Fractal

Για την ακέραιη καθαρότητα

Του Δημήτρη Φιλιππίδη // *

 

Μισέλ Φάις: “Η Ερευνήτρια”, Μυθιστόρημα, Πατάκης, 2020, σελ. 272

 

Ο Φάις ως τώρα έχει σκορπίσει γενναιόδωρα κλειδιά στους αναγνώστες του, αφήνοντας μικρά, κρυπτικά μηνύματα, εξομολογητικά, κάποτε εικονιστικά, σε οπισθόφυλλα βιβλίων που γράφει ή σε συνεντεύξεις που δίνει. Δοκιμάζει πάντα να εκφράσει αυτό που δεν εκφράζεται, αυτό που αντιστέκεται σε εύκαιρες κατατάξεις και ερμηνείες. Προειδοποιεί ότι απέναντί μας έχουμε ένα καλειδοσκοπικό φάντασμα, απόλυτα τεχνητό αλλά ταυτόχρονα, και άμεσα υπαρκτό, αναγνωρίσιμο. Μάς υποδεικνύει, παρά ταύτα, συγγένειες και γέφυρες ανάμεσα στα βιβλία του, που κατά πολύ υπερβαίνουν τις ευκαιριακές «επώνυμες ιστορίες» που επεξεργάζεται και μας αναγκάζει να παρακολουθήσουμε βήμα-βήμα την εξέλιξή τους. Μάς ζητά, βάζοντας να δουλέψουν ισχυρούς μηχανισμούς ειρωνείας, να κρατηθούμε σε απόσταση από την κάθε φορά «υπόθεση έργου», αλλά την ίδια στιγμή, με απελπισμένη χαιρεκακία, σαν σε αστραπές επίγνωσης, εκεί που δεν το περιμένουμε, μας τραβάει μέσα στον στρόβιλο των συναισθημάτων, για να μας αφήσει μετά στο τέλος εξουθενωμένους.

Σε αυτό το παιχνίδι δεν φείδεται μέσων όπως λένε, ως εμπειρότατος ταχυδακτυλουργός, που γοητεύει το κοινό του με υπνωτικές κινήσεις ενώ η αλήθεια κρύβεται επιμελώς μέσα σε κρυφά περάσματα, καταπακτές και διαθλαστικούς καθρέφτες. Στο τελευταίο του μυθιστόρημα “Η Ερευνήτρια”, ο Φάις δηλώνει εξαρχής ότι χρησιμοποιεί τρεις βασικούς μηχανισμούς: ημερολόγιο, σημειωματάριο, επιστολές. Στα δύο πρώτα, τα πρόσωπα «μιλάνε»· στο τρίτο, «γράφουν». Αυτή η βασική διάκριση επιτρέπει την είσοδο στο μυθιστόρημα του «θεατρικού λόγου», κάτι που και άλλοτε έχει αξιοποιήσει ο συγγραφέας, αυτούσιο ή ως ψευδαισθητικό διάλογο.

Κάποτε μάλιστα θα παρεμβάλει και σκηνικές οδηγίες, όπως κάνει στο τελευταίο βιβλίο του, που τις ονομάζει «κυκλικό αναγνωστικό κανόνα», προειδοποιώντας ότι εδώ θα συναντήσουμε μια δομή επίτηδες επαναληπτική, όπως σε ένα (μουσικό) κανόνα, που μας τέρπει με την επανάληψη ενός μοτίβου με τις παραλλαγές του, φαινομενικά ακίνητου μέσα στον χρόνο. Τα σταθερά αυτά μοτίβα αφθονούν μέσα στο μυθιστόρημα, κάτι όμως που διαπιστώνεται πλησιάζοντας στο τέλος. Εκεί, ο «κανόνας» παίρνει εφιαλτικές διαστάσεις, καθώς η πλοκή οδηγείται στο μοιραίο κλείσιμο της υπόθεσης, με την ημιτελή φράση: («Θα το διαγράψω δεν», που μπορεί να αναφέρεται στην Έιμυ Γουαϊνχάους, για την οποία έχει προηγηθεί αναγωγή, αντανάκλαση και σύνδεση, αλλά μπορεί εξίσου να αναφέρεται και σε όλο το βιβλίο, ομολογώντας μια φοβερή επιθυμία παραίτησης, όπως, εξάλλου, και στην οικεία τακτική του Τσεχοεβραίου ν’ αφήνει ημιτελή και ανοιχτά τα βιβλία του.

Όποιος τώρα πιστέψει ότι η λογική της τριμερούς οργάνωσης ξεκαθαρίζει αυτόματα τα πράγματα, βάζοντας την υπόθεση σε εύληπτα καλούπια, τηρώντας τους νόμους της χρονικής διαδοχής και της εννοιολογικής συνάφειας, θα έχει πέσει έξω. Η ανάγνωση εξαρχής κινείται μέσα σε ένα τοπίο συσκότισης όπου, με ακατάσχετες παρεμβάσεις, από υλικό γνήσιο ή επίπλαστο, χάνεται η επαφή με την πραγματικότητα, με τον χρόνο. Γίνεται έτσι άμεσα αντιληπτό ότι «πλοκή» είναι οι διασυνδέσεις, οι μεταβάσεις, τα χάσματα, τα νεκρά σημεία – δηλαδή, τα «ματίσματα» στην ύφανση. Το μυθιστόρημα προχωράει και οδεύει προς το κλείσιμό του ακολουθώντας μια τέτοια υπνωτική πορεία από κύκλο σε κύκλο του κανόνα.

