλλο την έκαιγε. Δέκα μέρες πέρασαν από την αρχή μιας καραντίνας παράλογης, ένας ιός λένε πως κυνηγάει τα γερόντια, και τις γριές, της φώναξε ο Χαραλάμπης, παναθεμά τον, και τους έκλεισαν μέσα. Δηλαδής τους υποχρέωσαν να ζουν μέσα. Στην αρχή το είχε πάρει αψήφιστα. Πήγε στα μνήματα πρωί μα το μεσημέρι την πήρε τηλέφωνο ο γιος, κάτσε μέσα μάνα, μην το κουνάς ρούπι, της φώναξε. Τρεις μέρες το άντεξε, είχε τα λουλούδια και τον κήπο της, είχε τις κοτούλες και την Ευτέρπη της, αποξεχνιόταν και πέρναγεν η μέρα, αλλά και τις τρεις νυχτιές ο συγχωρεμένος βαριαστέναζε, δεν άντεχε, έχω ένα ουφ βρε γυναίκα, της έλεγε, θέλω σε κάποιον να τα πω. Πες τα μου εδώ μανάρι μου, του είπε, δεν είναι στα όνειρα λόγια στεριωμένα, της είπε, ξεχνιούνται. Την τέταρτη μέρα δεν άντεξε, έριξε την μπόλια της και κίνησε. Έριξε νερό στο μνήμα, κανάκεψε τον άντρα της μην της θυμώσει για τις μέρες της έλλειψης, του είπε εκείνα τα λόγια τα μπιρμπιλωτά που του έλεγε σαν του έκαμε χαρούλες και μιαν ώρα λευτερώθηκε η καρδούλα της και χάρηκαν τα σωθικά της.

Βγαίνοντας από τας μνήματα είδε το μπατσικό που ήρθε και στάθηκε δίπλα της.

-Θεια, για πού το έβανες;

-(Θεια να σε πει η μάνα σου) σκέφτηκε, για εδώ, ήρθα, μουρμούρισε.

-Έχεις χαρτί; Τον κοίταξε λες και έβλεπε τον χάρο που της ζητούσε την άδεια να την πάρει. Χαρτί λέω, έχεις; Επέμενε εκείνος.

-Τι χαρτί;

-Χαρτί που να λέει γιατί βγήκες.

-Για τον Μήτσο μου βγήκα, είπε διστακτικά και σκέφτηκε πως ο γιος της δικαίως την τρόμαξε λέγοντας πως δεν επιτρέπεται μήτε στα μνήματα να πάει. Μονάχα το σκυλί να βγάζει έξω. Ποιο σκυλί; Τον αποπήρε. Ο Άρης πέθανε πριν μήνες. Για τον Μήτσο μου βγήκα, είπε θαρρετά και έδειξε τον κόπρο που την έπαιρνε από πίσω κάθε φορά που κίναγε για τα μνήματα και τη μια τον κλώτσαγε, την άλλη τον χάιδευε. Καθημερινά όμως όλο και κάτι του έριχνε έξω από την πόρτα της. Ψυχή έχει κι αυτός, σκεφτόταν. Ένα ψυχικό κάμω κι εγώ.

-Αυτό είναι το σκυλί σου; Της είπε ο μπατσούλης περιπαιχτικά.

-Ναι, του είπε επιθετικά, δεν σ’ αρές;

-Μα αυτός είναι γεμάτος βρομιές. Και δεν έχει και κολάρο.

-Έλα χάιδεψ’ το να διεις τι είναι, και η θεια Ευρυδίκη πλησίασε το σκυλί, εκείνο τρομαγμένο μπρουμούτιασε και το χάιδεψε.

-Δεν έχουν τον Θεό τους, της είπε ο Χαραλάμπης σαν του διηγήθηκε τα καθέκαστα. Ένας δρόμος χώριζε τα δυο σπίτια και μπορούσαν από τα παραθύρια τους να τα λένε καθισμένοι στον καναπέ τους και οι δυο. Συνήθεια κι αυτό τωρινή γιατί ο Χαραλάμπης συνήθως για να την προγκήξει τον καλό καιρό της μίλαγε.

-Τι γυρεύουν βρε εδώ τα κοπρόσκυλα; Διασκόσιες ψυχές είμαστε δεν είμαστε. Και στα μνήματα; Θα κολλήσουν οι πεθαμένοι;

Γέλασε ο Χαραλάμπης.

-Και εγώ πήγα για χόρτα… άρχισε, δεν θέλησε να συνεχίσει πως πήγαινε για χόρτα και οι ίδιοι μπάτσοι του είπανε να φύγει μην και τον γράψουν, μα πώς να το πει της θειας, άλλο χόρτα σκέφτηκε άλλο οι ποθαμένοι, ο ένας, ο πιο μακρύς είναι ερωτεμένος με το Ρηνάκι, συνέχισε. Και τώρα με την απαγόρευση εκείνο κρύφτηκε μέσα και αυτός ο ντεμέκ βαρύμαγκας της κάμει κόρτε με το περιπολικό.

-Να διεις τι θα τους κάμω εγώ, είπε η θεια, αλλά τι αλήθεια μπορούσε να τους κάμει; Ήταν η εξουσία. Ποιον λογάριαζαν;

Δέκα μέρες εγκλεισμός και ο Μήτσος της δεν την άφηνε σε ησυχία. Βαριανάσαινε το κάθε βράδυ, στριφογύριζε στο κρεβάτι, την ξεσκέπαζε. Δεν το χωρούσε ο νους του πως δεν μπορούσε να τον επισκεφτεί, αλλά και το άλλο; Να δώσει το όνομά του σε έναν κόπρο; Δεν μπορούσε η καρδούλα του να της το συγχωρέσει. Και δεν της μιλούσε. Της κάκιωσε. Μοναχά στριφογύρναγε και αναστέναζε, τα ουφ του κυμάτιζαν τις κουρτίνες και οι κουκουβάγιες, η συντροφιά της τής νυκτός, είχαν εξαφανιστεί από τη συννεφιά της καρδιάς και τους αναστεναγμούς του αποθαμένου.

