Fractal

Για την παράσταση «Δούλες»

Γράφει η Τόνια Τσαμούρη //

 

 

Οι «Δούλες» του Ζαν Ζενέ παρουσιάζονται για τρίτη συνεχόμενη χρονιά από το «Θέατρο Τέχνης». Η παράσταση ξεκινάει και οι 3 ηθοποιοί εμφανίζονται επί σκηνής. Η Μαριάννα Κάλμπαρη, η οποία υπογράφει και την σκηνοθεσία της παράστασης, υποδύεται την Κυρία. Στέκεται όρθια ανάμεσα στο κοινό και μιλάει από ένα μικρόφωνο, καθώς η Κάτια Γέρου και η Κωνσταντίνα Τάκαλου μακιγιάρονται και χτενίζονται επί σκηνής. Η Μ. Κάλμπαρη αρχικά δίνει στο κοινό κάποια ιστορικά και δραματολογικά στοιχεία για το έργο: ποιο είναι το θέμα, πότε παίχτηκε για πρώτη φορά, γιατί δόθηκε από τη μετάφραση ο συγκεκριμένος τίτλος και όχι ο τίτλος «Καλές» (ο πρωτότυπος τίτλος είναι «Bonnes» που σημαίνει όμως τόσο Υπηρέτριες, όσο και Καλές).

 

 

Αμέσως μετά, τα φώτα σβήνουν στην πλατεία και εμφανίζονται επί σκηνής η Κλαίρη και η «Κυρία». Οι δύο γυναίκες είναι ντυμένες με μαύρες σακούλες σκουπιδιών, σαν άλλα σύγχρονα απορρίμματα, ενώ τα λουλούδια που βρίσκονται ριγμένα πάνω στο τραπέζι, όπου ντύνεται η Κυρία, δίνουν περισσότερο την εντύπωση τάφου ή ίσως σκυλάδικου. Το ξυπνητήρι χτυπάει και οι δύο γυναίκες (η Κλαίρη και η Σολάνζ) σταματούν αλαφιασμένες το περίεργο αυτό θέατρο που έπαιζαν μέχρι τώρα προκειμένου να ετοιμαστούν για την επιστροφή της αληθινής Κυρίας. Είναι οι υπηρέτριές της. Πρέπει να αλλάξουν ρούχα, να βγάλουν από το πρόσωπό τους το μακιγιάζ που τις μεταμόρφωνε σε κάτι άλλο και να συμμαζέψουν το δωμάτιο. Θα προσπαθήσουν να νικήσουν αυτό που ποδηγετεί την ζωή τους και να αποκτήσουν την ελευθερία τους. Η επανάσταση όμως που ετοιμάζουν είναι καταδικασμένη να αποτύχει και αυτές θα αφανιστούν.

Οι «Δούλες» σε αυτό τους το ανέβασμα υπογράμμισαν τον πολιτικό και κοινωνικό χαρακτήρα του έργου. Η καίρια σκηνοθεσία της Μ. Κάλμπαρη κάνει το κείμενο να μοιάζει πιο σύγχρονο από ποτέ. Η σκηνοθέτις αποφάσισε να ερμηνεύσει το έργο σαν μια ωδή στα εκατομμύρια των ανθρώπων που συνθλίβονται από τις αποφάσεις των πολιτικών και οικονομικών ηγετών. Αλλά παρόλα αυτά, επαναστατούν, και πολεμούν, και συνεχίζουν. Η «φιλευσπλαχνία» της Κυρίας, η οποία αδυνατεί και αρνείται να κατανοήσει την απελπισία και την ανέχεια των δύο γυναικών που βρίσκονται σπίτι της, θυμίζει έντονα την ουτοπική και κενή ρητορική των σημερινών πολιτικών απέναντι στους λαούς τους. Η Μ. Κάλμπαρη περιλαμβάνει όλους τους θεατές (όλους εμάς) στο παιχνίδι εξουσίας που παρακολουθούμε επί σκηνής.  Έτσι, ο ρόλος της (τόσο ως «Κυρίας», όσο και ως σκηνοθέτη-ενορχηστρωτή της παράστασης) αρχίζει ενώ ακόμα βρίσκεται ανάμεσα στο κοινό, με τα φώτα αναμμένα σε σκηνή και πλατεία. Η ηθοποιός κινείται ανάμεσά μας θυμίζοντάς μας ότι όλοι είμαστε, εν δυνάμει, άλλοτε Κλαίρη ή Σολάνζ και άλλοτε η Κυρία.

 

 

Το παιχνίδι ρόλων που παίζουν οι δύο ηρωίδες του Ζ. Ζενέ τονίζει ακόμα περισσότερο η σκηνοθέτις μεταφέροντας ένα θέατρο-μέσα-στο-θέατρο και παίζοντας τόσο πάνω στη σκηνή, όσο και μεταξύ σκηνής και πλατείας. Σε αυτό το παιχνίδι βοήθησε και το εξαιρετικά λιτό και λειτουργικό σκηνικό (Χριστίνα Κάλμπαρη) με τους τάπητες-καθρέφτες, όπου καθρεφτίζονται οι θεατρικές ηρωίδες,  αλλά στο οποίο, κατ’ επέκταση, καθρεφτιζόμαστε όλοι μας, αφού  αυτές οι τρεις γυναίκες θα μπορούσαν να είναι οποιοσδήποτε από εμάς. Εξαιρετικές στις ερμηνείες τους οι δύο ηθοποιοί που ερμήνευσαν την Σολάνζ (Κάτια Γέρου) και την Κλαίρη (Κωνσταντίνα Τάκαλου). Η Γέρου με, υπερτονισμένη ενίοτε, παιδικότητα προσπαθεί να αντιμετωπίσει την κακοδαιμονία και δυστυχία που βιώνουν, ενώ στο τέλος επιδίδεται σε έναν αριστοτελικό θρήνο στο προσκεφάλι της νεκρής της αδελφής. Η Κ. Τάκαλου καταφέρνει να περάσει με μαεστρία από την αλαζονεία στην απελπισία και από εκεί στην παιδιάστικη αφέλεια. Καταφέρνει με επιτυχία να αποδώσει τον πολυδιάστατο αυτό ρόλο, της Κλαίρης, η οποία αποτελεί τον ιθύνοντα νου αυτού του παιχνιδιού που καταλήγει στη δολοφονία-αυτοκτονία της. Πολύ καλή επίσης η Κυρία (Μαριάννα Κάλπμαρη), η οποία ισορροπεί ανάμεσα στη φαιδρότητα και την αδυσώπητη σκληρότητα με τρομερή επιτυχία.

Πολύ καλή η μετάφραση (Μ. Κάλμπαρη), σύγχρονη αλλά και λυρική, όπου έπρεπε. Ειδική μνεία χρειάζεται επίσης να γίνει στους φωτισμούς (Στέλλα Κάλτσου) που δημιούργησαν υπέροχες ατμόσφαιρες στην παράσταση. Το αλληγορικό τέλος της παράστασης, με την τόσο λυρική και σπαρακτική εκδοχή του γνωστού κομματιού, “Voyage, voyage” (μουσική επιμέλεια: Νέστωρ Κοψιδάς), κλείνει μια εξαιρετικά ενδιαφέρουσα παράσταση.

 

 

Πληροφορίες >> εδώ

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top