Αν τα παραπάνω αρκούσαν ως σημειώσεις πάνω στη δομή και τις συρραφές του μυθιστορήματος, αναμφίβολα του ωριμότερου και πλέον απαιτητικού έργου του Φάις, δεν εξηγούν την ουσία του, οπότε η σημασία τους είναι περιορισμένη. Γιατί θα είχαμε μείνει με μια άσκηση, τον «κανόνα» του, ένα απλό όργανο μουσικής με εγκεφαλικές οδηγίες χρήσης, που ξέρουμε δα πόσο ελλιπείς είναι σε συσκευασίες προϊόντων. Εκείνο που απουσίαζε δηλαδή από την ως τώρα συζήτηση είναι ο λόγος ύπαρξης μιας τέτοιας δομής. Ας τον εντοπίσουμε, ακολουθώντας τον συγγραφέα, σε ό,τι εκείνος ονομάζει «καφκαϊσμό», δηλαδή την εξαντλητική αναμέτρηση με το ιστορικό πρόσωπο του Κάφκα. Αλλά αυτό το γεγονός δηλώνεται στη σελίδα 237, λίγο πριν το τέλος. Λες και μόνο τότε ο Φάις απελευθερώνεται από τις δυνάμεις που τον κρατούσαν δέσμιο στους εμμονικούς κύκλους μιας προδιαγραμμένης, κι ωστόσο οργανωμένης από τον ίδιο τον συγγραφέα, μεθοδευμένης κόλασης: της ζωής του Κάφκα. Αιφνίδια εδώ έχουν αλλάξει οι συνομιλητές: κάποιος υπερκείμενος ανώνυμος (άραγε εξαρχής πανταχού παρών;) απευθύνεται στον συγγραφέα και δηλώνει: «Κατά τη γνώμη μου, το φαινόμενο Γουαϊνχάουζ κάτι θα είχε να πει στο φαινόμενο Κάφκα». Και αμέσως μετά, πετάει τη σαρκαστική αποστροφή «αν κρίνουμε από την πρόσμειξη γλωσσικών και υφολογικών στοιχείων στη γραφή σας, υπέρ πάντα μιας ακέραιης καθαρότητας».

 

Μισέλ Φάις

 

Να είναι αυτό το κλειδί που ψάχναμε; Μήπως τότε μια τέτοια «πρόσμειξη» που κυνηγάει την «καθαρότητα» δεν είναι τερτίπι της μόδας (όλοι πια σήμερα είναι τόσο υποψιασμένοι!) αλλά η απευθείας έκφραση αυτού του «καφκαϊσμού», ας μας επιτραπεί, μιας εβραϊκότητας που διαποτίζει κάθε πτυχή, κάθε φράση, κάθε «γεγονός» που εκτίθεται στο μυθιστόρημα “Η Ερευνήτρια”;  Ο Φάις, ο ίδιος Εβραίος, μοιάζει να παίζει με αυτό τον χαρακτήρα όταν φέρνει την Εβραία τραγουδίστρια Γουαϊνχάουζ πλάι στον ιερό, επίσης Εβραίο, Κάφκα. Αλλά τελικά δεν παίζει: τολμάει και τα βάζει μαζί του, όταν τόσα έχουν γραφτεί και ξεψαχνιστεί γι’ αυτόν, τον περιβόητο Κύριο Κ., επιλέγοντας τη δική του γωνία ταύτισης: την εβραϊκή. Ενώ ισχυρίζεται ότι η Γουαϊνχάουζ «μοιάζει» με τον Κάφκα, ο ίδιος, ως άλλος Κάφκα, είναι η μετενσάρκωσή του. Ενώ φαινομενικά εκθέτει την ιστορία του Κάφκα, ανοίγει τις δικές του πληγές και ενοχές. Για να γίνουν πειστικές αυτές οι μεταστάσεις, ο Φάις έχει ντυθεί αυτό που είναι, αυτό που πάντα ήταν: ένας Εβραίος που ψάχνει για τη σκοτεινή καθαρότητα στα ερείπια της άλλοτε κοινότητας, όπου πάντα θα ανήκει.

 

 

Η  “Ερευνήτρια” τιμήθηκε με το βραβείο μυθιστορήματος του περιοδικού “Ο Αναγνώστης”.

 

 

* Ο Δημήτρης Φιλιππίδης είναι αρχιτέκτονας. Τελευταίο του βιβλίο είναι “Ανώνυμη Αρχιτεκτονική. Μια άρρητη παρουσία” (Πολιτιστικό Ίδρυμα Ομίλου Πειραιώς, 2019).

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top