Φόρεσε την μπόλια της, έβανε τα καλά της, εκείνη την λουλουδάτη ζακέτα των πανηγυριών και κίνησε. Θα του τα έψαλε από την καλή εκείνου που ψες βράδυ και πάλι την ξενύχτησε, καθόταν στο κρεβάτι και όλο μουρμούραγε, ήταν βαρύ να τον ακούει ολονυχτίς να μουρμουράει και να μην νιώθει τι λέει. Το έκαμε αυτό ο συγχωρεμένος και σαν ήταν ζωντανός και πολύ την εφούντωνε. Και για τους άλλους, τα καλοπαίδια του μπατσικού, είχε έτοιμα τα λόγια.

-Άκουσε απτάλη, άρχισε τ’ αντρός της. Ξέρεις βρε πόσοι με κορτάρανε εμένανε; Στα νιάτα μου ήμουνα η περιζήτητος νύφη. Ως και από τα υπόλοιπα χωριά και από την κωμόπολη να σκεφτείς με διπλαρώνανε. Και τώρα να διεις. Ξέρεις πως με κοιτά ο Αναστάσης και ξερογλείφεται; Θα πεις μπορεί να κάμει και κάτι; Δεν ξέρω. Εσύ μήπως και τι έκαμες; Μα εγώ πιστή! Μην μου μουτρώνεις το λοιπόν και μην φουσκώνεις και κάμεις τον θιγμένο. Ως και ο γιος σου μωρέ, τον ξεύρεις πόσο σε τιμούσε, άσε τον πατέρα μάνα, μου είπε, με απείλησε σαν του είπα πως πρέπει να σου τα ψάλλω, δεν μπορώ να σε αφήσω χωρίς λόγια, άσε τις δικαιολογίες, μου είπε, άκου τα, διακιολογία εσύ και μείνε στο σπίτι. Δεν θέλω να τρέχω. Για ποιον θα τρέχεις βρε

τζαναμπέτη; Δεν του το είπα, δεν ήθελα να τον στενοχωρήσω. Θα λείψω λοιπόν Μήτσο μου, όσο κρατάει το κακό. Είναι και τα μπατσικά, αλλά έγνοια σου. Έχω και για δαύτους. Έτσι το λοιπόν Μήτσο μου; Να έρχεσαι το βράδυ να τα λέμε. Μιας και για σένα δεν υπάρχει απαγόρεψη. Και εγώ θα σου έχω το τσιπουράκι σου. Και μετά, σαν το κακό καταλαγιάσει θα τα πούμε και από πιο κοντά.

Βγαίνοντας από τα μνήματα και παίρνοντας τον δρόμο για το χωριό,

-Να ‘τοι πάλι, παναθεμάτοι.

-Τι έγινε θεια; Πού είναι ο σκύλος σου; Εκείνος ο μακρύς, φασιστάκι τον φώναζε ο Λεωνίδας ο Ανάρχας ως και στα μούτρα του, πού είναι το κατοικίδιό σου;

Χαμογέλασε η θεια Ευρυδίκη.

-Τον έχει το Ρηνάκι, να της αγλείφει το τέτοιο της μιας και δεν υπάρχει άλλος, του είπε με χαιρεκακία. Ξεύρεις, (κλανόμαγκα) έχω και κινητό που γράφει μετακίνηση 4, θεια Ευρυδίκη, και του το έδειξε με καμάρι περισσό.

Ο άλλος μπάτσος, ο κοντόχοντρος, την κοίταξε έκπληκτος, ο μακρύς είχε ακόμη το μυαλό του κλειστό, τον έστειλα, σκέφτηκε η θεια, που να καταλάβει το παίγνιο που της έστησε ο Χαραλάμπης στέλνοντας για έξοδο το όνομά της λειψό αλλά και λόγο 4, δηλαδή για παροχή υπηρεσιών σε άτομα χρήζοντα βοήθεια; Αλλά και να το ήξερε μήπως ο Μήτσος της δεν χρειαζόταν βοήθεια; Συντροφιά, λογάκια και λίγο τσιπουράκι;

 

 

* Ο Θεόδωρος Πάλλας γεννήθηκε το 1962 στο Καλοχώρι Βεροίας. Σπούδασε παιδαγωγικά και εργάζεται ως δάσκαλος. Άλλα έργα του ιδίου: Τρία κι ένα ποιήματα (ποιήματα) 1991, Εκδόσεις Παρατηρητής , Ποιητικές δοκιμές (ποιήματα) 1994, Εκδόσεις Παρατηρητής , Ενός αποσταμένου περιπατητή λόγοι (ποιήματα) 1996, Εκδόσεις Παρατηρητής.  Ανεπαίσθητη προσβολή (μυθιστόρημα) 2013, Εκδόσεις Άνεμος Εκδοτική. 28 αντίγραφα (διηγήματα) 2016, Εκδόσεις Άνεμος Εκδοτική. Η σιωπή των τύψεων (μυθιστόρημα) 2017, Εκδόσεις Ανάτυπο.  Διηγήματά του έχουν δημοσιευτεί στις ιστοσελίδες: Anemos magazine, tovivlio.net, Fractal.

 

 

Ετικέτες:
ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top